Τη Νίκη Δόλλη τη θεωρούμε το «δικό μας άνθρωπο» στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, μιας και το έχει ζήσει από τα πρώτα του βήματα, όταν ακόμη ήταν στο σχεδιασμό και έχει συμμετάσχει ενεργά στην ίδρυση και σύστασή του.

Το αναγνωστικό μας κοινό έχει ξανασυστηθεί μαζί της, όταν μέσα από τις σελίδες του «Νέου Κόσμου» μας μιλούσε τότε ως μέλος του οργανισμού εποπτείας για την υλοποίηση του μεγαλόπνοου αυτού σχεδίου.

Από το Σεπτέμβρη του 2000 εργάζεται στον οργανισμό και, όπως αναφέρει η ίδια, αρχικά είχε την ευθύνη για τα ξένα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας με ξένους φορείς.

Ακόμη, συμμετείχε στην υποστήριξη του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού που επέλεξε το σχέδιο βάσει του οποίου το σημερινό μουσείο είναι κατασκευασμένο. Τα προηγούμενα δέκα χρόνια συντόνιζε πολλά θέματα, όπως επικοινωνία με τον αρχιτέκτονα σε κατασκευαστικά θέματα. Σήμερα διευθύνει το γραφείο του προέδρου του μουσείου, κ. Δημητρίου Παντερμαλή, και ασχολείται, κυρίως, με θέματα πολιτικής και πρακτικής στη λειτουργία του μουσείου.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Οι εμπειρίες και οι γνώσεις της, σε συνδυασμό με το πάθος και τον αστείρευτο ενθουσιασμό της, διοχετεύτηκαν σε ένα υπέροχο βιβλίο για παιδιά, με τίτλο «Χτίζοντας το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης»!
Την ιστορία υλοποίησης ενός ονείρου, που έγινε πραγματικότητα, συνεπαίρνοντας μικρούς και μεγάλους – ελληνικής και μη καταγωγής – στα πέρατα της γης, αφηγείται το βιβλίο, με τίτλο «Χτίζοντας το Νέο Μουσείο Ακρόπολης», σε κείμενα Νίκης Δόλλη και εικονογράφηση της αξιόλογης σχεδιάστριας και εικονογράφου, Έλενας Ζουρνατζή.

Στο τι ήταν αυτό που, τελικά, την παρακίνησε να γράψει το βιβλίο δηλώνει ότι καθ’ όλη την περίοδο που το Μουσείο Ακρόπολης κατασκευαζόταν, δεχόντουσαν πολλές επισκέψεις από δημοσιογράφους και άλλα πρόσωπα που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατασκευή του μουσείου. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα τα ξεναγούσε η ίδια και έτσι απέκτησε, μαζί με τις άλλες αρμοδιότητές της, και καλή γνώση για το κτίριο και τις αντιδράσεις του κόσμου που το έβλεπε.

«Έτσι, θεώρησα», αναφέρει, «ότι αυτή η περιγραφή-ξενάγηση ήταν ιδανική για να γραφτεί για παιδιά. Θα ήθελα πολύ τα παιδιά της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού, να νιώθουν ότι το μουσείο είναι κάτι οικείο και ότι τους ανήκει. Έτσι, με το να παρουσιάσω, όπως νομίζω, στα μέτρα τους ένα γιγάντιο και σημαντικό έργο, ελπίζω να φέρνει το μουσείο πιο κοντά σε αυτούς και να τους έλκει να αναπτύξουν μια σχέση με το μουσείο».

«Ομολογώ, όμως», καταλήγει, «ότι θεωρώ το κείμενο του βιβλίου μια καλή και ευχάριστη ανάγνωση και για ενηλίκους».
Το βιβλίο, «ένα βιβλίο για την ελπίδα, την προσδοκία…  αλλά και όλη τη σκληρή δουλειά για το χτίσιμο και την ετοιμασία του νέου μουσείου της Ακρόπολης», όπως επισημαίνει στην εισαγωγή του βιβλίου της, κυκλοφορεί από τη σειρά Παιδική Βιβλιοθήκη, του εκδοτικού οίκου Α. Α. Λιβάνη.

Μέσα από τις 60 σελίδες του βιβλίου, η Νίκη Δόλλη εξοικειώνει τους μικρούς – και όχι μόνο – αναγνώστες, πρώτα απ΄ όλα με την έννοια «μουσείο», που μόνο βαρετό δεν μπορεί να είναι, πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για ένα «παράθυρο», ανοιχτό στον κόσμο της Αρχαίας Ελλάδας, όπως το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Οι εικόνες – ψηφιακά επεξεργασμένες – τα γραφικά, τα σκίτσα, με τα έντονα χρώματα, αλλά και τα κείμενα, που αφηγούνται την ιστορία του μνημείου (που ξεκινάει 2.500 χρόνια πριν), έως το τελικό στάδιο της κατασκευής του νέου μουσείου, προσκαλούν σε μία εμπειρία συναρπαστική: να «περπατάς… πάνω στην ιστορία!», όπως χαρακτηριστικά γράφει η Νίκη Δόλλη.

Και για να φτάσει το μήνυμα παντού, το βιβλίο γράφτηκε και στα αγγλικά («Building the New Acropolis Museum»).

«Όταν μπαίνω στο μουσείο, νιώθω, πιστεύω, όπως και οι επισκέπτες μας – είναι σαν να μπαίνω σε μία άλλη Ελλάδα – αλλά και μεγάλη ικανοποίηση και υπερηφάνεια. Γι΄ αυτό και αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω, ειδικότερα στα παιδιά, για μία υπόθεση που κάποιοι, ίσως, τη θεώρησαν δεδομένη», επισήμανε η κ. Δόλλη, η οποία ήθελε να περάσει και ένα μήνυμα στα παιδιά: ότι όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

«Πιστεύω ότι άξιζε κάποιος να μιλήσει για την τεράστια, συλλογική δουλειά πολλών ανθρώπων, που απαιτήθηκε για να φτάσουμε αισίως στην υλοποίηση του ονείρου. Άνθρωποι που αγαπούσαν αυτό που έκαναν και συνεργάστηκαν πολύ καλά μεταξύ τους, κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο στην Ελλάδα. Ο πρόεδρος του Μουσείου, Δημήτρης Παντερμαλής, οι αρχιτέκτονες, Μπερνάρ Τσουμί και ο Μιχάλης Φωτιάδης, και τόσοι άλλοι. ‘Να, ένα πολύ καλό παράδειγμα για τα παιδιά’, σκέφτηκα, καθώς – προσωπικά – πιστεύω πολύ στη συλλογική εργασία, μέσα από την οποία μαθαίνεις και πολλά. Αυτό είναι, πιστεύω, που χρειαζόμαστε πιο πολύ σήμερα στην Ελλάδα».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 Έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στη Μελβούρνη, από Έλληνες γονείς, με ρίζες από τη Λακωνία και το Λαύριο, η Νίκη Δόλλη δεν φανταζόταν ποτέ ότι, κάποια ημέρα θα εργάζεται στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, πόσο μάλλον ότι θα έγραφε και το πρώτο της βιβλίο γι’ αυτό.

«Για έναν απόδημο, το να είναι κοντά στην Ακρόπολη είναι κάτι το φανταστικό», επισημαίνει η Νίκη Δόλλη, που είδε για πρώτη φορά «ζωντανά”’ το παγκόσμιο μνημείο-σύμβολο στα δώδεκά της χρόνια, όταν ξεκίνησαν τα τηλεοπτικά προγράμματα στην Αυστραλία. Έχοντας σπουδάσει κοινωνική λειτουργός στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, η Νίκη Δόλλη ασχολήθηκε ενεργά, στην Αυστραλία, με την ανάπτυξη προγραμμάτων εργασίας για ανέργους, τη λειτουργία κοινοτικών κέντρων πολιτών, τη βελτίωση της πρόσβασης των μεταναστών στις υπηρεσίες του συστήματος υγείας. Διατέλεσε διευθύντρια της Αυστραλο-Ελληνικής Πρόνοιας, όπως και πρόεδρος μιας αυστραλιανής ΜΚΟ, όπου αντιπροσώπευε τις ανάγκες ανθρώπων, διαφορετικής εθνικότητας, με αναπηρίες.

Από το 1989, εργάστηκε στο υπουργείο Υγείας της Πολιτείας της Βικτώρια ως σύμβουλος σε θέματα βελτίωσης της πρόσβασης των μεταναστών στις υπηρεσίες του συστήματος υγείας, ενώ στη συνέχεια έγινε διευθύντρια του συναρμόδιου τμήματος. Εν τω μεταξύ, αποσπάστηκε στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας για να προετοιμάσει ένα εθνικό κείμενο διαβούλευσης για την πρόσβαση των μεταναστών στις Υπηρεσίες Υγείας, ενώ διηύθυνε κι ένα έργο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και των επτά Πολιτειών της Αυστραλίας, το οποίο στόχευε στη βελτίωση της δημόσιας υγείας (National Public Health Partnership).

Όλα αυτά μέχρι το 1999, όταν μαζί με τον σύζυγό της, Δημήτρη Δόλλη (τότε βουλευτή και υπαρχηγό του Εργατικού Κόμματος της Βικτώριας), παίρνουν τη μεγάλη απόφαση: να έρθουν για πάντα στην Ελλάδα, με τα δύο τους παιδιά, Νίνα και Γιάννη.

«Όσα είχα μάθει στην εργασία μου στην Αυστραλία, ήταν σαν να προετοιμαζόμουν για εδώ», σημειώνει η κ. Δόλλη, αφού το μουσείο, όπως λέει, «είναι μία δημόσια υπηρεσία, που έχει τον ιστορικό και πολιτιστικό του χαρακτήρα, αλλά ουσιαστικά αποτελεί μία δημόσια υπηρεσία που πρέπει να είναι προσβάσιμη για το κοινό, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μακριά από γραφειοκρατικές διαδικασίες».

Κλείνοντας, αναφέρει στο «Νέο Κόσμο» ότι στο Μουσείο Ακρόπολης λειτουργούν ως μια ομάδα, με μέλημά τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εμπειρίας για όλους τους επισκέπτες και να αποκτήσει το μουσείο την έννοια που του πρέπει στον 21ο αιώνα.

«Δεν το πετυχαίνουμε πάντα κατά 100%», αναφέρει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «αλλά σίγουρα ξέρουμε σε τι επίπεδο θέλουμε να λειτουργούμε και κάνουμε ότι είναι δυνατόν μέσα στην πραγματικότητα που λειτουργούμε».