Επιθετικός και χωρίς διάθεση να κάνει ούτε ένα βήμα… πίσω, ο φίλος μου ο Βασίλης, μπήκε θριαμβευτικά στο γραφείο και με άρπαξε από τα μούτρα που λένε.
 «Μου μίλαγες για τα τραγούδια της εποχής σου, κ. Κωστάκη μας, τραγούδια με νόημα, όπως μας έλεγες, έτοιμος να απορρίψεις κάθε τι άλλο πριν και μετά από την εποχή σου. 

Σε πληροφορώ πως άκουσα πρόσφατα, ρεμπέτικα τραγούδια τωρινά, αυτής της εποχής και ενθουσιάστηκα.  Ο στίχος τους είναι γεμάτος νόημα, γεμάτος φιλοσοφικά μηνύματα. 

Το τραγούδι το άκουσα δέκα φορές, για να προλάβω να γράψω τα λόγια, να έρθω να στα διαβάσω για να σταματήσεις να πιστεύεις πως οι σημερινοί στιχουργοί στερέψανε.»

Με όλη μου την καρδιά να σε ακούσω κ. Βασίλη μας, αλλά είναι ψεύδος και μάλιστα ασύστολο, ότι μιλάω μόνο για τα τραγούδια της εποχής μου.  Πίστευα και πιστεύω πως όλες τις εποχές συγγραφείς, ποιητές και στιχουργοί παρουσιάζουν εκλεκτές δουλειές, αλλά και το αντίθετο.
Της εποχής μου ήταν και το «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά» τραγούδι με νόημα και λυπάμαι πραγματικά που του τον σπάσανε και καλά να πάθει, ας πρόσεχε.  Αν βρω φιλοσοφικό μήνυμα, πίσω από τον μπαγλαμά, θα σου πω.

«Στου γιαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δύο καβουράκια», βρίσκω μία διαφημιστική διάθεση να προβάλουμε του γιαλού τα βότσαλα, μικρού μεγέθους και ένα… οικογενειακό δράμα μιας μάνας που τριγύριζε στην Ραφήνα.

Προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός και προσεκτικός στους χαρακτηρισμούς μου σε ότι αφορά το τραγούδι και τα μηνύματά του.
Έκλαιγα όταν βγήκε το τραγούδι «Θα πάω στη Ζούγκλα με τον Ταρζάν».  Το παλικάρι γιατί να φύγει τόσο μακριά;  Γιατί τόση απογοήτευση;  Δεν μπορούσε να πεταχτεί μέχρι την Πεντέλη ήταν ανάγκη να τρέχει στη Ζούγκλα;   Και να σκεφτείς Βασίλη μου πως τότε είμαστε ήσυχος λαός και οι Γερμανοί μας είχαν όπα-όπα.
Στην εποχή μου κυκλοφόρησαν, όντως και τραγούδια αριστουργήματα.  Θυμάμαι εκείνον τον κύριο, νομίζω πως τον έλεγαν Ζαμπέτα που τραγούδησε εκείνο το αριστούργημα «το σκύλο, τον αράπη, τον ταμ, ταμ, τουμ…».

Μετά ήλθαν τα πιο απαλά, τα ελαφρά Ελληνικά τραγούδια.  Τραγούδια με νόημα, τα περίφημα τραγούδια του 50.  «Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, που κανένα δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει…  Δε θα έχει αγάπη μας καρδιοχτύπια και πόνους κι’ αγκαλιά θα βαδίζουμε στους μεγάλους τους δρόμους…»
Παιδιά είναι, τι να τους πεις. Αν ήταν στην εποχή μας δεν θα προλάβαιναν να κατέβαιναν στους μεγάλους τους δρόμους, θα τους είχαν σκοτώσει στο πεζοδρόμιο.  Το 1950 όμως οι δρόμοι ήταν καθαροί και από ανθρώπους και από σκουπίδια. 

Για δώσε μου τώρα τους στίχους με τη ρεμπέτικη …φιλοσοφία, που σε συγκίνησαν τόσο Βασιλάκη και σε έκαναν να μου κουβαληθείς, Δευτεριάτικα, ευαίσθητε φίλε μου.
«Μπήκαμε σε τραίνα που ποτέ δε φύγανε
Πήραμε καράβια που δεν πήγαν πουθενά
Όλα μας τα όνειρα χαμένα πήγανε
Και ο καιρό περνά για να περνά
.Βλέπαμε τα φώτα που ποτέ δε φτάσαμε
Όσα ονειρευτήκαμε θα γίνουν προσεχώς
Να είχαμε τα χρόνια που στο δρόμο χάσαμε
και δεν θα τα βρούμε δυστυχώς.»
 Και το ρεφρέν του, γεμάτο πίκρα και απογοήτευση κι’ αυτό, μας λεει: 
«Κι’ αν μιλάς για ζωή, αν μιλάς για χαρά
Αγάπη μου, την άλλη φορά.»
Αυτά είναι συμπτώματα της τρίτης ηλικίας Βασίλη.

Όλοι είδαμε το τραίνο μας να φεύγει και παρά τις απεγνωσμένες μας φωνές δεν … γύρισε να μας πάρει, κι’ ας είχε μόλις ξεκινήσει.
Και τα φώτα τα βλέπαμε από μακριά και μόλις νομίζαμε πως τα φτάναμε, λες και το έκαναν επίτηδες και… ξεμάκραιναν.
Όσα ονειρευτήκαμε δεν περιμένουμε να γίνουν προσεχώς και επειδή πίστη είναι να περιμένεις ήλιο τα .. μεσάνυχτα, αν τύχει και ζωντανέψει κάποιο όνειρο, άφησέ το να μας ξαφνιάσει ευχάριστα.

Αν δεν βρούμε τα χρόνια που χάσαμε στο δρόμο, ας περιμένουμε τον πρωινό τον ήλιο της αυριανής ημέρας, ίσως το γκρίζο σύννεφό της, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;
Ας ξεχάσουμε τα καράβια που πήραμε και δεν πήγαν πουθενά κι’ ας θυμηθούμε τη μικρή τη βάρκα που μας έβγαλε λίγα μίλια έξω από το λιμάνι.
Άρχισες να μεγαλώνεις, φίλε μου.  Ξέρω πως νοιώθεις.

Άνοιξε το κουτί με τις φωτογραφίες.  Βρες τα παλιά άλμπουμ, τότε που ήσουν νέος, τότε που τα παιδιά ήταν μικρά.  Ίσως βρεις καράβια που ξεκίνησαν, τραίνα που κάπου πήγανε και τα μακρινά τα φώτα που τα έφτασες και τα πρόλαβες αναμμένα.
Τρέχα λίγο πίσω για να δεις τι είδες και να ξαναθυμηθείς τι έζησες.

Περίμενε.  Κάποιος καπνός του τραίνου θα φανεί.  Θα σταματήσει.  Θα περιμένει μη βιάζεσαι.  Από το παραθύρι άπλωσε το κουρασμένο βλέμμα σου στο κάμπο.  Άφησε τη ματιά να αγκαλιάσει το ποτάμι που μοιάζει να τρέχει δίπλα από τα βαγόνια.  Μη κατέβεις σε κανένα σταθμό, στο… τέρμα θα σε κατεβάσουν οπωσδήποτε.