Μου αρέσει να κάνω συγκρίσεις. Ψάχνω και ζυγίζω, το χτες με το σήμερα, το περασμένο με το τώρα, το παλιό με το σύγχρονο. Κάνω σύγκριση με τα σχολεία του καιρού μου, αρχίζοντας από την πλάκα και το κονδύλι, το τηλέφωνο της γειτονιάς στο μαγαζί με τα ψιλικά, τις εφημερίδες και τα τσιγάρα. Κάνω κάποιες συγκρίσεις με τον χάρακα του δάσκαλου και με τον πατέρα που…, παρακαλούσε τον δάσκαλο … «αν δεν διαβάζει ή είναι άτακτος δείρε τον, τσάκισέ τον να γίνει άνθρωπος». 

Δεν θυμάμαι στα μαθητικά μου χρόνια, γονιό να θύμωσε ή να αντιδρούσε, με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί τιμωρήθηκε το παιδί του από τον δάσκαλο, τον καθηγητή ή τον γυμνασιάρχη. Και δεν είναι ανάγκη να αραδιάσω σημερινά παραδείγματα προκειμένου να δούμε τις διαφορές του τότε με το σήμερα. Τα ζείτε, τα ζήσατε, τα ακούσατε ή τα διαβάσατε. Γνωρίζετε τι παθαίνει τη σήμερον ημέραν ένας δάσκαλος που θα τολμήσει να μαλώσει, να κτυπήσει ή να τιμωρήσει ένα μαθητή οποιασδήποτε ηλικίας. 

Δεν θα σας πω για σκουλαρίκια, τατουάζ, μαλλιά και γενική εμφάνιση μαθητών και μαθητριών. Δεν θα αναφερθώ στη συμπεριφορά στο σπίτι, ούτε θα σας θυμίσω ότι περιμέναμε τον πατέρα για να καθίσουμε, όλοι μαζί, στο τραπέζι και να τον περιμένουμε να ξεκινήσει για να βάλουμε κι εμείς την πρώτη μπουκιά στο στόμα μας. Δεν θα μιλήσω το τι είχαμε τότε, σαν παιδιά και τι έχουν τα παιδιά τώρα. Το παρελθόν έδειξε και το παρόν… χωριό που φαίνεται… 

Όσο για μας, όσο βρισκόμαστε σ’ αυτό τον κόσμο, θα βλέπουμε, θα θυμόμαστε και θα κρίνουμε τα αποτελέσματα των ενεργειών και των συνηθειών της λεγόμενης μοντέρνας κοινωνίας. Με την ευκαιρία θα ήθελα να αναφέρω ότι, απ’ ότι θυμάμαι, πως σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι είχαν τη συνήθεια να κάνουν συγκρίσεις με το… χθες που, όπως έλεγαν, ήταν καλύτερο από το σήμερα και το τώρα. Μερικοί λένε, πως εμάς τους ανθρώπους της παλιάς γενιάς, όσο περνούσαν τα χρόνια και άρχισαν να μας χτυπάνε τα κύματα της… τεχνολογίας, της… προόδου και της εξέλιξης, που καλώς ή κακώς τα φοβηθήκαμε, στυλώσαμε τα πόδια και τα βγάλαμε όλα άχρηστα και επικίνδυνα.

Ως αντίβαρο, ξεθάψαμε τον δικό μας, αναγκαστικά πειθαρχημένο τρόπο ζωής, τον κάνουμε… λάβαρο και κατηγορούμε τη σημερινή προηγμένη και τεχνολογικά αναπτυγμένη νεολαία. Εσείς τι λέτε; 

Φίλος καλός, άνθρωπος που διαβάζει και ψάχνει, μου έφερε κάποια αποκόμματα εφημερίδων για να μου αποδείξει ότι μια ζωή οι άνθρωποι παραπονούνται, σχολιάζουν όπως τους συμφέρει, βρίσκουν το χθες καλύτερο από το σήμερα και φοβούνται το αύριο και το τώρα. Το πρώτο απόκομμα που διαβάζω είναι 101 χρονών. 

Στις 23 Ιουλίου 1916, ημέρα Σάββατο, ένας δημοσιογράφος, αναφέρεται στα… βρώμικα μαγαζιά της Αθήνας: «Κατά κανόνα σχεδόν τα τρία τέταρτα των μεγάλων καταστημάτων της Αθήνας ευρίσκονται ακάθαρτα και αν σας πούμε λεπτομέρειες, από τον ενεργούντα την επιθεώρηση αστυΐατρο, θα σας προκαλέσουν αηδία. Το περίεργο της υπόθεσης είναι πως η κατάσταση αυτή δεν έχει απομακρύνει ούτε ένα πελάτη γιατί ο πελάτης γνωρίζει πως η χρηματική ποινή που επιβάλει το Πταισματοδικείο δεν είναι ικανή να συγκινήσει τους καταστηματάρχες που πλουτίζουν μέσα στη βρώμα. Θα περιμένουμε το Νόμο που θα επιβάλει το κλείσιμο αυτών των καταστημάτων».

Είχα πρόθεση να συνεχίσω τη στήλη αυτή με συγκρίσεις της εποχής μας, δηλαδή του ’30, του ’40 και του ’50 με τη σημερινή. Τα αποκόμματα που μου έδωσε ο φίλος, αναφέρονται στο 1916 και με βγάζουν από τη σειρά και το κυρίως θέμα. Είναι, όμως, θέματα για… σύγκριση. Να, λοιπόν, κάποιο θέμα που αφορά τους … Γερμανούς. Τις θηριωδίες τους στο διάστημα του Β Παγκοσμίου Πολέμου τις γνωρίζουμε, τις είδαμε, τις ζήσαμε, τις διαβάσαμε, τις ακούσαμε. Τι έκαναν στους Εβραίους, και σε άλλους το ξέρουμε, τι έγινε εκεί και τι ήταν το Άουσβιτς και τα άλλα παρόμοια κέντρα τους, το γνωρίζουμε. Θέλετε να μάθετε τι έγινε τον Ιούλιο, στις 17, ημέρα Κυριακή; «Γερμανικές Βαρβαρότητες. Από το Παρίσι ανταποκριτής μεταδίδει φρικιαστικές λεπτομέρειες της υπό των Γερμανικών Αρχών γενομένης σύλληψης και υποχρεωτικής εργασίας καταναγκαστικών έργων, χιλιάδων αστικού πληθυσμού Γάλλων από Γερμανοκρατούμενες Γαλλικές πόλεις. Οι σκηνές αυτές του εξαναγκασμού φέρνουν στη μνήμη τις φρικαλεότητες των αιώνων της δουλεμπορίας, τότε που η δουλεμπορία θεωρείτο νόμιμο μέσον εργασίας. Χιλιάδες άνθρωποι, κορίτσια από 16 μέχρι 20 χρονών, γυναίκες και γέροντες ηλικίας άνω των 50 ετών, αποσπάστηκαν βιαίως από τις οικογένειές τους και στάλθηκαν σε διάφορα σημεία που εδρεύει ο Γερμανικός στρατός και σε διάφορες πόλεις που κατέχουν Γερμανοί, να εργαστούν για τη Γερμανία».

Σας έλεγα ότι οι Γερμανοί καλυτερεύουν, ότι μπορούμε να βασιζόμαστε επάνω τους και δεν με πιστεύατε. Στις 17 Ιουλίου το 1916, αθηναϊκή εφημερίδα δημοσίευσε την παρακάτω είδηση: «Εξοργιστική Συμπεριφορά Τούρκου Διπλωμάτη – Φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι Τούρκοι αποφάσισαν να χειροδικούν στον τόπο μας. Την αρχή έκανε ο υποπρόξενος της Τουρκίας στον Πειραιά, ο οποίος γρονθοκόπησε, με πολύ γενναιότητα, τον καφεπώλη Κ. Χαραλαμπόπουλο, διότι αρνήθηκε να του ενοικιάσει το σπίτι του. Το πλήθος που παρακολουθούσε τη σκηνή κινήθηκε επικίνδυνα κατά του υποπρόξενου τον οποίον έσωσε την τελευταία στιγμή η επέμβαση της αστυνομίας». 

Σας έλεγα πως οι Τούρκοι είναι ευγενικός και πολιτισμένος λαός κι εσείς μου λέγατε ότι τώρα δεν ενοικιάζουν, αλλά αγοράζουν σπίτια στην Ελλάδα Συγκρίσεις…