Και τώρα ακούμε την Κραυγή να λέει στον Καζαντζάκη, αλλά ίσως και σε σας:
 «Πονώ!  Θέλω να ξεφύγω από τη χαρά σου!  Πλαντώ!  Δεν απελπίζουμαι!  Παλεύω!  Γαντζώνουμαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου, ξεθηκαρώνω από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξεις!  Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν’ αναπνέψω· μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει· σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!  Σώσε με!  Βοήθεια!  Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου!  Δεν είμαι καταφύγι.  Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα.  Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα.  Είμαι ο Στρατηγός σου!  Δεν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου.  Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου.  Είσαι ο σύντροφός μου στη μάχη.  Κράτα γενναία στα στενά που σου μπιστεύτηκα· μην τα προδώσεις!  Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.  Αγάπα τον κίντυνο.  Τι είναι το πιο δύσκολο;  Αυτό θέλω!  Ποιο δρόμο να πάρεις;  Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο.  Αυτόν παίρνω κι εγώ· ακλούθα μου!  Να μάθεις να υπακούς.  Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερό του ρυθμό είναι λεύτερος.  Να μάθεις να προστάζεις.  Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπός μου απάνω στη γης ετούτη.  Ν’ αγαπάς την ευθύνη.  Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης.  Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω.  Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα.  Μη ζητάς φίλους· να ζητάς συντρόφους!  Να ’σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα.  Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις.  Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.  Πού πάμε;  Θα νικήσουμε ποτέ;  Προς τι όλη τούτη η μάχη;  Σώπα!  Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!» (σ. 27-33).

ΚΡΑΥΓΗ = ΘΕΟΣ

Φοβερή κραυγή!  Κατεδαφίζει τον ανθρωπόμορφο Θεό, κατεδαφίζει τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, κατεδαφίζει τη σιγουριά της ελπίδας και του Παραδείσου, κατεδαφίζει το αφεντικό και τον δούλο.  Ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να φράξει τ’ αφτιά του να μην ακούει την φοβερή αυτή κραυγή, γιατί τη νιώθει μέσα του.  Λέει αμέσως πιο κάτω: 
 «Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη κραυγή στα σωθικά μου.  Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.  Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα.  Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα.  Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμεις δε δίνουν . . .  Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου.  Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.  Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του.  Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν’ ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα.  Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!» (σσ. 33-4).

Ποιος «Αυτός»;  Είναι η αόρατη ζωτική ορμή που κάνει το σκουλήκι να γίνεται πεταλούδα, που κάνει τον πίθηκο να γίνεται άνθρωπος, που κάνει τον άνθρωπο να γίνεται υπεράνθρωπος!  Με άλλα λόγια, αυτός ο αόρατος εργάτης, που σπρώχνει τη ζωή κι ανηφορίζει ολοένα προς τα πάνω χωρίς τελειωμό, είναι ο καινούργιος Θεός του Καζαντζάκη.  Δεν είναι άσχημος Θεός, αφού δεν έχει αντιπρόσωπους στη γη να τον εμπαίζουν, πιστούς να τον λατρεύουν και θαυματοποιούς να τον ρεζιλεύουν!  Τούτος ο Θεός δεν είναι θρονιασμένος ψηλά «εν τοις ουρανοίς»: βρίσκεται εδώ κάτω, στη φλούδα της γης, και παλεύει με τη λάσπη και τα αίματα, κι ανεβαίνει συνεχώς.  Λέει ο Καζαντζάκης: «Φυτά, ζώα, άνθρωποι, είναι τα σκαλοπάτια που δημιουργάει ο Θεός για να πατήσει και ν’ ανέβει» (σ. 60).

Αλλά το ανέβασμά του δεν είναι ομαλό ούτε αναίμακτο, και τούτο επειδή ο Θεός αυτός, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, «είναι γεμάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο.  Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι’ αρετές κι ιδέες.  Όλα ετούτα τα’ αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει» (σ. 68).  Εδώ μυρίζουμε Δαρβίνο.  Πραγματικά, ο δρόμος της εξέλιξης των ζώων – μαζί και του ανθρώπου –  είναι στρωμένος με παλιά κρανία.  Ο φυσικός νόμος της επιλογής κι επιβίωσης του δυνατού είναι ανήλεος: δεν γνωρίζει τι είναι δίκαιο, τι είναι άδικο, τι είναι αρετή, τι είναι καλή ιδέα.  Γεννάει καινούργια είδη ζώων, κι όπως λέει ο Καζαντζάκης, «τ’ αγαπάει, και τ’ αφανίζει» (ό.π.).

ΠΡΟΔΙΔΕΤΑΙ Ο ΝΟΥΣ

Στο υποκεφάλαιο της Ασκητικής, που φέρει τον τίτλο «Σχέση ανθρώπου και ανθρώπου», η Κραυγή πάλι φωνάζει μέσα από το στήθος του Καζαντζάκη: 
 «Κάψε το σπίτι σου!  Έρχουμαι!  Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.  Κάψε τις ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου!  Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει.  Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες.  Αυτοί αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο – Εμένα!  Έρχουμαι!  Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις ιδέες σου κι ακλούθα μου.  Είμαι ο μέγας Αλήτης.  Ακλούθα!  Περπάτα απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή!  Εμπρός!  Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψέ τα, δε χωρώ!  Συντρίψου και συ για να περάσω!» (σ. 79).

Κι ετούτη είναι φοβερή κραυγή!  Όμως απορώ πώς ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, όπως ο Καζαντζάκης, προδίδει τον νου.  Και ρωτώ: Ποιες ιδέες να κάψω και ποιους συλλογισμούς να συντρίψω;  Και πώς να ποδοπατήσω την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή;  Ποιος είναι αυτός ο «μέγας αλήτης» Θεός που βλέπει την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή σαν είδωλα και θέλει να τα συντρίψει;  Τέλος, πώς θ’ αντιδρούσε ο Καζαντζάκης, αν του ζητούσα να κάψει τις δικές του ιδέες, για να περάσει ο δικός μου Θεός;  Πιθανόν θα μου έλεγε:  «Καίω τις ιδέες μου, αν οι δικές σου είναι ανώτερες!».  Και ποιος θα κρίνει την ανωτερότητα των ιδεών;