Προφυλακιστέοι κρίθηκαν, με τη σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέα, οι τρεις από τους έξι κατηγορούμενους για συμμετοχή στον «Επαναστατικό Αγώνα».
Πρόκειται για τους Νίκο Μαζιώτη, τη σύζυγό του Παναγιώτα Ρούπα και τον Σαράντο Νικητόπουλο.

Ο τελευταίος ζήτησε και εξετάστηκαν ως μάρτυρες ο πατέρας του και μια οικογενειακή του φίλη.

Ο Σαράντος Νικητόπουλος, σύμφωνα με τους συνηγόρους του, αρνείται κάθε κατηγορία και υποστηρίζει ότι «στοχοποιήθηκε» γιατί μετά το θάνατο του Λάμπρου Φούντα είχε κάνει μια ομιλία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Την Πέμπτη αναμένεται να απολογηθούν οι Ευάγγελος Σταθόπουλος, Χριστόφορος Κορτέσης και Κωνσταντίνος Γουρνάς.

Εις βάρος των έξι ατόμων που συνελήφθησαν για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση έχει ασκηθεί δίωξη για τέσσερα κακουργήματα και τέσσερα πλημμελήματα.
Η δίωξη, που ασκήθηκε σε βάρος των έξι, αφορά 16 επιθέσεις της οργάνωσης από το 2003 έως σήμερα. Τις επόμενες ημέρες θα διαβιβαστούν στην ανακρίτρια και θα συσχετισθούν και άλλες δικογραφίες, που είχαν σχηματισθεί κατά αγνώστων δραστών, ύστερα από δράσεις, που είχε αναλάβει η οργάνωση.

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΦΑΣΕΙΣ

 «Θρίλερ» χαρακτηρίζουν οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. την καθημερινή παρακολούθηση των φερόμενων ως μελών του «Επαναστατικού Αγώνα». Οι αγωνιώδεις έρευνες για την υπόθεση ξεκίνησαν περίπου στις 17 Μαρτίου, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Λάμπρου Φούντα στη Δάφνη και έγιναν σε τρεις φάσεις.

Σύμφωνα με «Το Βήμα», η πρώτη φάση ξεκίνησε στις 19-20 Μαρτίου, όταν ζητήθηκαν οι άρσεις απορρήτου κάποιων τηλεκαρτών και καρτών κινητής τηλεφωνίας που φαίνεται να χρησιμοποιούσαν ο Λ. Φούντας και όσοι επικοινωνούσαν μαζί του.

Οι αξιωματικοί εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε τηλέφωνα που έκλεισαν αμέσως μετά τον θάνατο του 35χρονου και αναζήτησαν ποιες κλήσεις και από ποια καρτοτηλέφωνα έγιναν σε αυτά τους τελευταίους μήνες.

Το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε σε 13 καρτοτηλέφωνα του ΟΤΕ, αλλά και σε κινητά τηλέφωνα που φαίνεται να συμμετείχαν στο δίκτυο των «συνωμοτικών» συνεννοήσεων.

Η δεύτερη φάση αφορούσε τις υποκλοπές όσων τηλεφώνων ήταν ακόμη σε λειτουργία και την ακρόαση των συνομιλιών μέσω ειδικών συστημάτων. Όπως αναφέρει αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., «τότε άρχισε η αγωνία μας. Ακούγαμε να μιλούν… σκιές. Δεν ξέραμε ποιοι συζητούσαν. Καταλαβαίναμε ότι κάτι ετοιμάζουν, όμως δεν ξέραμε τι ήταν αυτό».

Η τρίτη φάση και το «μαρτύριο», όπως το χαρακτηρίζουν ξεκίνησε την Μεγάλη Εβδομάδα. Χρησιμοποιώντας το σύστημα υποκλοπών της ΕΥΠ που έχει τη δυνατότητα- μέσω ειδικού λογισμικού εντοπισμού θέσης και ανάλυσης των καταγραφών των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας- να βρίσκει με ακρίβεια περίπου 100 μέτρων το σημείο από το οποίο εκπέμπουν τα κινητά, εντοπίστηκαν τα σπίτια του Νίκου Μαζιώτη στα Καλύβια και του Ευάγγελου Σταθόπουλου στο κέντρο της Αθήνας.

«Τότε αρχίσαμε να μαθαίνουμε ποιοι ήταν, αλλά εξακολουθούσαμε να αγνοούμε τι ήθελαν να κάνουν […].  Σχεδόν κάθε ξημέρωμα βρισκόμασταν μπροστά σε μια δοκιμή ένοπλης επίθεσης για την οποία δεν ξέραμε πότε θα πραγματοποιηθεί. Ήταν κάτι τρελό μέσα στο σκοτάδι. Έφευγαν από τα σπίτια τους την ίδια ώρα, επιβιβάζονταν σε μηχανές και αυτοκίνητα, συγκεντρώνονταν σε περιοχές της Νέας Ιωνίας, άρχιζαν να περπατάνε προς διάφορες κατευθύνσεις, έκαναν γύρους στην ίδια περιοχή και ύστερα έφευγαν προς διάφορα άλλα σημεία», σημειώνει ο ίδιος αξιωματικός.

«Έπαιρναν εντυπωσιακά μέτρα προστασίας. Ο εφιάλτης μας ήταν μήπως το επόμενο ξημέρωμα γινόταν η επίθεση και δεν μπορούσαμε να την αποτρέψουμε. Το πρόβλημα εντεινόταν γιατί σε ορισμένες από τις μεταμεσονύκτιες συναντήσεις χάνονταν από το οπτικό μας πεδίο. Δεν μπορούσαμε να τους ακολουθήσουμε παντού γιατί θα μας καταλάβαιναν. Λέγαμε τότε ‘χάθηκαν και θα κτυπήσουν’».