Μετά την υποχώρηση της αυστραλιανής κυβέρνησης στη φορολόγηση των υπερκερδών των μεγάλων μεταλλευτικών εταιρειών, οι τελευταίες βλέπουν τον δρόμο της επέκτασης και της ενοποίησής τους να ανοίγει διάπλατα.

Ακόμη και το ενδεχόμενο συγχώνευσης των μεγαλυτέρων από αυτές, δηλαδή των ΒΗΡ Βilliton και Rio Τinto, επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη. Ο επικεφαλής σιδηρομεταλλευμάτων της Rio Τinto, Σαμ Γουόλς, είπε ότι θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τις ρυθμιστικές αρχές διαφόρων χωρών «για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες προσέγγισης με την ανταγωνίστρια ΒΗΡ Βilliton».

 Η φορολογία, την οποία είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση των Εργατικών και κατέληξε (έπειτα από τρεις μήνες διαβουλεύσεων και αφού χρειάστηκε να αλλάξει ακόμη και ο πρωθυπουργός) σε μια πρώτη συμφωνία της νέας πρωθυπουργού, Τζούλια Γκίλαρντ, με τις πολυεθνικές του κλάδου, υιοθετεί μεν έναν νέο φόρο επί των κερδών τους, αλλά όχι τόσο «αιματηρό».

Όπως εξήγησε ο ειδικός της Deloitte, Γκόρντον Θρινγκ, ο νέος νόμος για τη φορολόγηση των ορυχείων παραμερίζει τις αβεβαιότητες σε σχέση με τις επενδύσεις στον ορυκτό πλούτο και επιτρέπει να αρχίσει πάλι η διαδικασία συγχωνεύσεων και εξαγορών στον κλάδο: «Εξαγορές και συγχωνεύσεις πρέπει να είναι τώρα ακόμη πιο βιώσιμες, καθώς με την τελευταία κίνηση η κυβέρνηση αφαιρεί κάθε ανησυχία για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των επενδύσεων». Πράγματι, φαίνεται ότι μια σειρά επενδύσεις είχαν ανασταλεί εξαιτίας της αβεβαιότητας που άφηνε η εξαγγελία φορολόγησης σε επίπεδα 40% των κερδών των μεγάλων του κλάδου.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Γκίλαρντ έφτασε σε συμφωνία, την οποία επικρότησαν οι τρεις μεγαλύτερες, ΒΗΡ Βilliton, Rio Τinto και Χstrata.

Βέβαια, η Rio δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι η Αυστραλία έχει ένα από τα σκληρότερα φορολογικά καθεστώτα στον κόσμο και ότι ο νέος φόρος χρειάζεται μεγαλύτερη εξέταση. Ωστόσο, ήταν αρκετός ο συμβιβασμός για να επαναφέρει τα αναπτυξιακά της σχέδια. «Ξεκινάμε τη μελέτη για την επέκταση του ορυχείου Ρilbara» στη Δυτική Αυστραλία, είπε ο κ. Γουόλς στους δημοσιογράφους, για μια επένδυση που μπορεί να φθάσει στα 10 δισ. δολάρια.

 Η Rio έχει θέσει στόχο να αυξήσει την παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος στα 330 εκατ. τόνους ως το 2015 από 230 εκατ. τόνους που είναι σήμερα. Αλλά και οι άλλες μεγάλες εταιρείες κινητοποιούνται. Η βρετανονοτιοαφρικανική Αnglo-Αmerican πουλάει ορυχεία άνθρακα που κατέχει στην Αυστραλία σε μια κοινοπραξία των νοτιοκορεατικών Κorea Εlectric Ρower και Ρosco με την αυστραλιανή Cockatoo Coal για 500 εκατ. δολάρια. Η ταϊλανδική Βanpu θέλει να αυξήσει τη συμμετοχή της στο κεφάλαιο της αυστραλιανής Centennial Coal σε ύψος έως και 80% αντί 1,7 δισ. δολαρίων. Στην πραγματικότητα ο κλάδος των ορυχείων ωθείται από τη μεγάλη «πείνα» της Ινδίας και κυρίως της Κίνας για πρώτες ύλες. Αρκετοί, άλλωστε, οικονομολόγοι θεωρούν ότι το σχέδιο φορολόγησης των μεγάλων εταιρειών, που θα άρχιζε να εφαρμόζεται από το 2012, δεν δικαιολογούσε οποιαδήποτε ανησυχία τώρα. «Το να μιλάμε για εκτιμήσεις επί των εσόδων σε δύο χρόνια είναι πολύ μακρινό και πολλά μπορεί να αλλάξουν ως τότε», είπε ο Κρέιγκ Τζέιμς, οικονομολόγος της CommSec.

«Στο στόχαστρο τώρα είναι η Ασία και οι αναδυόμενες χώρες, όχι τόσο οι αναπτυγμένες. Η Κίνα και η Ινδία βρίσκονται ακόμη στην παιδική ηλικία».
Παρά τις συνθήκες αυτές, το σχέδιο φορολόγησης των υπερκερδών από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου κατέληξε σε νίκη των εταιρειών.

Διότι μπορεί να υιοθετήθηκε ένας νέος φόρος, αλλά τα επίπεδα και οι προϋποθέσεις του μοιάζουν πλέον σχεδόν ανούσια. Όχι μόνο ο συντελεστής μειώθηκε από 40% σε 30%, αλλά και το επίπεδο εφαρμογής συρρικνώθηκε (μόνο σε σιδηρομετάλλευμα και άνθρακα, όχι στα άλλα ορυκτά), εξαιρώντας την αξία των υποδομών από τον συνυπολογισμό και υιοθετώντας έναν τρόπο υπολογισμού (σε «αγοραία» και όχι σε «λογιστική αξία» ) που μειώνει εξαιρετικά την τελική απόδοση του φόρου. Κατά την κυβέρνηση αυτή η μείωση της απόδοσης θα είναι μόνο 13% ή 1,3 δισ. δολάρια, αλλά η αντιπολίτευση την υπολογίζει τουλάχιστον τριπλάσια.

 Πάντως, οι πιέσεις προς την κυβέρνηση πολλαπλασιάζονται για την ολοκληρωτική απόσυρση του φόρου, αν και έχει ήδη κατατεθεί συμβιβαστική πρόταση. Πολλοί εκτιμούν ότι κάθε υποχώρηση θα άλλαζε σημαντικά την προοπτική των εσόδων της στα προσεχή χρόνια, καθυστερώντας τη σχεδιασμένη επιστροφή σε πλεονασματικό προϋπολογισμό στο δημοσιονομικό έτος που αρχίζει την 1η Ιουλίου του 2012.
 Αυτή την εβδομάδα, ωστόσο, η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας διατήρησε αμετάβλητο στο 4,5% το βασικό επιτόκιο και περιέγραψε θετικά την προοπτική της οικονομίας.

Ο τελικός συμβιβασμός για τον νέο φόρο μίσθωσης ορυκτών πόρων, όπως κατατέθηκε από την κυβέρνηση, μεταφράζεται σε μείωση της τάξης των 1,5 δισ. δολαρίων Αυστραλίας στα αρχικά προβλεπόμενα κρατικά έσοδα των 12 δισ. δολαρίων Αυστραλίας. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε εμπόδια την πορεία της κυβέρνησης για την επίτευξη του στόχου του πλεονασματικού προϋπολογισμού.

Βάσει της συμφωνίας που συνάφθηκε με στελέχη των μεταλλευτικών, η πρωθυπουργός, Τζούλια Γκίλαρντ, εγκατέλειψε τα σχέδια επιβολής φόρου στα υπερκέρδη των μεταλλευτικών, επιλέγοντας αντιθέτως έναν μικρότερο φόρο για τις εταιρίες εξόρυξης.

Οι τιμές των αυστραλιανών ομολόγων σημείωσαν μικρές μεταβολές μετά την ανακοίνωση του φόρου, καθώς οι ρευστοποιήσεις εξαιτίας της είδησης ήταν ελεγχόμενες. Στον ετήσιο προϋπολογισμό του Μαΐου η κυβέρνηση των Εργατικών προέβλεψε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του έτους 2011 θα διαμορφωθεί στα 40,8 δισ. δολάρια Αυστραλίας, ενώ το καθαρό χρέος προβλέπεται να κορυφωθεί στο 6,1% του Aκαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος το 2011-12.

Το καθαρό χρέος της Αυστραλίας θα ανέλθει στο 82,4% του ΑΕΠ το 2011, σύμφωνα με το Yπουργείο Οικονομικών. Οι ξένοι επενδυτές, οι οποίοι κατέχουν πάνω από το 63% του χρέους της Αυστραλίας και αγοράζουν ομόλογα μεγαλύτερης διάρκεια θα παρακολουθούν συστηματικά κάθε αλλαγή στην πολιτική της κυβέρνησης.
Προς το παρόν οι οικονομικές υπηρεσίες της κυβέρνησης και η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας διατηρούν θετικές προβλέψεις για την οικονομία της χώρας.