Εννέα χρόνια έχουν συμπληρωθεί από τις 7 Οκτωβρίου 2001, όταν τα αμερικανικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν.
Μετά την τραγωδία των δίδυμων πύργων στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, με τα πάνω από 3000 θύματα, η παγκόσμια κοινή γνώμη έδειχνε κατανόηση στην απόφαση των ΗΠΑ να εισβάλουν στο Αφγανιστάν, με στόχο την εξόντωση του Μπιν Λάντεν, αρχηγού της Αλ Κάιντα, και διάλυση της τρομοκρατικής οργάνωσης που είχε συστήσει.

Τότε όλοι πίστευαν πως οι Αμερικανοί θα επιτύγχαναν τον σκοπό τους σε μικρό χρονικό διάστημα, θα αντικαθιστούσαν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, και θα αποχωρούσαν.

Πράγματι, μετά την πτώση της Καμπούλ, τον Νοέμβριο του 2001, όλος ο κόσμος πίστεψε ότι οι Ταλιμπάν είχαν τελειώσει. Εννιά χρόνια αργότερα ελέγχουν όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος του Αφγανιστάν, αλλά και τις βορειοδυτικές περιοχές του γειτονικού Πακιστάν.
Τα αντιαμερικανικά αισθήματα των Πακιστανών ενισχύονται και από τους βομβαρδισμούς από μη επανδρωμένα αμερικανικά αεροπλάνα σε περιοχές του Πακιστάν, όπου δρουν οι Ταλιμπάν, με θύματα του άμαχου πληθυσμού, και καταστροφές στις υποδομές της χώρας.

Εννιά χρόνια μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, ο πρώτος, και κύριος στόχος των ΗΠΑ, δεν έχει επιτευχθεί, αφού ο Μπιν Λάντεν έχει γίνει άφαντος.
Ο δεύτερος στόχος για την απομάκρυνση των Ταλιμπάν έχει εν μέρει επιτευχθεί. Λέω εν μέρει, γιατί αν και οι Αμερικανοί έχουν απομακρύνει τους Ταλιμπάν από το κέντρο της εξουσίας, ο αμερικανόφιλος Πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι μόνο την πρωτεύουσα με τα περίχωρά της ελέγχει. Το υπόλοιπο Αφγανιστάν βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια έχουν ανασυνταχθεί. Επιπρόσθετα, και οι κατά τόπους πολέμαρχοι, επικεφαλής των διαφόρων φυλετικών ομάδων, αντιδρούν σε κάθε μορφή κεντρικής διοίκησης.

Οι προοπτικές για την πλήρη επίτευξη του δεύτερου στόχου, ο οποίος τώρα έχει αναχθεί σε κύριο στόχο, φαίνεται να είναι ελάχιστες, αν λάβουμε υπόψη την σύγχρονη ιστορία της χώρας.

Οι Βρετανοί που είχαν εισβάλει στο Αφγανιστάν στις αρχές του 19ου αιώνα διαπίστωσαν πως οι διάφορες φυλές του Αφγανιστάν δεν είναι διατεθειμένες να αποδεχθούν μια αποτελεσματική κεντρική κυβέρνηση.

Κάθε περιοχή έχει τον πολέμαρχό της, ο οποίος διαθέτει τον δικό του στρατό. Οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων φυλετικών ομάδων είναι συχνές, σε βαθμό που φαίνεται να αποτελούν τρόπο ζωής. Όταν όμως η χώρα τους απειλείται από κάποιον εξωτερικό εχθρό, τότε προτεραιότητα παίρνει η απώθηση του εισβολέα από τη χώρα τους.

Αυτό το διαπίστωσαν οι Βρετανοί, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν το 1919, ύστερα από έναν αιώνα παρουσίας στο χώρο εκείνο.
Πιο πρόσφατα, συγκεκριμένα το 1989, η πρώην κραταιά Σοβιετική Ένωση απέσυρε το στράτευμά της από το Αφγανιστάν, μετά από 10ετή παραμονή.
Στην ίδια μοίρα φαίνεται να είναι καταδικασμένες και οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ, εννέα χρόνια μετά από την εκστρατεία του πρώην Προέδρου Τζορτζ Μπους κατά του «άξονα του κακού».

Δεν είναι μόνο οι προβλέψεις για την τελική αποτυχία της αμερικανικής και ΝΑΤΟϊκής εισβολής στο Αφγανιστάν. Από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα αμφισβητούνται και τα κίνητρα για την εισβολή.
 
ΝΟΘΕΥΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕ ΟΡΥΚΤΑ…

Σύμφωνα με αναδημοσίευση στην αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (24/8/2008) άρθρου της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γιάπ Ντε Χουπ Σέφερ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Ινστιτούτο Μπρούκινς, φέρεται να έχει πει τα ακόλουθα:
«Τα δυτικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν ξεπερνούν κατά πολύ τον στόχο του εκδημοκρατισμού, και αφορούν τη μόνιμη στρατιωτική παρουσία της Συμμαχίας σε ένα κρίσιμο γεωπολιτικό σταυροδρόμι της Κεντρικής Ασίας».

Πρόσφατες εξελίξεις ενισχύουν την παραπάνω άποψη του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ.
Στις 20 Ιουνίου 2010 η Καθημερινή αναδημοσίευσε άρθρο της μεγαλύτερης εφημερίδας των Ηνωμένων Πολιτειών The New York Times με τίτλο «Αμύθητο ορυκτό πλούτο εντόπισαν οι ΗΠΑ στο Αφγανιστάν».

Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες εντόπισαν στο Αφγανιστάν ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα ορυκτών, η αξία των οποίων υπολογίζεται στο 1 τρισεκατομμύριο δολάρια Αμερικής, ενώ σύμφωνα με τους Αφγανούς γεωλόγους η αξία τους προσεγγίζει τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Τα εν λόγω κοιτάσματα περιλαμβάνουν τέτοια ποικιλία, που μπορούν να καταστήσουν το Αφγανιστάν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εξόρυξης ορυκτών στον κόσμο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία ότι τα εντυπωσιακά κοιτάσματα ανακάλυψε ομάδα αξιωματούχων του Πενταγώνου και Αμερικανών γεωλόγων, που βρήκαν στην κατεστραμμένη βιβλιοθήκη της Γεωλογικής Υπηρεσίας στην Καμπούλ χάρτες από την εποχή της σοβιετικής κατοχής της χώρας κατά τη δεκαετία του 1980.
Με βάση τους σοβιετικούς χάρτες Αμερικανοί γεωλόγοι προχώρησαν σε αεροφωτογραφίσεις των περιοχών που βρίσκονται τα κοιτάσματα, με τη βοήθεια προηγμένων συστημάτων μαγνητικών μετρήσεων. Οι έρευνές τους φαίνεται να επιβεβαιώνουν τα πορίσματα των Ρώσων.

Μεταξύ των μεταλλευμάτων εντοπίστηκαν και μεγάλες ποσότητες λιθίου, απαραίτητο υλικό για την κατασκευή μπαταριών μεγάλης διάρκειας. Μάλιστα, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, το Αφγανιστάν μπορεί να γίνει η Σαουδική Αραβία του λιθίου.

Αμερικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν ανησυχίες για την προοπτική κινεζικής επένδυσης στον ορυκτό πλούτο του Αφγανιστάν, δεδομένου ότι έχει ήδη υπογραφεί συμφωνία εκμετάλλευσης κάποιου ορυχείου χαλκού από κινεζική εταιρεία.

Τώρα καταλαβαίνουμε. Πετρέλαιο στο Ιράκ, σπάνια μέταλλα στο Αφγανιστάν. Και όμως, ο λόγος είναι περί δημοκρατίας. Αλήθεια, πόσο έχουν παραποιήσει, και εμπορευματοποιήσει, μια από τις λαμπρότερες επινοήσεις του ελληνικού πνεύματος…

ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ 90% ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΟΠΙΟΥ

Η καλλιέργεια της παπαρούνας, από την οποία παράγεται το όπιο, αποτελεί την κύρια αγροτική ασχολία των Αφγανών. Όλως παραδόξως, παρά το γεγονός ότι για δεκαετίες τώρα το Αφγανιστάν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση – πρώτα κατά των Σοβιετικών και στη συνέχεια κατά των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων – η παραγωγή του οπίου συνεχίζει να αποτελεί το 90% της παγκόσμιας παραγωγής.

Είναι απορίας άξιο γιατί τα τελευταία εννέα χρόνια οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι δεν κατόρθωσαν να ενθαρρύνουν τους Αφγανούς αγρότες να στραφούν σε εναλλακτικές καλλιέργειες, έστω και με ισχυρά οικονομικά κίνητρα.
Η απορία αυτή ενισχύεται και από πρόσφατη έκθεση του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (ΓΗΕΝΕ), σύμφωνα με την οποία το όπιο προκαλεί το θάνατο περισσότερων ανθρώπων στις χώρες της Δύσης από ότι ο πόλεμος που διεξάγεται στο Αφγανιστάν.
Το ΓΗΕΝΕ υπολογίζει πως 15 εκατομμύρια τοξικομανείς καταναλώνουν όπιο, με αποτέλεσμα να σημειώνονται περίπου 100.000 θάνατοι κάθε χρόνο, ενώ έχει επιδεινωθεί και η εξάπλωση του ιού του AIDS.

Σύμφωνα με τον Αντόνιο Μαρία Κόστα, Γενικό Διευθυντή του ΓΗΕΝΕ, η κατάσχεση του αφγανικού οπίου εκεί όπου παράγεται είναι πολύ πιο αποτελεσματική, και λιγότερο δαπανηρή, από την κατάσχεσή του οπουδήποτε καταναλώνεται.

Εντύπωση μου έκανε δημοσίευμα στην εφημερίδα The Age (12/10/2010), σύμφωνα με το οποίο σε χωράφια που περιβάλλουν την στρατιωτική βάση των αυστραλιανών δυνάμεων στο Αφγανιστάν καλλιεργείται η παπαρούνα, από την οποία παράγεται το όπιο.

Σίγουρα, μεγάλες ποσότητες από το όπιο εκείνο προορίζονται και για την αγορά ναρκωτικών της Αυστραλίας. Και όμως, τεράστια κονδύλια διατίθενται για τις αυστραλιανές διωκτικές αρχές, στον αγώνα τους για την εντόπιση, και καταστροφή, του εισαγόμενου οπίου.

Πόσο δίκαιο έχει ο Αντόνιο Μαρία Κόστα που λέει πως η κατάσχεση του οπίου είναι πιο αποτελεσματική εκεί που παράγεται από ότι στον τόπο όπου καταναλώνεται.
Και η Ελλάδα πληρώνει το τίμημα της ολιγωρίας των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, αναφορικά με την παραγωγή του οπίου.
Σύμφωνα με δημοσίευμα στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθεροτυπία (8/10/2010), ο Υπουργός Εσωτερικών της Σερβίας, Ίβιτσα Ντάτσιτς, δήλωσε πως σχεδόν το 80% της ηρωίνης, που διοχετεύεται από το Αφγανιστάν στην Ευρώπη, περνά μέσα από τα Βαλκάνια.

Ο Σέρβος υπουργός εξήγησε πως εκείνο που κάνει τόσο ελκυστική αυτή τη διαδρομή για τους εμπόρους ναρκωτικών είναι η έλλειψη ελέγχων στο Κοσσυφοπέδιο.
Από το νεοσύστατο αυτό κρατίδιο η διακίνηση των ναρκωτικών σε άλλες χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου, και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι σχετικά εύκολη.
Ο Βίκτορ Ιβάνοφ, Διευθυντής της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (12/6/2010), γράφει τα ακόλουθα:
«Η Ρωσία δέχεται το βάρος μιας συγκεκριμένης διάστασης της αστάθειας στο Αφγανιστάν πολύ πιο έντονα από τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ: του λαθρεμπορίου των ναρκωτικών… Είμαστε τώρα οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ναρκωτικών στον κόσμο, με 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους εξαρτημένους από αυτά… Κάθε χρόνο 30.000 χρήστες ναρκωτικών ουσιών πεθαίνουν στη Ρωσία».

Διερωτάται κανείς μέχρι πότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ θα συνεχίσουν να ομιλούν για εκδημοκρατισμό του Αφγανιστάν, αντί να στρέψουν την προσοχή τους στην αντικατάσταση της παπαρούνας με άλλα γεωργικά προϊόντα, ως μέσο βιοπορισμού του αγροτικού πληθυσμού της χώρας.