Η Επιτροπή Διαμόρφωσης του Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας Γλωσσών (ACARA) επιβεβαίωσε και τυπικά τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία της Αυστραλίας.
Όπως είχε γράψει ο Νέος Κόσμος προ μηνών, η ελληνική γλώσσα θα είναι μία από τις 11 γλώσσες που θα διδάσκονται στα Δημοτικά και τα Γυμνάσια της Αυστραλίας, στο πλαίσιο του νέου Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση χώρας.
Οι γλώσσες που θα διδάσκονται στα κρατικά σχολεία είναι Κινεζική, Ιταλική, Γλώσσες Ιθαγενών Αυστραλίας, Γαλλική, Γερμανική, Ινδονησιακή, Ιαπωνική, Κορεατική, Ισπανική, Αραβική, Νεοελληνική και Βιετναμέζικη.
Οι παραπάνω γλώσσες θα ενσωματωθούν στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας σε τρεις φάσεις, ανάλογα με τη σημασία κάθε γλώσσας.
Στην πρώτη φάση, θα ενσωματωθούν η Ιταλική, η Κινεζική και οι γλώσσες των ιθαγενών, ως γλώσσες με μεγαλύτερη ζήτηση. Η Κινεζική χαρακτηρίζεται γλώσσα «εθνικής προτεραιότητας», ενώ η Ιταλική η γλώσσα που σπουδάζεται από το μεγαλύτερο αριθμό μαθητών και έχει τις περισσότερες εγγραφές σε εθνικό επίπεδο.
Στη δεύτερη φάση η Ινδονησιακή, η Ιαπωνική και η Κορεατική ως «γλώσσες εθνικής προτεραιότητας», η Γερμανική και η Γαλλική, ως «δημοφιλείς γλώσσες» και η Ισπανική ως γλώσσας με ευρύτερη χρήση παγκοσμίως.
Η Γαλλική, η Γερμανική, η Ινδονησιακή, είναι γλώσσες ευρείας εκμάθησης σε ολόκληρη την Αυστραλία. Η Ινδονησιακή και η Κορεατική θεωρούνται γλώσσες «εθνικής προτεραιότητας» – γι’ αυτό η διδασκαλία τους επιδοτείται από το αυστραλιανό κράτος – και η Ισπανική είναι η σύγχρονη lingua Franca – γλώσσα παγκόσμιας εμβέλειας.
Στην τρίτη φάση θα ενσωματωθούν στο Εθνικό Πρόγραμμα η Αραβική, η Νεοελληνική και η Βιετναμέζικη γλώσσα. Η Νεοελληνική και η Αραβική είναι «οικόλεκτοι», έχουν την ευρύτερη χρήση κατ’ οίκον από τους Έλληνες και τους Άραβες αντίστοιχα, ενώ η αναβαθμιζόμενη αραβική θεωρείται και γλώσσα εμπορικής σημασίας.
Η εκμάθηση γλωσσών θα είναι υποχρεωτική μέχρι το ένατο έτος (Year 9) της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με κυμαινόμενο χρόνο διδασκαλίας κάθε γλώσσας σε κάθε επίπεδο εκμάθησης (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο) και διαφορετικούς μαθησιακούς στόχους, ανάλογα με τη γλώσσα που θα σπουδάζει κάθε μαθητής/μαθήτρια.
Η Επιτροπή προτείνει 300 έως 400 ώρες υποχρεωτικής διδασκαλίας μίας γλώσσας από το Νηπιαγωγείο μέχρι την Έκτη Τάξη Δημοτικού (Prep to Year 6), 130 έως 160 ώρες από την Πρώτη Τάξη Γυμνασίου μέχρι την Πρώτη Τάξη Λυκείου (Year 7 to Year 10) και 200 έως 240 ώρες για τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου (Years 11 και 12).
Η Επιτροπή καθορίζει τα μαθησιακά επίπεδα ανάλογα με τη σχέση κάθε μαθητή/μαθήτριας με τη γλώσσα, δηλαδή αν ένας μαθητής ή μία μαθήτρια μαθαίνει μία ξένη γλώσσα ως «πρώτη γλώσσα», ως «δεύτερη γλώσσα», ή σπουδάζει τη «μητρική γλώσσα» του/της, δηλαδή τη γλώσσα που χρησιμοποιεί για καθημερινή επικοινωνία στο σπίτι του/της – όπως συμβαίνει με τους Έλληνες και τους Άραβες.
Τέλος, η Επιτροπή παρέχει στα Δημοτικά Σχολεία τη δυνατότητα να καταμερίζουν κατά την κρίση τους τις ώρες διδασκαλίας από το Νηπιαγωγείο μέχρι την Έκτη Τάξη Δημοτικού, ανάλογα με τη σύνθεση των τμημάτων τους.
ΙΔΙΕΣ ΩΡΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Ο υπολογισμός των ωρών διδασκαλίας ανά μαθησιακό επίπεδο (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο) αποκαλύπτει, ότι οι ώρες διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο κρατικό σύστημα εκπαίδευσης παραμένουν οι ίδιες, παρά τους ισχυρισμούς γλωσσολόγων και εκπαιδευτικών, ότι ο «διατιθέμενος χρόνος δεν είναι αρκετός» για να αποκτήσει ένας μαθητής επάρκεια σε μία γλώσσα.
Τόσο στη θεμελιώδη Προσχολική και Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όσο και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ο προτεινόμενος χρόνος διδασκαλίας δεν ξεπερνά τις δύο διδακτικές ώρες την εβδομάδα, με βάση 40 εβδομάδες διδασκαλίας το χρόνο και με την προϋπόθεση, ότι Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια θα επιλέξουν το ανώτατο όριο ωρών διδασκαλίας.
Ο χρόνος διδασκαλίας μίας γλώσσας θα κατανέμεται στο Ωρολόγιο Πρόγραμμα των σχολείων αυτών κατά την κρίση του διδακτικού προσωπικού τους.
Το σύνολο των προτάσεων της ACARA δεν είναι αδιαπραγμάτευτο. Η Επιτροπή υπέβαλε τις προτάσεις της στις ενδιαφερόμενες εθνοτικές ομάδες για θεώρηση και με πρόθεση να συζητήσει ενστάσεις, αλλαγές, τροποποιήσεις, προσθήκες ή αφαιρέσεις που θα προτείνουν οι ενδιαφερόμενες μεταναστευτικές κοινότητες.
Την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου οι ενδιαφερόμενες μεταναστευτικές κοινότητες θα πρέπει να έχουν υποβάλει στην Επιτροπή τις αντιπροτάσεις τους, ώστε να ληφθούν υπόψη κατά τη διαμόρφωση της τελικής μορφής του προγράμματος διδασκαλίας κάθε γλώσσας.
«ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ»
Ο εισηγητής του Εθνικού Συμβουλίου Αυστραλίας, καθηγητής Δρ Τάσος Τάμης, χαρακτηρίζει «θετική» την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας, αν και, όπως δηλώνει, η ένταξη της γλώσσας μας είναι «κεκτημένο» δικαίωμα. Επισημαίνει, δε, κάποια μειονεκτήματα στις προτάσεις της επιτροπής εμπειρογνωμόνων ACARA, που το εθνικό Συμβούλιο θα υποδείξει σε σχετική έκθεσή του προς την Επιτροπή.
«Η Ελληνική, τελικά, θα υπαχθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας στην τρίτη φάση της εμπέδωσης του Προγράμματος μαζί με την Αραβική και τη Βιετναμέζικη. Το ότι έχει ενταχθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας με τις άλλες εννέα και βέβαια με τις λεγόμενες «Αυστραλιανές Γλώσσες», ήτοι τις διάφορες ποικιλίες και διαλέκτους των γλωσσών των ιθαγενών, αποτελεί “κεκτημένο” δικαίωμα του Ελληνισμού, αναφαίρετο και αναλλοίωτο από το 1986, όταν διαμορφώθηκε η Αυστραλιανή Εθνική Πολιτική για τις Γλώσσες και η Ελληνική αποτελούσε μια από τις εννιά «προστατευόμενες» τότε γλώσσες εκτός της Αγγλικής. Ουσιαστικά, έχουμε τις ίδιες γλώσσες με αναθεωρημένο το σκεπτικό και τα κριτήρια ένταξης. Για παράδειγμα, μέχρι τώρα η Ιταλική, η Ελληνική και η Αραβική θεωρούνταν «κοινοτικές” γλώσσες. Τώρα η Αραβική θεωρήθηκε γλώσσα «οικονομικής σημασίας», η Ιταλική γλώσσα «ευρείας μάθησης» και η Ελληνική κύρια «οικόλεκτος» στην Αυστραλία» εξηγεί.
«Βέβαια, μαζί με τα περί οικολέκτου της Ελληνικής, οι ειδικοί της ACARA πρόσθεσαν και δύο επιπλέον επιχειρήματα-κριτήρια για την επιλογή και ένταξή της στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας, πρώτον το ότι είναι γλώσσα πολιτισμού (σ. 4, παράγραφος 4) και δεύτερον παγκόσμια γλώσσα αλλά και «κλασική γλώσσα” (σ. 5, παράγραφος 7).
Επίσης, η ένταξη της Ελληνικής στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Αυστραλίας πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που διαμόρφωσαν οι ειδικοί της ACARA (παράγραφος 78), ήτοι είναι γλώσσα παγκόσμιας σπουδαιότητας, είναι γλώσσα ευρείας μάθησης, γλώσσα με οικονομική σημασία για την Αυστραλία, γλώσσα που στηρίζεται από τη βάση των χρηστών της.
«Ακόμη, στα θετικά κριτήρια επιλογής της Ελληνικής θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής δεδομένα που απορρέουν από το κείμενο του Μνημονίου της ACARA και αυτά είναι:
-Η Ελληνική περισσότερο από την Ιταλική είναι γλώσσα που εκμαθαίνεται ως πρώτη (μητρική), αλλά και ως δεύτερη γλώσσα και ως ξένη γλώσσα (παράγραφος 57).
– Είναι δημοφιλής ως οικόλεκτος, αλλά και ως δεύτερη γλώσσα
– Είναι γλώσσα πολιτισμού και επομένως γλώσσα διατηρητέα (language of ‘heritage’ ecology)» παρατηρεί.
TA MEIOΝΕKTHMATA
O δρ Τάμης επισημαίνει και κάποια μειονεκτήματα στις προτάσεις της ACARA, βασικότερο των οποίων είναι οι ώρες διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Κατά την εκτίμησή του ο αριθμός των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας πρέπει να είναι πολλαπλάσιος αυτού που προτείνει η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων.
«Οι ώρες διδασκαλίας είναι σχετικά ανεπαρκείς για την επαρκή και αποτελεσματική εκμάθησή της. Οι κοινωνιογλωσσολόγοι θεωρούν ότι απαιτούνται τουλάχιστον 2,300 ώρες για την εκμάθηση της Ελληνικής, έναντι των 1600 της Ιταλικής, για παράδειγμα. Επομένως, η διδασκαλία της Ελληνικής μέχρι και 400 ώρες στο δημοτικό και άλλες 320 μέχρι και το 10 έτος, αποτελούν ουσιαστικά το 1/3 του ιδανικού αριθμού ωρών διδασκαλίας» τονίζει και προσθέτει.
«Σύμφωνα με τις παραγράφους 63, 64, 65, 66 και 67 του κειμένου της ACARA οι σπουδαστές της Ελληνικής, όπως και κάθε άλλης γλώσσας εντεταγμένης στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας, θα πρέπει να αποκτήσουν στο διάστημα της φοίτησής τους επάρκεια στη γραμματική, κειμενολογικές και λειτουργικές γνώσεις της Ελληνικής, κοινωνιογλωσσικό χειρισμό της γλώσσας, δεξιότητες επικοινωνιακές τόσο σε θέματα που σχετίζονται με τον προφορικό λόγο όσο και τον γραμματισμό (literacy).
Η επάρκεια αυτή δεν είναι δυνατόν να ρυθμιστεί και να αποδώσει μέσα στο συγκεκριμένο αριθμό των ωρών διδασκαλίας που προτείνει η ACARA, όταν στην περίπτωση των σπουδαστών της Ελληνικής ήδη διάγουμε στα σχολεία την τρίτη και τέταρτη γενιά.
Η ACARA προτείνει, δικαιολογημένα και σωστά, ότι για τις γλώσσες που εντάσσονται το Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας θα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί προϋποθέσεις άνετης και επαρκούς δεξαμενής από την οποία να αντλούνται δάσκαλοι και καθηγητές της Ελληνικής με δεξιότητες, ταλέντο και επαρκείς γνώσεις της Ελληνικής. Φοβάμαι ότι, επί του παρόντος, δεν έχουμε τις προϋποθέσεις αυτές, διότι δεν έχουμε φροντίσει να ενισχύσουμε τα τμήματα Νεοελληνικών στα Πανεπιστήμια ούτε και τις ειδικές Σχολές Εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμιά μας.
«Επομένως, πάσχουμε από έλλειψη τέτοιων δασκάλων της Ελληνικής, που να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτεί το Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας. Στα χρόνια που θα έρθουν θα πρέπει να δοθεί ειδική έμφαση και προτεραιότητα στην ειδίκευση διδακτικού προσωπικού, με την ίδια θέρμη που η ομογένεια αγωνίστηκε για να ενταχθούν τα Ελληνικά στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας.
«Το κείμενο της ACARA ζητά, επίσης, να υπάρχουν κατάλληλα και επαρκή μέσα διδασκαλίας και μάθησης, όχι μόνον έντυπου αλλά και ηλεκτρονικού διδακτικού υλικού. Εδώ η Ομογένεια θα πρέπει να στηριχθεί στο Πρόγραμμα Παιδείας Ομογενών, που διευθύνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης, και το οποίο έχει ή αναπροσαρμόζει το υλικό διδασκαλίας και μάθησης στα νέα δεδομένα και στις νέες απαιτήσεις.
Το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο φρονεί ότι η ένταξη της Ελληνικής στο τρίτο στάδιο δεν είναι ικανοποιητική και μεθοδεύει ειδική μελέτη, που θα απαντά στο κείμενο της ACARA και θα ζητά να αναθεωρηθεί η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση της Ελληνικής. Θα υποβληθούν επιπρόσθετα δεδομένα, που χαρακτηρίζουν την Ελληνική έναντι άλλων γλωσσών, που έλαβαν θετικότερη χρονική προτεραιότητα εμπέδωσής τους στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας» καταλήγει.
ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΜΑΣ
Οι ομογενείς κοινοπολιτειακοί βουλευτές Μαρία Βαμβακινού και Στιβ Γεωργανάς, που αγωνίστηκαν μαζί με τον Ελληνισμό, σε κοινή ανακοίνωσή τους εκφράζουν την απόλυτη ικανοποίησή τους για την περίληψη της γλώσσας μας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας.
«Η Νεοελληνική γλώσσα δεν είναι αναγκαία για το εμπόριο και τις επενδύσεις, μόνο. Πολλοί Αυστραλοί πολίτες έχουν σημαντικούς προσωπικούς, επαγγελματικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς δεσμούς με την Ελλάδα, δεσμοί που έχουν ισχυροποιήσει τη σχέση της Ελλάδας με την Αυστραλία.
Είναι η γλώσσα των μεγάλων δασκάλων της ανθρωπότητας, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ομήρου και του Ιπποκράτη» τονίζουν οι ομογενείς πολιτικοί.
«Γλώσσες, εκτός της αγγλικής, παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολυπολιτισμική, αυστραλιανή κοινωνία. Η εκμάθηση γλωσσών είναι δύναμη και η δύναμη αυτή πρέπει να αντανακλάται στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας» προσθέτουν.
Τέλος, οι Έλληνες πολιτικοί συγχαίρουν την ομογένεια για τη μαζική κινητοποίησή της, ευχαριστούν τους Έλληνες συναδέλφους τους για την άμεση στήριξη της εκστρατείας και προτρέπουν την ομογένεια να μελετήσει τις προτάσεις της ACARA για την ελληνική γλώσσα και να υποβάλλουν τις αντιπροτάσεις τους.
«ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟ» ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΕ ΩΚΕΑΝΙΑΣ
Εξάλλου, το ΣΑΕ Ωκεανίας εξέδωσε χθες την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Το ΣΑΕ Ωκεανίας και Άπω Ανατολής βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει ότι οι συστηματικές και πολύπλευρες ενέργειες του Ελληνισμού της Αυστραλίας για να συμπεριληφθούν τα Νέα Ελληνικά στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών για ολόκληρη την Αυστραλία στέφτηκαν με επιτυχία και η νεοελληνική γλώσσα προτείνεται να είναι μια από τις έντεκα επίσημες γλώσσες του νέου προγράμματος.
Το ΣΑΕ επιθυμεί να τονίσει ότι η επιτυχία αυτή οφείλεται σε όλο τον Ελληνισμό της Αυστραλίας, στη συντονισμένη κινητοποίηση όλων των φορέων και Οργανισμών του και στις υπεύθυνες και επιστημονικά πειστικές τοποθετήσεις των εκπαιδευτικών από όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα οι εκπαιδευτικοί με τις εισηγήσεις τους δεν κατόρθωσαν μόνο να αποδείξουν την σημασία της Ελληνικής για την Αυστραλία του σήμερα αλλά και να αναδείξουν τη διαχρονική σημασία της γλώσσας αυτής για τον παγκόσμιο πολιτισμό καθώς επίσης και τη βαθειά και γόνιμη συγγένειά της με την αγγλική γλώσσα.
Τούτο στάθηκε επίσης εφικτό χάρη στη δυναμική παρουσία όλων των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία με θαυμαστή και ομόψυχη δράση κατόρθωσαν να αναδείξουν την ευρύτερη σημασία της Ελληνικής γλώσσας για την κοινωνική ευστάθεια, ευημερία και ανάπτυξη της σύγχρονης αυστραλιανής κοινωνίας.
Το ΣΑΕ θα επιθυμούσε να συγχαρεί την πρωτοβουλία εκ μέρους του τύπου να συγκεντρωθούν χιλιάδες υπογραφές γεγονός που απέδειξε έμπρακτα σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι η Ελληνική είναι ένα ζωντανό κομμάτι της αυστραλιανής πραγματικότητας και θα παραμείνει τέτοιο για πολλά χρόνια ακόμη στο μέλλον .
Θα ήταν επίσης μεγάλη παράλειψη να μην τονιστεί ο καταλυτικός ρόλος πολιτικών προσωπικοτήτων, κομμάτων και κυβερνήσεων. Όλοι τους σε τοπικό και εθνικό επίπεδο αγκάλιασαν με ενθουσιασμό την άμεση κινητοποίηση για την Ελληνική Γλώσσα και θα πρέπει να αισθάνονται πολύ υπερήφανοι για τα αποτελέσματα. Στο πνεύμα αυτό θα πρέπει να τονιστεί ακόμη με μεγαλύτερη έμφαση ο παραγωγικός ρόλος των πολιτικών ελληνικής καταγωγής, για τους οποίους η Ομογένεια αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανη και ακόμα το έμπρακτο ενδιαφέρον και στήριξη των προσπαθειών της ομογένειας από το Υπουργείο Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων της Ελλάδος.
Είναι φυσικά απαραίτητο να αναφερθεί ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε καμία συντονισμένη κίνηση και από κανέναν να αποκλειστεί η Ελληνική από το Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών, αλλά και η κινητοποίηση του Ελληνισμού βοήθησε τα μέγιστα. Αυτό για μια φορά ακόμη αποδεικνύει ότι μπορούμε να επιτύχουμε πολλά αν δρούμε συντονισμένα και συσπειρωμένοι με ένα κοινό σκοπό.
Το ΣΑΕ ως συντονιστικό όργανο, θα βρίσκεται πάντοτε στο πλευρό όλων των ενεργειών που αποσκοπούν στην διάδοση, προώθηση και καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού και λόγου.
Ως Συντονιστής του ΣΑΕ Ωκεανίας και Άπω Ανατολής δεσμεύομαι να υποστηρίζω με κάθε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, όλες τις σοβαρές προσπάθειες που αποσκοπούν στην ανάδειξη του κύρους και της παρουσίας του Ελληνισμού σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής και πνευματικής ζωής στην περιφέρεια της Ωκεανίας.
Η φωτισμένη και ομόψυχη προσπάθεια για την αποτελεσματική διδαχή των Eλληνικών μέσω του Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας Γλωσσών σε όλη την Αυστραλία χρειάζεται να συνεχιστεί και στο μέλλον. Για την ώρα πάντως απαιτείται από όλους – μαζικούς φορείς ή άτομα, ελληνικής καταγωγής ή μη – να μελετήσουν προσεκτικά το σχετικό έγγραφο της «ΑCARA» και να υποβάλλουν σχετικές εισηγήσεις/απαντήσεις» καταλήγει η ανακοίνωση.