Ήταν ένα παλιό τραγουδάκι, το θυμάστε σίγουρα, που έλεγε «όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, τότε θα κλάψεις με μαύρο κλάμα…. κ.λπ., κ.λπ.»
Για μας και εννοώ τους μιας κάποιας ηλικίας, μιας κάποιας εποχής, το γράμμα, είχε και έχει διαφορετική σημασία, άλλη αξία.
Έχουμε φυλάξει και θα τα φυλάμε, σαν τα μάτια μας, γράμματα αγαπημένων προσώπων, γράμματα μιας ή δύο μικρών σελίδων που κρύβουν πολλές φορές μια ολόκληρη ιστορία.

Γράμματα και φωτογραφίες φυλαγμένα σε κάποιο κουτί, που έχουμε καιρό να το ανοίξουμε και που δεν είναι σίγουρο το πότε θα βρούμε λίγο χρόνο, ήρεμοι, να ξαναδιαβάσουμε, να δούμε και να «ξαναζήσουμε» αυτά που ξεθωριάζουν αλλά δεν σβήνουν.

Το μόνο που θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι, πως αν δεν προλάβουμε να τα θάψουμε στη ρίζα ενός δέντρου με την ελπίδα ότι θα έλθουν κοντά μας όταν «φύγουμε», τα παιδιά μας ή όποιος τα βρει, θα τα ξαποστείλει, μουρμουρίζοντας: «ο γέρος μάζευε ότι του έστελναν και δεν μας είπε αν τα ήθελε να του τα βάλουμε μαζί του στην τελευταία του, που λένε, κατοικία».

Το γράμμα δεν ήταν με το χέρι της μάνας σου γραμμένο, δεν πρόλαβε η άμοιρη να μάθει γραφή και ανάγνωση. Έγραφε με την ψυχή της και αυτός που της έγραφε το γράμμα χρησιμοποιούσε για μελάνι τα δάκρια της.

 «Αγαπημένο μου κορίτσι, Η Σοφία η μεγάλη κόρη της κυρά Ασημίνας μου γράφει τούτες τις αράδες, να είναι καλά. Κόρη μου να προσέχεις. Εκεί στη ξενιτιά τον κόσμο δεν τον ξέρεις. Να προσέχεις τι λες και να ζυγίζεις τι σου λένε. Απ’ την ημέρα που έφυγες του πατέρα σου το χείλι δεν έχει γελάσει. Τον περασμένο μήνα κατέβηκε στον Πειραιά με τον αδελφό σου και κάθισε όλη τη μέρα στο λιμάνι αγναντεύοντας τα καράβια μη τύχει και σε δει να ξεμυτίζεις. Λάβαμε και τα λεφτά, να είσαι καλά, Ξοφλήσαμε τον μπακάλη και μας δίνει και ότι ζητήσουμε τώρα που ξέρει πως έχουμε την κόρη μας στην Αυστραλία…»

Χιλιάδες τέτοια ή παρόμοια γράμματα υπάρχουν φυλαγμένα στο συρτάρι, στο σεντούκι, στο κουτί.
«Αγαπημένε μου, ετοιμάζομαι και τη στιγμή που θα μου πεις, θα πετάξω κοντά σου. Μαζεύω δεκάρα-δεκάρα να συγκεντρώσω για τα εισιτήρια μου. Μη σκας. Εσύ πήγες στη ξενιτιά να δουλέψεις και να στείλεις να παντρέψεις τα κορίτσια, τις αδελφές σου. Εγώ με τη βοήθεια του Θεού, θα έλθω κοντά σου και θα σε βοηθήσω να γλιτώσεις μια ώρα αρχύτερα. Θα παντρευτούμε μόλις παντρέψεις και την τελευταία…»

Κι εσύ φυλαγμένο το έχεις. Σχεδόν έχεις ξεχάσει που το έχεις καταχωνιάσει. Φοβάσαι ακόμη και τώρα να το δείξεις. Καμαρώνεις κρυφά γιατί αγαπήθηκες δυνατά και ντρέπεσαι γιατί πρόδωσες.
Πόσα γράμματα στοιβαγμένα σε κάποιο κουτί, κλειδωμένα σε κάποιο συρτάρι, φυλαγμένα σε κάποιο σεντούκι.
Δεν γίνεται, δεν έχει γίνει δεν έχουμε τα κουράγια να τα βγάλουμε, να τα ξεθάψουμε και να τα δώσουμε σε κάποιον να τα κάνει βιβλίο.
Γράμματα ερωτικά και εκείνα που μίλαγαν για θάνατο.

«Ο πατέρας πέθανε με τ’ όνομά σου στα χείλη του…»
«Η μάνα έλεγε πως δεν θα βγει η ψυχή της αν δεν σε σφίξει στην αγκαλιά της. Το βλέμμα της στο άνοιγμα της πόρτας να δει τη σκιά σου. Δεν της είχε μείνει δύναμη κι’ άνοιγε τα χείλη της μόνο για τ’ όνομά σου και μια σταλαματιά νερό. Κάποια στιγμή κάτι ψέλλισε και εμείς πιστέψαμε πως ζήταγε νερό. Πλησιάσαμε κοντά ν’ ακούσουμε με φωνή σβησμένη να βγαίνει η ψυχή της, δίνοντάς σου την ευχή της…»
Να τα κάνει κάποιος βιβλίο, ποιήματα και αληθινές ιστορίες. Να τα δώσουμε σε κάποιο Σύλλογο, σε κάποιο δικό μας οργανισμό, σε κάποιο Μουσείο να τα βρουν κάποιοι που θέλουν να συναντήσουν και να γνωρίσουν τον… πόνο, την πίκρα, την αγωνία, τα κατά συνθήκη ψεύδη και την αγάπη.
«Μάνα είμαι καλά. Σύντομα θα σου στείλω χρήματα για να μπορέσεις να τα φέρεις βόλτα. Πριν δύο ημέρες βρήκα πολύ καλή δουλειά και θα κερδίζω αρκετά…»
Δεν πρόλαβε να μάθει την αλήθεια. Πέθανε χαμογελαστή, πιστεύοντας και ελπίζοντας. Πέθανε με το όνομά σου στα χείλη της και με την ρητή εντολή προς την ευχή της, να περάσει ωκεανούς και να έλθει να σε βρει να σε βοηθήσει.

Να τα μαζέψουμε, να τα συγκεντρώσουμε σε κατηγορίες, να τα δώσουμε, όπως προανέφερα, σε κάποιο ίδρυμα, σύλλογο, τον Πολιτιστικό, ή των Λογοτεχνών, να γίνουν βιβλία. Τόμοι ιστοριών πόνου, αγάπης, νοσταλγίας, ελπίδας. Τόμοι θλίψης, απογοήτευσης και δακρύων. Χωρίς όνομα συγγραφέων.
Ελάτε να προλάβουμε. Να σώσουμε ότι μας απόμεινε από της νιότης μας την αστραπή.
Σαν αστραπή πέρασαν τα λόγια της μάνας, της αδελφής, της αγαπημένης. Λάμπουν ακόμη τα λόγια τους στο ξεθωριασμένο χαρτί και μένουν ανεξίτηλα στο νου και την ψυχή.

Συγγραφείς μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που ήξεραν να πονούν, ν’ αγαπούν, να χαίρονται, να λυπούνται, να κερδίζουν και να χάνουν.
– Τι τα έκανες εκείνα τα γράμματα που είχε φυλαγμένα η μάνα μας, τυλιγμένα σ’ ένα άσπρο κεντημένο πανί, δεμένα με μια θαλασσιά κορδέλα; 
– Τα έκαψα. Προσπάθησα να τα διαβάσω και δεν καταλάβαινα τίποτα.
– Πότε πέθανε η μάνα, θυμάσαι;
– Ένα μήνα μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
– Του Τόκιο ή της Αθήνας;