ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ διαστροφικός πολιτικός νους είναι αυτός που ενώ μπορεί να διευθετήσει ένα απλό ζήτημα πολύ εύκολα και αναίμακτα, προτιμά να το μετατρέψει σε ένα κεντρικό θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, διχάζοντας τον λαό και ξοδεύοντας εκατομμύρια δημοσίου χρήματος; Ο λόγος φυσικά για το απολύτως περιττό, χρονοβόρο και δαπανηρό δημοψήφισμα που αποφάσισε το κυβερνών κόμμα να επιβάλλει στους πολίτες, ξοδεύοντας 122 εκατομμύρια δολάρια από τις τσέπες των φορολογουμένων, για τους οποίους κατά τ’ άλλα κόπτεται. 

Σε μία μνημειώδη κίνηση πολιτικής ατολμίας, ο πρωθυπουργός Malcolm Turnbull, αποφάσισε να νίψει τας χείρας του από ένα ακόμη πολιτικό θέμα του οποίου ήταν υπέρμαχος – την ισότητα των πολιτών στον γάμο – και να μεταθέσει την ευθύνη της απόφασης στον λαό. Ο ίδιος, παρ’ ότι επί χρόνια διατεινόταν ότι βρίσκεται στο πλευρό των ομόφυλων ζευγαριών, τώρα λέει ότι δεν θα συμμετάσχει στην εκστρατεία υπέρ ή κατά του δικαιώματός τους στον γάμο – κάτι που επίσης αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία: ο πρωθυπουργός που προκηρύσσει ένα δημοψήφισμα, να μην παίρνει θέση. 

Στο όνομά του, θα πάρουν θέση εκείνοι που τον κρατούν – με κάποιον τρόπο – δέσμιο: οι συντηρητικοί και ακροδεξιοί βουλευτές του Φιλελεύθερου Κόμματος, οι οποίοι βγάζουν καντήλες στην ιδέα να επεκταθεί το δικαίωμα του γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, να εκχωρηθεί δηλαδή μία στοιχειώδης πολιτική ελευθερία σε μία μεγάλη μερίδα των πολιτών. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Δεν έχει να κάνει ούτε με την θρησκεία, ούτε με την ηθική, ούτε με την ‘πολιτική ορθότητα’. Όταν η κυβέρνηση Howard αποφάσισε το 2004 να προσδιορίσει – ως μη όφειλε – νομικά τον γάμο ως “την ένωση ενός άντρα και μίας γυναίκας” (κάτι που έκανε με μία απλή ψηφοφορία στην Βουλή, παρεμπιπτόντως, χωρίς να απευθυνθεί στους πολίτες), μετέτρεψε σε ηθικολογία ένα ζήτημα πολιτικών ελευθεριών και κυρίως, διέπραξε μία μεγάλη κοινωνική αδικία, χωρίζοντας αυτομάτως τους Αυστραλούς σε πολίτες α’ και β’ κατηγορίας. 

Τους επόμενους μήνες, αυτός ο διαχωρισμός θα γίνει πολύ πιο έντονος. Η ίδια η διαδικασία του δημοψηφίσματος είναι από την φύση της διχαστική, ανάγοντας το εκάστοτε προς επίλυση ζήτημα σε μια ερώτηση που απαντιέται με ‘ναι’ η ‘όχι’. Τα δημοψηφίσματα ευνοούν την πόλωση και η πόλωση την ακραία ρητορική και θα αυτή η ακραία ρητορική θα κυριαρχήσει τους επόμενους μήνες, δαιμονοποιώντας ομάδες πολιτών (εκείνες που ήδη έχουν υποστεί περιθωριοποίηση και βία). Τίποτε καλό δεν πρόκειται να προκύψει από αυτήν την συζήτηση, κανείς δεν πρόκειται να βγει σοφότερος από μία απολύτως περιττή τοξικότητα, από τον διαχωρισμό των πολιτών σε ‘συντηρητικούς’ και ‘προοδευτικούς’, σε ‘ηθικούς’ και ‘ανήθικους’, σε ‘φυσιολογικούς’ και ‘αφύσικους’ και άλλες τέτοιες ανοησίες που δεν έχουν καμία απολύτως βάση. Το ζήτημα δεν είναι η ομοφυλοφιλία ή οι οικογενειακές αξίες – οι οποίες ούτως ή άλλως δεν κινδυνεύουν από κανέναν και πολύ περισσότερο εκείνους που επιδιώκουν ακριβώς να δημιουργήσουν οικογένειες. Το ζήτημα είναι αν όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, αν έχουν τα ίδια δικαιώματα ή όχι. Όποιος τα αρνείται, ελπίζοντας ότι αυτό που τον ενοχλεί θα πάψει να υπάρχει, απλώς εθελοτυφλεί, καταδικάζοντας τους συμπολίτες του. 

Κι αν σήμερα ένας τρομοκρατημένος συντηρητικός ψηφοφόρος έχει την εξουσία να μετατρέψει τα ομόφυλα ζευγάρια σε πολίτες β’ κατηγορίας, γιατί να σταματήσει σ’ αυτό; Γιατί να μην είναι σε θέση να κάνει το ίδιο με οποιαδήποτε άλλη κατηγορία πολιτών; Όσοι ήρθαν στην Αυστραλία πριν την δεκαετία του ’70, προτού δηλαδή θεσμοθετηθεί η πολυπολιτισμικότητα, ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι πολίτης β’ κατηγορίας. Δεν θα έπρεπε να το εύχονται για κανέναν. Και πρωτίστως δεν θα έπρεπε με την ψήφο τους να μπορούν να ορίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την μοίρα των διπλανών τους.