Γη επαγγελίας η Αυστραλία; Θα αστειεύεστε. Ξέρετε πολλούς επίγειους παραδείσους, που οι εργαζόμενοι αμείβονται 540 δολάρια την εβδομάδα;
Χώρες σαν την πλούσια Αυστραλία, που αμείβουν τον ανειδίκευτο εργάτη με 14 δολάρια την ώρα είναι κολάσεις, στις οποίες οι χαμηλόμισθοι βράζουν στο μεγάλο καζάνι της φτώχειας και της μιζέριας.

Το διανοείστε; Στην Αυστραλία του εικοστού πρώτου αιώνα, που το κόστος ζωής έχει φθάσει στα ύψη, 1,4 εκατομμύρια εργαζόμενοι πληρώνονται 540 δολάρια για 40 ώρες σκληρής δουλειάς.

Ναι, 540 ψωροδολάρια, που δεν φθάνουν ούτε για τα αναγκαία.

Τι εξασφαλίζουν 540 δολάρια σε μία τετραμελή οικογένεια; Μία φρατζόλα ψωμί, ένα μπουκάλι γάλα, ένα κιλό πατάτες και ένα κιλό κρέας την ημέρα. Τίποτα περισσότερο. Αν, δε, η οικογένεια πληρώνει ενοίκιο, εξοφλεί σπίτι, ή έχει δανειστεί για να καλύψει διάφορες ανάγκες της, το κρέας είναι ασύμφορη πολυτέλεια.
 Δικαιολογημένοι οι πανηγυρισμοί 1,4 εκατομμυρίων χαμηλόμισθων για τη μισθολογική αύξηση 26 δολαρίων, την εβδομάδα, που θα πάρουν από την 1η Ιουλίου. Χίλια τριακόσια δολάρια έξτρα το χρόνο είναι το κρέας της οικογένειας. Ή βουλώνουν κάποια από τις οικονομικές τρύπες μίας χαμηλόμισθης οικογένειας.
Μετά από δύο χρόνια μισθολογικής στασιμότητας, που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση, το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αγοραστική αξία των μισθών των χαμηλόμισθων εργαζομένων μειώθηκε σημαντικά, διότι ενώ οι μισθοί έμεναν στάσιμοι οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών και των υπηρεσιών ανέβαιναν σταθερά.

Αποζημίωση, λοιπόν, αναδρομικά τους χαμηλόμισθους δίνοντάς τους %26 αύξηση την εβδομάδα. Η ευρωστία της οικονομίας δικαιολογεί μεγαλύτερη αύξηση του βασικού μισθού των ανειδίκευτων εργαζομένων, αλλά τα θεσμικά όργανα του κράτους χορηγούν αυξήσεις που δεν ενισχύσουν, συν τοις άλλοις, τις πληθωριστικές τάσεις της οικονομίας.

Τα θεσμικά όργανα, αρμόδια για τον καθορισμό των μισθών των εργαζομένων του κράτους, πιέζονται από τις κυβερνήσεις να χορηγούν αυξήσεις, που προστατεύουν τη νομισματική πολιτική της χώρας, που καθηλώνουν τον πληθωρισμό στα όρια ασφαλείας που καθορίζει η Αποθεματική Τράπεζα της χώρας και δεν επιβάλλουν αυξήσεις των τόκων, για τη συγκράτηση του πληθωρισμού στα όρια ασφαλείας.

Τα θεσμικά όργανα πιέζονται ασφυκτικά και από την εργοδοσία, να χορηγούν αυξήσεις που δεν απειλούν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Εν προκειμένω, οι εργοδότες πρότειναν αύξηση 12 δολαρίων την εβδομάδα αντί 27 δολαρίων που διεκδικούσε η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Αυστραλίας, για να μην πληγούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις – η σπονδυλική στήλη της εθνικής οικονομίας.

Οι ενώσεις των επιχειρηματιών υποστηρίζουν, μονίμως, ότι το κριτήριο καθορισμού των μισθολογικών αυξήσεων δεν πρέπει να είναι η αγοραστική αξία του βασικού μισθού, αλλά η προστασία των κερδών των επιχειρήσεων, μικρών μεσαίων και μεγάλων.
Σε περιόδους κάμψης της οικονομίας είναι αναγκαία η προστασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διότι απασχολούν ανθρώπους σε αντίθεση με τις μεγάλες, αυτοματισμένες βιομηχανίες που έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους με μηχανές.

Η επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όμως, δεν πρέπει να συνδέεται ή να εξαρτάται από την οικονομική εξαθλίωση των εργαζομένων. Η προειδοποίηση, ότι η διεκδίκηση μισθολογικής αύξησης από ένα εργάτη στέλνει έναν άλλο στην ανεργία, είναι δόλια και δεν αντανακλά την πραγματικότητα.
Καθώς το Διαιτητικό Δικαστήριο ανακοίνωνε τη χορήγηση της αύξησης η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία γνωστοποιούσε, ότι το Μάρτιο το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αυξήθηκε κατά 0,5%, αύξηση που ανεβάζει τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας σε 2,7% με προοπτικές ανόδου πάνω από το 3% εάν επαληθευτούν οι προβλέψεις του κοινοπολιτειακού θησαυροφυλακίου για το νέο οικονομικό έτος.

Η ίδια υπηρεσία ανακοίνωσε, ότι τον Απρίλιο το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών (ισοζύγιο εισαγωγών, εξαγωγών) παρουσίασε πλεόνασμα 134 εκατομμυρίων δολαρίων αντί ελλείμματος δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, που ανέμεναν η κυβέρνηση και η αγορά. Με απλά λόγια, από τα μέσα Μαρτίου μέχρι το τέλος Απριλίου η αυστραλιανή οικονομία μετέτρεψε παθητικό δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων σε πλεόνασμα 134 εκατομμυρίων δολαρίων. Κατά τους υπολογισμούς της Στατιστικής Υπηρεσίας το πλεονασματικό ισοζύγιο οφείλεται σε 11% αύξηση των εξαγωγών και μηδενική αύξηση των εισαγωγών.

Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση κατά 32% της αξίας του εξαχθέντος ορυκτού σιδήρου και κατά 35% του εξαχθέντος γαιάνθρακα. Σύμφωνα, δε, με έγκριτους οικονομικούς αναλυτές ο όγκος και η αξία των εξαγόμενων ορυκτών θα αυξηθούν στο άμεσο μέλλον καθώς «διάφορες μεταλλευτικές εταιρίες της Αυστραλίας ολοκληρώνουν συμφωνίες με διεθνή καρτέλ, με αναβαθμισμένες τιμές».

 Η αύξηση της τιμής των εξαγόμενων ορυκτών εγγυάται αυξημένα κέρδη των εταιρειών μεταλλευμάτων, που δικαιολογεί την απόφαση της κυβέρνησης Ραντ να φορολογεί τα υψηλά κέρδη τους. «Να ανακατανέμει δικαιότερα», όπως επιμένει ο πρωθυπουργός, τον μη ανανεώσιμο πλούτο που εκμεταλλεύονται οι μεταλλευτικές εταιρίες.

 Οι αριθμοί δείχνουν, ότι η οικονομία αντέχει λογικές μισθολογικές αυξήσεις, που δεν απειλούν την αναπτυξιακή πορεία της, την αγορά εργασίας, τη νομισματική πολιτική της χώρας και τα κέρδη των επιχειρήσεων.

Κατά το ελληνικό γνωμικό, «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει», πεινασμένος εργάτης δεν αποδίδει. Συμφέρει, κατά συνέπεια, την εργοδοσία να ικανοποιεί βασικές ανάγκες των εργαζομένων για να απολαμβάνει τους καρπούς της παραγωγικότητάς τους.