Στην αρχή ήταν το ρήμα ποιώ που σημαίνει για πολλές χιλιάδες χρόνια τώρα: κατασκευάζω, παράγω, δημιουργώ, κάνω. Ο άνθρωπος που κάνει όλα αυτά λέγεται ποιητής. Ειρήνη ποιώ=ειρηνοποιός, πράγμα ποιώ=πραγματοποιός και πολλά άλλα. Ο κατασκευαστής είναι ο ποιών – ως μετοχή – και έτι γεννήθηκε το ουσιαστικό Ποιητής. Η δημιουργία έγινε η ποίηση και η τέχνη να κάνεις κάτι έγινε ποιητική τέχνη. Από εδώ κόψαμε την τέχνη και έμεινε μόνη της η Ποιητική ως ουσιαστικό, όπως η πολιτική τέχνη έμεινε μόνο ως πολιτική και το δημοτικό σχολείο το λέμε μόνο Δημοτικό.

Από τον Αριστοτέλη έχουμε το ομότιτλο έργο «Ποιητική» το οποίο ως βασικό δημιούργημα πέρασε στα Λατινικά και σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στα Αγγλικά έγινε Poetics όπως Politics, Physics κ.α. Η «Ποιητική» του Αριστοτέλη είναι ένα σχετικά μικρό έργο, αλλά η σημασία της τεράστια. Ο Αριστοτέλης έβαλε τις βάσεις και τις κατευθύνσεις που ακολούθησε η ποιητική για πολλούς αιώνες μέχρι σήμερα. Τα τελευταία δυόμισι χιλιάδες χρόνια προσπαθούμε να επανερμηνεύσουμε το έργο τούτο του Αριστοτέλη. Είναι μία θεωρία της ποίησης με βάση πρώτο το έπος και δεύτερο την τραγωδία. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) κάνει μία συστηματική διαπραγμάτευση της ποίησης και όλων των ειδών της. Προσπαθεί να αναλύσει κάθε είδος, δίνει οδηγίες για τον τρόπο που διαρθρώνεται και με άλλα σχετικά ζητήματα. Με άλλα λόγια, δίνει έναν προσωπικό ορισμό της ποιητικής που είναι η μελέτη της φύσης του ποιητικού λόγου, της τεχνικής και της θεωρίας της ποιητικής σύνθεσης.

Στα χρόνια που περνούν όλα αλλάζουν. Στη λατινική ποιητική παραγωγή, η ποιητική του Αριστοτέλη γίνεται μία σειρά κανόνων που πρέπει να ακολουθήσει ο ποιητής εάν θέλει να συνθέσει ένα αξιόλογο ποίημα. Αυτές είναι οι ποιητικές τεχνοτροπίες που είχαν από τότε έναν περιοριστικό και ρυθμιστικό χαρακτήρα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι μέχρι που οι Λατίνοι/Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα δεν υπ0άρχει καμία Λατινική ή Ρωμαϊκή ποιητική παραγωγή ενώ στα Ελληνικά έχουν προηγηθεί όλα τα αριστουργήματα της ελληνικής ποιητικής δημιουργίας: Όμηρος, Σαπφώ, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης και εκατοντάδες άλλους άξιους δημιουργούς. Επίσης, εδώ θα πρέπει να σημειωθεί για ένα ολοκληρωμένο, ιστορικό πλαίσιο, όταν οι κατακτητές Ρωμαίοι είδαν όλη αυτή την ποιητική παραγωγή, αλλά και τόσα άλλα, είπαν το περίφημο: «Graecia capta ferum Victorem cepit et artes intulit agresti Latio» = Η νικημένη Ελλάδα νίκησε τον άγριο νικητή και έφερε τις μούσες μέσα στο αγροίκο Λάτιο. (Οράτιος, επιστολές 2.1.156). Και αυτό μέχρι το 529 μ.Χ. που ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία του Πλάτωνα όπου φοίτησε και ο Αριστοτέλης. Έτσι ήρθε ο σκοτεινός Μεσαίωνας.

Και κατά το Μεσαίωνα γράφονται «Ποιητικές» στις οποίες δίνονται «συνταγές» για τη δημιουργία καλών ποιημάτων. Δημιουργούνται διάφορες σχολές της ποιητικής που διατυπώνουν έναν άκρως περιοριστικό και ρυθμιστικό χαρακτήρα. Αργότερα έχουμε τις περιπτώσεις του συμβολισμού, του παρνασσισμού, του υπερρεαλισμού, οι οποίες ξεπεράστηκαν από τους ίδιους τους δημιουργούς τους.

Σήμερα όμως η αυθεντική δημιουργική δραστηριότητα είναι αδύνατο να μπει σε καλούπια υπακούοντας σε «οδηγίες». Σήμερα μιλάμε για προσωπικές ποιητικές δημιουργίες ή για ποιητική μιας ολόκληρης γενιάς, σχολής ή ακόμη εποχής. Τα τελευταία εκατό χρόνια η «Ποιητική» δηλώνει έναν πιο συγκεκριμένο προβληματικό σχετικά με το λογοτεχνικό λόγο και κατά πόσο ισχύει αυτός. Γίνεται ο επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο του τη λογοτεχνία και όχι μόνο την ποίηση. Είναι μία ανανεωμένη χρήση του όρου ποιητική του Αριστοτέλη η οποία συμπεριλαμβάνει ποίηση και λογοτεχνία όπου η Ποιητική ταυτίζεται με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Σε τελική ανάλυση είναι η προσπάθεια ερμηνείας των γεγονότων της εμπειρικής πραγματικότητας.

ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΑΣ

Στην Ελλάδα και ειδικά εδώ στη Μελβούρνη είναι άκρως αισθητή η δημιουργία των ποιητών μας. Δεκάδες ποιητικές συλλογές παρουσιάζονται κάθε χρόνο. Ειδικά στην εφημερίδα μας «Νέος Κόσμος» η παρουσία τους είναι παραπάνω από ορατή. Πάρα πολλά ποιήματα «μπλέκονται» με όλες τις επιστολές προς την εφημερίδα. Ο καθένας προσπαθεί να επικοινωνήσει με το αναγνωστικό κοινό με τον τρόπο του. Και καλά κάνουν, για να δώσουν κάποιο συμβολισμό και σημασία στη σημερινή απαρέμφατη ζωή μας.

Τα ποιήματά τους αξιολογούνται αναλόγως από τους αναγνώστες και ο «Νέος Κόσμος» με το να τα δημοσιεύει δίνει ένα «παράθυρο» επικοινωνίας και παρουσίασης που οι ποιητές μας δεν μπορούν τόσο άμεσα να έχουν με κανένα άλλο τρόπο. Φρονώ πως η άξια αρχαία μας ποιητική φλέβα είναι ολοζώντανη μέχρι σήμερα. Ο λόγος είναι ένα άκρως ελληνικό χαρακτηριστικό. Εάν θα θέλουμε να δούμε στο μέλλον ένα νέο Καβάφη, Σεφέρη ή Ελύτη, από αυτούς τους νέους δημιουργούς θα βγει, και χωρίς άλλο θα βγει!

Τέλος για το ίδιο θέμα θα ήθελα να κάνω δύο προσωπικές επισημάνσεις. Όλοι οι νέοι μας ποιητές θα ήταν καλό να διαβάσουν επισταμένα τα δύο κείμενα του νομπελίστα μας Γιώργου Σεφέρη στις 5 Δοκιμές του: α) Διάλογος πάνω στην ποίηση, και β) Μονόλογος πάνω στην Ποίηση. Όσο για το «Νέο Κόσμο» θα ήταν ευχής έργο – να δημιουργήσει ένα τέταρτο από τις σελίδες του-ως «Η Στήλη των ποιητών μας» κατάλληλα και ποιητικά διακοσμημένη, στην οποία ως πρώτο ποίημα να αφιερώνεται χώρος για κάποιο δόκιμό μας ποιητή και δίπλα του όλες οι νέες ποιητικές δημιουργίες των ποιητών της Μελβούρνης. Έτσι και οι δόκιμοι και «παλιοί» ποιητές θα γίνονται γνωστοί στους αναγνώστες – όπως οι σύγχρονοι μουσικοσυνθέτες μας τους έκαναν γνωστούς στο ευρύ κοινό – αλλά και οι νεότεροι θα ακούγονται ως ακούραστοι εργάτες και μάλιστα με δυναμικό όργανο την Ελληνική μας γλώσσα. Εσείς τι λέτε;