Έχουν τζίρους δισεκατομμυρίων δολαρίων, κλείνουν συμβόλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων, αναλαμβάνουν κρατικά έργα, επιδοτούμενα από τις εισφορές των φορολογουμένων, αλλά καταφέρνουν να μην πληρώσουν φόρο. Ο λόγος για τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην Αυστραλία, μεταξύ των οποίων εταιρίες-κολοσσοί, όπως η IBM, η εταιρία ανάπτυξης λογισμικού SAP και η εταιρία οπλικών συστημάτων Northtrop Grumman – επιχειρήσεις που συγκαταλέγονται μεταξύ των βασικών εργοληπτών του δημοσίου, αλλά παρ’ όλα αυτά καταβάλουν ελάχιστες εισφορές σε φόρους. 

Αυτό προέκυψε από την έρευνα που διεξήγαγε το Αυστραλιανό Γραφείο Φορολογίας (Australian Taxation Office – ATO) σε είκοσι από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που κέρδισαν δημόσιους εργοληπτικούς διαγωνισμούς την τελευταία δεκαετία. Από τα πρώτα στοιχεία της έρευνας – τα οποία έφερε στην δημοσιότητα ο οργανισμός Fairfax Media το Σάββατο – φαίνεται πως το Αυστραλιανό δημόσιο πλήρωσε 6 δισ. δολάρια για μία σειρά υπηρεσιών που εκτείνονται από την αγορά λογισμικού μέχρι τα έργα συντήρησης αρμάτων μάχης. 

Ωστόσο, οι είκοσι εταιρίες που ανέλαβαν αυτά τα έργα, δεν πλήρωσαν συνολικά περισσότερα από 43 εκατομμύρια σε φόρους.

Αν οι επιχειρήσεις αυτές είχαν καταβάλει το 30% που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία, τότε το κράτος θα είχε εισπράξει περί τα 265 εκατομμύρια δολάρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 20 επιχειρήσεις που ερεύνησε το ΑΤΟ, εκείνη που φορολογήθηκε με υψηλότερο συντελεστή είναι η Ιαπωνική εταιρία τεχνολογίας Fujitsu, η οποία φορολογήθηκε με 18% για τα κέρδη 1 δισ. που σημείωσε το περασμένο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση έχει εξασφαλίσει 268 δημόσια έργα την τελευταία δεκαετία με πιο πρόσφατο το συμβόλαιο ύψους 42 εκατομμυρίων για την παροχή τεχνολογίας ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων. 

Η αποκάλυψη αυτή δικαιώνει όσους κατηγορούν την κυβέρνηση ότι με την πολιτική που ακολουθείται έναντι των πολυεθνικών επιχειρήσεων, αδικούνται τόσοι οι Αυστραλιανές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό, όσο και οι φορολογούμενοι που καλούνται να καλύψουν το κενό στα διαφυγόντα έσοδα του κράτους. Το ζήτημα των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Αυστραλία αλλά δεν πληρώνουν τους φόρους που αναλογούν απασχολεί το Κοινοβούλιο εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια, επί Υπουργίας Joe Hockey, ενώ στην πρόσφατη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, το ATO έκανε μία σημαντική παρέμβαση, καταθέτοντας μία έκθεση για την ‘Μαύρη Οικονομία’, στην οποία προτρέπει την κυβέρνηση να περιορίσει την ανάθεση δημοσίων έργων σε επιχειρήσεις που έχουν ιστορικό χρηστής φορολογικής συμπεριφοράς. 

Ωστόσο, η κυβέρνηση απορρίπτει τέτοιου είδους σκέψεις, με χαρακτηριστική την δήλωση του Υπουργού Οικονομικών Mathias Cormann, ο οποίος είχε τονίσει το 2016 ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί, αλλά κυρίως θα αποτελούσε ένα είδος διάκρισης εις βάρος των ξένων επιχειρήσεων που θα παραβίαζε τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που έχει συνάψει η Αυστραλία. 

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗ

Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2014-2015 το κράτος προχώρησε σε εργοληπτικούς διαγωνισμούς συνολικού ύψους 59 δισ. δολαρίων, από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος -$52 δισ.- πήγαν σε επιχειρήσεις με έδρα την Αυστραλία. Κάποιες από αυτές, είναι πολυεθνικές, όπως η Boeing, η οποία είναι μεν αμερικανικών συμφερόντων, όμως διατηρεί τοπική έδρα και πληρώνει φόρους στην Αυστραλία για την δραστηριότητα της, η οποία περιλαμβάνει 232 δημόσια έργα την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, ακόμη και αν φαίνεται μικρό το ποσοστό των εταιριών που δεν πληρώνουν φόρο, τα ποσά που εισπράττουν από τα κρατικά συμβόλαια είναι πολύ σημαντικά για να δικαιολογούν την αποφυγή, η οποία είναι απολύτως νομότυπη και οφείλεται στην εκμετάλλευση παραμέτρων της φορολογικής νομοθεσίας, όπως των φορολογικών κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο της τεχνολογίας και εντείνεται όλο και περισσότερο, όσο οι υπηρεσίες του δημοσίου περνούν στην ψηφιακή και διαδικτυακή εποχή. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της IBM, η οποία έχει εξασφαλίσει 178 δημόσια έργα την τελευταία δεκαετία, με πιο πρόσφατο το συμβόλαιο $1 δισ. για τον εκσυγχρονισμό της ηλεκτρονικής μηχανοργάνωσης του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, αλλά δεν έχει καταβάλει ούτε ένα σεντ σε φόρους, ενώ αρνείται να συμμορφωθεί με τις νέες διατάξεις φορολογικής διαφάνειας. 

“Ασυνείδητους” χαρακτηρίζει όσους ακολουθούν αυτήν την πρακτική ο Γιάννης Αθανασίου, επικεφαλής της εταιρίας Mercury, η οποία συνεργάζεται με την Australia Post, αλλά αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό από την γερμανική επιχείρηση λογισμικού SAP που φορολογείται με 15% στην Αυστραλία. Σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Malcolm Turnbull, ο κ. Αθανασίου τονίζει ότι αυτές οι επιχειρήσεις κερδίζουν μεγάλα ποσά από τους φορολογουμένους χωρίς να ανταποδίδουν τα δέοντα στο σύστημα που στηρίζει την δραστηριότητά τους. 

Προκειμένου να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, η κυβέρνηση έχει ετοιμάσει μία πρόταση νόμου που θα διασφαλίζει μεν ότι κάθε οικονομική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στην Αυστραλία θα φορολογείται στην Αυστραλία, χωρίς ωστόσο να προβλέπει ειδικές διατάξεις για τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στους εργοληπτικούς διαγωνισμούς του δημοσίου, ώστε να περιοριστεί η ανάθεση δημοσίων έργων σε εταιρίες που πληρώνουν φόρους. 

Από την πλευρά του, το Εργατικό Κόμμα έχει υιοθετήσει στις εξαγγελίες του την πρόταση της επιτροπής έρευνας της Γερουσίας να υποχρεούνται οι εργολήπτες του δημοσίου να δηλώνουν την χώρα στην οποία φορολογούνται.

“Η αποκάλυψη δεν συνιστά διάκριση”, τονίζει σχετικά στην Fairfax ο σκιώδης υφυπουργός οικονομικών Andrew Leigh.