Στο σχεδόν 130 σελίδων αυτό βιβλίο του ο γηραιός συμπάροικος Σταύρος Βαρδαξής, καταπιάνεται με πραγματικά γεγονότα που έζησε ο ίδιος από πρώτο χέρι όντας στη μάχη της φωτιάς και της αντάρας του αδελφοκτόνου Εμφυλίου στην Ελλάδα του 1947-1949.
Η αφιέρωση του βιβλίου «Σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο που δεν ήρθε» προδιαθέτει ανάλογα.
Ο ίδιος δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, όπως λέει στον πρόλογο, μιας και «η λογοτεχνία είναι ξένο χωράφι που δεν σκέφτηκα ποτέ να πατήσω» και «μια που τα προσόντα μου λείπουν, το αποτέλεσμα θα ήταν να φανώ αφελής και γελοίος».
Ωστόσο, «τ’ αποφάσισα … υπακούοντας σε μια εσωτερική ανάγκη, σ’ ένα χρέος έναντι των ανθρώπων και του εαυτού μου. Χρέος που σηκώνω στις πλάτες μου μια ολόκληρη ζωή αγκομαχώντας, βασανιζόμενος από τον κάματο και τις τύψεις»…
Και τα καταφέρνει μια χαρά, θα λέγαμε, ο συμπάροικος, μιας και κατορθώνει στο «Οι Αφορεσμένοι» να δώσει ανάγλυφα την ιστορία αυτή του Εμφυλίου, την οποία, όπως είπαμε πριν, έζησε ο ίδιος, μιας και συμμετείχε σ’ αυτό το αδελφοφάγωμα για άλλων συμφέροντα. Ο λόγος του συγγραφέα κυλά ήρεμα, αβίαστα και, ναι, θα πρέπει να διεκδικήσει δάφνες, λογοτεχνικές, ιστορικές ή άλλες, ανεξάρτητα από την εξομολόγησή του «ότι αν ξεγελάστηκες και πήρες τη φυλλάδα μου σαν λογοτεχνικό έργο, περιμένοντας λογοτεχνικά σχήματα, βαθιά νοήματα, μυθιστορηματικά τεχνάσματα, σε προειδοποιώ, σταμάτα, πριν αρχίσεις το διάβασμα, σταμάτα δεν αξίζει τον κόπο…»
Αξίζει, όμως, τον κόπο να διαβάσει κανείς με αμείωτο ενδιαφέρον την ιστορία αυτή. Γιατί ο συγγραφέας ως γόνος μιας ξεριζωμένης από τα μέρη της Ιωνίας οικογένειας, έχει πολλά να παραθέσει. Συν τοις άλλοις, γιατί, όπως λέει, ξανά ο ίδιος, «μαζί με τη γενιά μου έζησα τον πιο μεγάλο πόλεμο και το φονικότερο της ιστορίας των ανθρώπων, που ενώ άρχισε με συμβατικά όπλα τελείωσε με το αποκρουστικό ξεφύτρωμα των ατομικών μανιταριών».