Ο υπερρεαλισμός του οποίου θερμός υπερασπιστής ήταν ο Έκτωρ Κακναβάτος, διευρύνει και υπερβαίνει μια πραγματικότητα που τείνει να επιβληθεί ως μοναδική. Είναι μια άσκηση ελευθερίας και επιστροφή στην αρχέγονη αθωότητα. Η ποίησή του με την υπερρεαλιστική του τόλμη, προσπαθεί να συλλαβίσει “το μη λεγόμενο”, το άγλωσσο Χάος, για να “δεις τα σχήματα που είναι ανίδωτα ν’ ακούσεις λέξεις που εντός τους κλείστηκαν αρχαία τζιτζίκια και που σωπαίνουν από μόνες τους μη γίνουν λόγος και μόνον in hyperbola ηχούν”, αφού τα πράγματα με την έξοδό τους στην επιφάνεια του λόγου, απ’ τη σιωπή όπου ωριμάζουν, καταργούνται τη στιγμή που ονοματίζονται, διαρρέει η περίσσεια των σημασιών τους και οι λέξεις γίνονται τα καχεκτικά σκέλεθρα του ανείπωτου. Γι’ αυτό και η αγωνία της ποίησης, στη μάχη της με τη γλώσσα, να βρει την κερκόπορτα του άρρητου. Ερωτεύεται την ουσία, πλαγιάζει με τη σκιά της. Αγωνίζεται με υπαινιγμούς και παραβολές σε μια διαρκή πάλη με το ανέφικτο. Ο έρωτας, ως αξία ζωής και δύναμη λυτρωτική, διατρέχει το σύνολο του έργου του.

Η ποιητική του Κακναβάτου υπερβαίνοντας τα τείχη της διάκρισης, συναιρεί στο ενοποιημένο πεδίο του λόγου, το φιλοσοφικό στοχασμό, την Ιστορία, τις θετικές επιστήμες, το καθημερινό βίωμα. Στα τοπία της ποίησής του, δεν θα γνωρίσεις την πλήξη και θα περιηγηθείς με το ίδιο εισιτήριο, από τις Μυκήνες και τον Αντιοχέα Μαρκούζε, ως το βυθό της σιωπής.

Αυτή η συνολική θεώρηση των πραγμάτων, η οποία σπανίζει σήμερα καθώς κυκλοφορούμε χαμένοι και παγιδευμένοι στις ατραπούς της εξειδίκευσης, έλκει την καταγωγή της από τους προσωκρατικούς, όταν τα μαθηματικά ήταν συνδεδεμένα με τη φιλοσοφία και αυτή δεν είχε κατέβει ακόμα απ’ το άρμα της ποίησης. Θυμίζει, επίσης, την παράδοση των Νέων Χρόνων όταν οι επιστήμονες ήταν ταυτόχρονα φιλόσοφοι και καλλιτέχνες και συνέβαλαν να περάσουμε από τη μεσαιωνική θεολογική σκέψη, σε μια άλλη αντίληψη του κόσμου με οριακό έργο τις “Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας” του Νεύτωνα.

Μαθηματικός ο ίδιος, πελεκά θεωρήματα, φτιάχνει τη δική του άλγεβρα με μιαν άλλη ράτσα αριθμών που “μετρά τα πράγματα αλλιώς, με της σιωπής το παραλάλημα-μονάδα. Ψηλαφεί το ένα “το Αιώνιο που χάρη στο σπέρμα του Αριθμού, θα σχίστηκε τουλάχιστο στα δυο κι έτσι θεσπίστηκε η αρχέγονη σχέση ανάμεσα σε τούτο και το άλλο”. Προχωρά την αριθμητική του έως τα έσχατα όρια όπου αρχίζει και τρίζει. Αναρωτιέται αν είναι ενάριθμο το Χάος. Η αναγνώριση αυτή του επιστημονικού λόγου δεν είναι βέβαια η άκριτη πίστη του Λωτρεαμόν, εκατόν είκοσι χρόνια πριν, ο οποίος θεωρούσε τα Μαθηματικά έκφραση της υπέρτατης αλήθειας και της αρμονίας του σύμπαντος.

Ο Έκτωρ Κακναβάτος, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη, γεννήθηκε το 1920 στον Πειραιά. Μεταξύ 1937 και 1941 σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση.

Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Διετέλεσε διατελέσει σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων. Πρωτοεμφανίστηκε το 1943 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής του με τίτλο Fuga. Το 1983 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για τη συλλογή του In Perpetuum. Μεταξύ των έργων του είναι τα Fuga (1943), Διασπορά (1961), Η κλίμακα του λίθου (1964), Τετραψήφιο (1971), Οδός Λαιστρυγόνων (1978), Τα μαχαίρια της Κίρκης (1981), In Perpetuum (1983), Κιβώτιο ταχυτήτων (1987), Οι ακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός κ.ά.