Μικρά Έπη μιας ένδοξης Μάχης

Εισβολή μ’ έναν δυναμικό, την ίδια ώρα, όμως, λιτό και αφοπλιστικό τρόπο, επιχειρεί η Στέλλα Τσομπανάκη, στις σχολικές τάξεις και όχι μόνο, με το βιβλίο της «CREEFORCE – The Anzacs and the Battle of Crete».

Το θέμα επίκαιρο και – ευτυχώς – διαχρονικό, έρχεται για πρώτη φορά να πλησιάσει και να ελκύσει το ενδιαφέρον και των παιδιών. Είναι μια εντελώς νέα, δροσερή και άκρως ενδιαφέρουσα προσέγγιση, πρακτική και ιδεαλιστική, συγχρόνως.

Μέχρι τώρα, η ιδέα «να μάθουν και τα παιδιά για τη Μάχη της Κρήτης» περιοριζόταν στην ρητορεία και τα ευχολόγια. Έπρεπε μια 15χρονη από το Υarraville της Μελβούρνης να…  πέσει τυχαία στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο της Σούδας, για να επιχειρήσει χρόνια αργότερα, να κάνει την ευχή πραγματικότητα.
Το ότι η Μάχη της Κρήτης διαβάζεται και από παιδιά σήμερα, έχει το αίτιό του στο ερέθισμα που πήρε η Στέλλα Τζομπανάκη, όταν έφηβη επισκέφτηκε την πατρίδα των γονιών της, την Κρήτη.

Όταν μέσα από ένα μαγευτικό τοπίο βρέθηκε ξαφνικά εκεί που οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες αναπαύονταν.

ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«Ο θείος μου με πήρε μαζί του στο κυνήγι κουνελιών. Έτσι, όπως περνούσαμε κωμοπόλεις και μικρά χωριά, πάνω από μια άγρια και τραχιά βλάστηση, είχα μεθύσει από το θέαμα και τους ήχους που για πρώτη φορά στη ζωή μου, ερχόμουν σ’ επαφή. Ήταν πραγματικά κάτι ασύλληπτο σε κάθε στροφή. Μικρά, κάτασπρα σπιτάκια, ατελείωτοι ελαιώνες, γερόντισσες Κρητικές να δουλεύουν στα χωράφια, οι άντρες με το κομπολόι τους στα καφενεία, αναρίθμητοι λόφοι και βουνά σπαρμένα με πολύχρωμα αγριολούλουδα, να συνοδεύονται από τον ήχο που σκορπούσαν τα κουδούνια από τις κατσίκες και το τραγούδι των τζιτζίκων. Ήταν ένας κόσμος καινούργιος για μένα, εντελώς διαφορετικός από εκείνον που ήξερα με τα ξύλινα σπιτάκια τους ίσιους και μαύρους δρόμους, τα λίγα δέντρα στη γειτονιά, κυρίως ευκάλυπτοι και τους ήχους από τις σειρήνες του εργοστασίου και τα κλάξον των αυτοκινήτων».

Μέσα σ’ αυτόν το μαγευτικό κόσμο, η Στέλλα θα αντικρύσει το Στρατιωτικό Νεκροταφείο Σούδας, που θα είναι το ερέθισμα που θα την οδηγήσει στο ξετύλιγμα της Μάχης της Κρήτης, στο ρόλο των Anzacs, στις μάχες που εξελίχθηκαν σε μικρά έπη στην λεβεντομάνα Κρήτη.
Οι εικόνες της ζωηρές, ζωντανές, εύγλωττες: «Μέσα στο μικρό χωριό του Γαλατά, βόρεια της Σούδας, η εκκλησία ήταν γεμάτη από τραυματισμένους Νεοζηλανδούς. Το χωριό ασφυκτιούσε, γεμάτο από Γερμανούς στρατιώτες.

Ισχυροί πολυβολισμοί των Γερμανών ανάγκασαν τους άντρες του συνταγματάρχη Howard Kippenberger, της 10ης ταξιαρχίας των Νεοζηλανδών να μετατοπιστούν προς τα πίσω. Η περιοχή ήταν στρατηγικής σημασίας γιατί ήταν μέρος μιας σειράς λόφων που χώριζαν την κοιλάδα από τη θάλασσα και είχε θέα στην πεδιάδα Prison Valley κοντά στα Χανιά, καθώς επίσης και στο λιμάνι της Σούδας».

Και λίγο πιο κάτω: «Στις 22 του Μάη, 7 το πρωί, η Μεραρχία Petrol Company των Νεοζηλανδών, αποτελούμενη κυρίως από οδηγούς φορτηγών και τεχνικούς, γύρισαν πίσω σφοδρότεροι. Μαζί με μερικούς Κρήτες που είχαν μαχαίρια και ξιφολόγχες στα παμπάλαια τουφέκια τους, όρμησαν μέσα στο χωριό. Οι κραυγές και τα ουρλιάσματα των Νεοζηλανδών και των Κρητών, έτρεψαν τους Γερμανούς σε φυγή. Τους κυνηγούσαν μέσα από τα λιόδεντρα, πίσω από τοίχους και πάνω σε σκεπές σπιτιών. Όσοι πλησίαζαν σκοτώνονταν από μαχαίρι ή ξιφολόγχη. Τα πολυβόλα τους και γενικά τα πυρομαχικά τους έπεφταν στα χέρια των Νεοζηλανδών και Κρητών. Ο Γαλατάς είχε μετατραπεί σ’ ένα αιματηρό πεδίο μάχης».

Η ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Η γλώσσα είναι απλή, οι εικόνες ζωηρές, η λιτότητα της αφήγησης συναρπαστική: «Στόχος μου ήταν να αποδώσω την ουσία των γεγονότων και την ψυχολογία των ανθρώπων μ’ έναν τρόπο κατανοητό και από το παιδί των δέκα χρόνων».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο στόχος της επιτεύχθηκε. Το κυριότερο, ότι η ιστορία είναι εκεί παρούσα. Με λεπτομέρειες που συναρπάζουν, χωρίς να κουράζουν. Με ακριβή στοιχεία, από έγκυρες πηγές, αλλά και προφορικές μαρτυρίες που συνέλεξε η ίδια στα εφτά ταξίδια της στην Κρήτη.
«Μέχρι το βράδυ της έκτης μέρας, 25η του Μάη, ο Γαλατάς ήταν στα χέρια των Γερμανών. Οι Νεοζηλανδοί είχαν αποτραβηχτεί από το χωριό, το οποίο από ένα πανέμορφο μέρος είχε μετατραπεί σ’ έναν πελώριο σωρό ζεστής σκόνης.

Πήγαιναν να συναντήσουν τους Μαορί στο 42ο δρόμο, ανάμεσα στο λιμάνι της Σούδας και τα Χανιά».
Σύντομη, αλλά περιεκτική και η περιγραφή της μάχης του Ρεθύμνου στα Περιβόλια.

«Γερμανικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και το 2ο Σύνταγμα Fallschirmjager, επιχείρησαν, το απόγευμα της 20ης Μαΐου να καταλάβουν το αεροδρόμιο Ρεθύμνου. Οχτακόσιοι Κρήτες αστυνομικοί με τη βοήθεια Κρητών που έτρεξαν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ακόμη τσεκούρια και τσάπες για να βοηθήσουν, ανάγκασαν τους Γερμανούς να υποχωρήσουν στο παραλιακό χωριουδάκι Περιβόλια. Μέχρι το άλλο πρωί οι Γερμανοί είχαν οχυρωθεί πίσω από πέτρινους τοίχους και κτίρια, μέσα σ’ όλο το χωριό, ακόμη και στην εκκλησία Άγιος Γεώργιος. Για τις επόμενες εφτά μέρες, οι Αυστραλοί και Έλληνες στρατιώτες, προσπάθησαν να αναγκάσουν τους Γερμανούς στρατιώτες να εγκαταλείψουν τα Περιβόλια, με το 2/11 Αυστραλιανό Τάγμα, μάλιστα, να επιχειρεί συνεχείς ισχυρές επιθέσεις. Εκατό  περίπου στρατιώτες, κυρίως από τη Δυτ. Αυστραλία, οχυρώθηκαν μέσα σε σπίτια γύρω από το ναό του Αγίου Γεωργίου, τον οποίο ‘γάζωσαν’ με πολυβολισμούς και τρύπησαν το καμπαναριό από όπου οι Γερμανοί πυροβολητές είχαν καθαρό οπτικό πεδίο. Οι Γερμανοί απάντησαν με κανονιοβολισμούς και πολυβολισμούς. Οι Έλληνες προχώρησαν τη νύχτα μέσα στα Περιβόλια, συνέλαβαν μερικούς Γερμανούς και μετά οπισθοχώρησαν. Οι Αυστραλοί είχαν μείνει τώρα μόνοι στην προσπάθειά τους να τρέψουν τους Γερμανούς σε φυγή. Την 23η Μαΐου, 50 γερμανικά αεροπλάνα έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν σφοδρή επίθεση κατά των Αυστραλών που διήρκεσε εφτά συνεχείς ώρες. Πυρπόλησαν σπίτια, σπαρτά και τα οχυρά των Αυστραλών, αναγκάζοντάς τους ‘να βγουν έξω και να πετάξουν τις βόμβες’.

 

Σ’ αυτό το στάδιο, τα πυρομαχικά είχαν σχεδόν εξαντληθεί και οι Αυστραλοί προσπαθούσαν να αμυνθούν με τα λίγα μικρά όπλα που είχαν πάρει από τους Γερμανούς».
Η κατάληξη του άνισου αγώνα δίνεται ξανά λιτά και παραστατικά.

«Στις 24 του Μάη, 4.30 το πρωί, το Τάγμα 2/11 του λοχαγού H. Scott έριξε δύο πράσινες φωτοβολίδες στον αέρα για να σηματοδοτήσει την υποχώρηση του τάγματος. Όπως γινόταν, όμως, αυτό και το τάγμα ήταν έτοιμο να υποχωρήσει, ο δεκανέας Tom Willoughby, από την 14η Διμοιρία, ένας αρτοπώλης από τη Δυτ. Αυστραλία, οδήγησε τους οχτώ άντρες του μπροστά, μέσα στα Περιβόλια μ’ ένα όπλο Bren στο χέρι. Πήδησαν από ένα χαράκωμα, σύρθηκαν με την κοιλιά κατά μήκος ενός τοίχου σε απόσταση 20 μέτρων από τη γραμμή των Γερμανών.

Ο δεκανέας Willoughby δέχτηκε μια σφαίρα από τους Γερμανούς και έπεσε νεκρός. Από τους εννέα άντρες σώθηκε μόνον ένας, ο στρατιώτης W. F. Proud, ανθρακωρύχος από το Kalgoorlie. Το όπλο του λοχαγού, περνούσε από τον έναν στρατιώτη στον άλλον, έτσι όπως έπεφταν νεκροί. Ο τελευταίος το πήρε στην αγκαλιά του έτσι όπως γονάτισε, θέλοντας να το προστατεύσει ακόμη και στο θάνατο».

Η Στέλλα Τζομπανάκη, δίνει με φοβερή παραστατικότητα, όλες τις μάχες που έδωσαν οι Anzacs, οι Έλληνες στρατιώτες και ο άμαχος πληθυσμός της Κρήτης, χωματίζοντας ζωηρά τον ηρωισμό των στρατιωτικών αλλά και των απλών ανθρώπων, την ανιδιοτέλεια του άμαχου πληθυσμού, την περηφάνια και την μεγαλοψυχία του.
Όλες της οι περιγραφές οδηγούν και τον πιο αδαή αναγνώστη, στο συμπέρασμα ότι η Μάχη της Κρήτης δεν είναι απλά μία μάχη αλλά μια σειρά από μικρά ηρωικά έπη.
Με το έργο της δίνει τη δυνατότητα τα έπη αυτά να γίνουν γνωστά και στο ευρύτερο Αυστραλιανό κοινό και να πάρουν τη θέση που τους αξίζει στη Αυστραλιανή ιστορία.