Ο συγγραφέας, Ελληνοαμερικανός τρίτης γενιάς, αφηγείται μια αναζήτηση, προσωπική και πειραματική, στα θραύσματα της ζωής ενός ανθρώπου, κάποιου συνδικαλιστή, του Λούις Τίκας, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή ανθρακωρύχων-εθνοφρουράς στο Λάντλοου του Κολοράντο των ΗΠΑ, στις 20 Απριλίου 1914.
Δεν ήταν ο πιο σημαντικός από τους ηγέτες των ανθρακωρύχων στη μεγάλη αυτή απεργία ούτε και ο μόνος που σκοτώθηκε στη συμπλοκή. Είναι όμως ο εκπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς μεταναστών εργατών στα χρόνια πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που βρέθηκαν παγιδευμένοι ανάμεσα στην σκληρή πραγματικότητα της βιομηχανικής Αμερικής και στις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή.

Ανώνυμη γενιά, χέρια για τα εργοστάσια, άνθρωποι της αξίνας και του φτυαριού, ελάχιστοι ανάμεσά τους συνδικαλιστές όπως ο Τίκας. Και – το πιο σημαντικό – άνθρωποι χωρίς βιογραφία. Οι προσωπικές τους ιστορίες δεν υπάρχουν στις στατιστικές ανεργίας και μετανάστευσης, μόλις που αναφέρονται στους καταλόγους θανόντων και τραυματισμένων στα ορυχεία, στις γυμνές σειρές από ταφόπλακες στα νεκροταφεία των βιομηχανικών πόλεων. Γιατί η δουλειά τους ήταν να επιβιώσουν, όχι να γράψουν ιστορία.

Το βιβλίο του Ζήση Παπανικόλα είναι η βιογραφία του Λούις Τίκας, δηλαδή του μετανάστη από τη Λούτρα Ρεθύμνου Κρήτης, Ηλία Σπαντιδάκη. Πριν από αυτό, ο Σπαντιδάκης ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ιστορία αφού το μόνο που σωζόταν απ’ αυτόν ήταν μόνο 4-5 παλιές ρετουσαρισμένες φωτογραφίες, αν και ακόμα και σήμερα τα πραγματικά στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του παραμένουν ελάχιστα.

Η εισαγωγή στο βιβλίο είναι του Γιώργου Καλογερά και η μετάφραση της Πελαγίας Μαρκέτου.

Ο Ζήσης Παπανικόλας γεννήθηκε το 1942 στο Σολτ Λέϊκ της Γιούτα από τους Νικ και Έλεν Παπανικόλα από τους οποίους και άκουσε τις ιστορίες των μεταναστών εργατών στις βιομηχανικές πόλεις των ΗΠΑ, κάτι που διαμόρφωσε και καθοδήγησε τη συγγραφική του δραστηριότητα. Είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σαν Φραντσίσκο.