Δεν αναλύει τα πράγματα με τα οποία ασχολείται. Προτιμά να αφήνει τα ερεθίσματα να λειτουργούν με τον δικό τους τρόπο. Τα θέματα και τα ερωτήματα που τον απασχολούν ταυτίζονται απλώς με τα ενδιαφέροντά του. Κάπως έτσι μπήκε και ο «Πλατόνοφ» στη ζωή του Γιώργου Λάνθιμου, το όνομα του οποίου έχει ταυτιστεί με την πολυβραβευμένη ταινία «Κυνόδοντας». Το έργο του Άντον Τσέχοφ μέσα από τη διασκευή του Ντέιβιντ Χέαρ αποτελεί τη νέα του σκηνοθεσία για το θέατρο και συγκεκριμένα για τη Νέα Σκηνή του Εθνικού «Νίκος Κούρκουλος».
«Ένιωσα ότι είναι ένα πολύ σύγχρονο έργο» λέει ο Γιώργος Λάνθιμος . «Ο μηδενισμός του ήρωα που θέλει να αλλάξει τα πράγματα, ο επαναστάτης που όλο αναβάλλει και τελικά δεν κάνει τίποτε, το οικονομικό που διατρέχει όλο το έργο, ο έρωτας και κυρίως όλο αυτό το “αδύνατο να συμβεί”, όλα αυτά μου φαίνεται ότι έχουν σχέση με το σήμερα». Αλήθεια, μπορεί σήμερα ένας νέος να είναι επαναστάτης; «Επαναστάτης με ποια έννοια; Δεν ξέρω. Ίσως παλαιότερα να ήταν πιο σαφές πολιτικά όλο αυτό. Τώρα, αν και χρειάζεται επανάσταση, δεν ξέρω αν είναι εφικτή, αν οι άνθρωποι έχουν τη διάθεση να την κάνουν. Νομίζω ότι υπάρχει αδράνεια. Έτσι το μόνο που βλέπεις σήμερα να κινείται είναι οι τρομοκράτες- οι οποίοι καμιά φορά έχουν και ιδεολογική βάση στη δράση τους. Πρέπει όμως να κάνουμε τους διαχωρισμούς.
΄Η δεν κάνεις τίποτε και είσαι νωθρός, σε λήθαργο, ή πρέπει να είσαι τρομοκράτης» . Δράση είναι το να πετάς πέτρες επειδή είσαι νέος; «Αν δεν πετάξουν και οι νέοι πέτρες, ποιος θα πετάξει;» απαντά. Όσο για την τέχνη, «όχι, δεν είναι μια επαναστατική κίνηση» δηλώνει, «είναι πιο ήπια».
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΤΣΕΧΟΦ
Έχοντας ωστόσο την εμπειρία του εξωτερικού, λόγω της κινηματογραφικής του πορείας, ο 38χρονος σήμερα σκηνοθέτης ξέρει ότι η διαφορά μας με τους ξένους σε ζητήματα παιδείας και εκπαίδευσης είναι μεγάλη. Βρίσκει όμως ότι οι Έλληνες είναι πιο ανεκτικοί, πιο ανοιχτοί- έστω και ως μειοψηφία. «Έχουμε την ελευθερία της δημιουργίας. Για μένα, αν και δεν το βλέπω θετικά, τα πολλά θέατρα είναι δείγμα ελευθερίας. Αν κάπου πάσχουμε είναι στο να αναγνωρίζουμε το σημαντικό».
Στον «Πλατόνοφ» η πλήξη και η μονοτονία της καθημερινότητας ανατρέπονται με την άφιξη του νεαρού δασκάλου που θα ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της ζωής των ηρώων του Τσέχοφ. Γρήγορα όμως θα ξεπεράσουν τη γοητευτική πλευρά του Πλατόνοφ, ενώ εκείνος μέσα από τα επικίνδυνα παιχνίδια του θα προκαλέσει και οι συνέπειες θα έχουν πολλούς αποδέκτες. Το πιο πρώιμο ίσως θεατρικό του ρώσου δραματουργού αποκαλύπτει τελικά όλη την γκάμα των θεμάτων που θα απασχολήσουν τον Τσέχοφ στα μεγάλα του κείμενα.
«Διάβασα πολλά έργα και κατάλαβα ότι δεν ήθελα να κάνω ένα σύγχρονο αλλά ένα κλασικό. Βρήκα και αυτή τη διασκευή του Ντέιβιντ Χέαρ που δεν το αλλάζει καθόλου, απλώς μειώνει την έκτασή του και εκσυγχρονίζει λίγο τους διαλόγους. Γι΄ αυτό και την προτίμησα. Δεν είχα καμία συγκεκριμένη άποψη όταν καταπιάστηκα με τον “Πλατόνοφ” και νομίζω ότι αυτό λειτούργησε θετικά. Επαιξαν ρόλο τόσο η συγκυρία όσο και η διάθεσή μου».
Με τον Άρη Σερβετάλη να υποδύεται τον Πλατόνοφ («του ταιριάζει πάρα πολύ ο ρόλος, θα είχα δυσκολία να βρω κάποιον άλλον») η παράσταση δεν διαθέτει κινηματογραφικά στοιχεία- επ΄ αυτού ο σκηνοθέτης είναι σαφέστατος. Ιδιαίτερα επιλεκτικός στους συνεργάτες του, δουλεύει με συγκεκριμένους ηθοποιούς που χωρούν στη δική του αισθητική, ενώ για τις ταινίες του προτιμά ερασιτέχνες, ανθρώπους πιο ανοιχτούς. «Με ενδιαφέρει να βρω τον σωστό άνθρωπο» λέει.
Παραμένοντας ενεργός και στον χώρο της διαφήμισης, ο Γιώργος Λάνθιμος επιλέγει να κερδίζει οικονομικά τη ζωή του φτιάχνοντας σποτάκια, μια που ξέρει πως ούτε το θέατρο ούτε ο κινηματογράφος θα του αποφέρουν χρήματα. Με επιρροές και από το χοροθέατρο, παραδέχεται ότι το προσωπικό του μέλλον το βλέπει μέσα και από το πανί και από το σανίδι. Παρατηρώ ότι λίγοι τα έχουν καταφέρει… εντός και εκτός. «Ναι, είναι αλήθεια. Συνήθως οι άνθρωποι ειδικεύονται. Αν και ξέρω ότι είναι δύσκολο, πάντα βρίσκω έναν τρόπο για να κάνω διαφορετικά πράγματα. Άλλωστε στον κινηματογράφο τα projects είναι πιο δυσκίνητα ενώ το θέατρο έχει μια σαφήνεια» καταλήγει.
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΚΥΝΟΔΟΝΤΑ» ΣΤΙΣ «ΑΛΠΕΙΣ»
Παράλληλα με την παράσταση ο Γιώργος Λάνθιμος δουλεύει και τη νέα ταινία του με τίτλο «Άλπεις». Τα γυρίσματα μόλις ολοκληρώθηκαν και το φιλμ βρίσκεται στο στάδιο του πρώτου μοντάζ. Μετά τον «Κυνόδοντα», λοιπόν, οι «Άλπεις»…
«Προσπάθησα να μη σκέφτομαι την επιτυχία του “Κυνόδοντα” ώστε να μη νιώθω το βάρος της» λέει. «Ασφαλώς κάποιες στιγμές δεν απέφυγα τις συγκρίσεις, αλλά θέλησα να το ξεπεράσω γρήγορα. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να προχωρήσω, δεν θα μπορούσα να κάνω το επόμενο βήμα». Αν και θεωρείται κινηματογραφικός κατά βάση σκηνοθέτης, ο Γιώργος Λάνθιμος μετρά περισσότερες παραστάσεις παρά ταινίες. Ίσως επειδή «οι δυσκολίες για να γυριστεί μια ταινία είναι πολύ μεγαλύτερες. Ωστόσο προτεραιότητά μου είναι σαφώς ο κινηματογράφος. Θέατρο δεν κάνω συστηματικά- συνήθως κάνω όταν έχω μια καλή πρόταση, όπως τώρα με το Εθνικό και τον Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος με πρωτόβαλε στο θέατρο και με καλεί να σκηνοθετώ, είναι λίγο σαν προστάτης μου».
MΙΑ ΑΝΑΣΑ ΑΠΟ ΤΑ OΣΚΑΡ
Στην πεντάδα των υποψηφίων για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας 2011 έχει φθάσει ο «Κυνόδοντας». Από τις 66 ταινίες που εξετάστηκαν σε πρώτη φάση από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου εννέα προκρίθηκαν για τη δεύτερη φάση, ανάμεσά τους ήταν και η ταινία του Λάνθιμου. Τώρα πλέον είναι και επισήμως στην πεντάδα. Η τελευταία φορά που ελληνική ταινία διεκδίκησε το ξενόγλωσσο Όσκαρ ήταν το 1977 με την «Ιφιγένεια» του Μιχάλη Κακογιάννη.