Η νεοελληνική παρουσία στην Ιβηρική Χερσόνησο μαρτυρείται από τα μέσα του 15ου αιώνα. Οι πρώτοι Έλληνες, που καταγράφονται στις διάσπαρτες πηγές, ήταν κατ’ αρχάς φυγάδες που διέτρεχαν την Ισπανία, συγκεντρώνοντας χρήματα για την απολύτρωση αιχμάλωτων συγγενών τους. Με το πέρασμα στον 16ο αιώνα έφταναν — μέσω κυρίως των ισπανικών κτήσεων της Κάτω Ιταλίας — αρκετοί ναυτικοί και μισθοφόροι, από τους οποίους, μάλιστα, ορισμένοι πέρασαν και στις ισπανικές κτήσεις του Νέου Κόσμου.
Μεταξύ εκείνων που έδρασαν για ένα διάστημα στην Ισπανία συγκαταλέγονται και μερικοί λόγιοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δυο διακεκριμένες προσωπικότητες, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις και ο Δημήτριος Δούκας (που συνεργάστηκε στην έκδοση της περίφημης Κομπλοντενσιανής Πολύγλωττης Βίβλου).
Γενικά, πάντως, οι Έλληνες που μετέβαιναν στην Ισπανία ήταν κατά κύριο λόγο μόνιμα εγκατεστημένοι στην ισπανοκρατούμενη Νεάπολη και τη Σικελία. Γι’ αυτό στην Ιβηρική Χερσόνησο δεν δημιουργήθηκαν συγκροτημένες ελληνικές παροικίες, πέρα από μερικές ολιγάριθμες (και μάλλον εφήμερες) εστίες στο Τολέδο, τη Βαρκελώνη, το Βαγιαλδολίδ, τη Σαλαμάνκα και, μετά το πέρασμα στον 17ο αιώνα, στη Σεβίλλη. Με τις εστίες αυτές συνδέθηκαν μερικά γνωστά ονόματα, που διακρίθηκαν είτε για την καλλιτεχνική τους δράση (όπως π.χ. ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος στο Τολέδο) είτε με την εργασία τους στην αντιγραφή ελληνικών χειρογράφων (με πιο γνωστές ίσως τις περιπτώσεις του Ανδρέα Δαρμάριου και του Νικόλαου Τουριανού στο Εσκοριάλ) είτε με τη διδασκαλία τους σε ισπανικά πανεπιστημιακά κέντρα (όπως π.χ. ο Νεόφυτος Ρόδινος στη Σαλαμάνκα).
Τέλος, σημαντικός αριθμός κληρικών και λογίων κατέφτανε κατά περιόδους στην Ισπανία και παρέμενε εκεί για αρκετό διάστημα, προσπαθώντας με αλλεπάλληλες παραστάσεις προς τους Ισπανούς μονάρχες να τους πείσει να αναλάβουν στρατιωτική δράση σε διάφορες ελληνικές περιοχές (από την Ήπειρο ως την Κύπρο) με στόχο την εκδίωξη των Οθωμανών.
Κατά τον 17ο αιώνα έγιναν, επίσης, προσπάθειες μαζικών εποικισμών σε ισπανικά εδάφη με ελληνικούς πληθυσμούς, προερχόμενους κυρίως από τη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, αλλά τελικά οι μέτοικοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Κάτω Ιταλίας. Μόνο κατά τον 18ο αιώνα πραγματοποιήθηκε μαζική μετοικεσία Ελλήνων στις Βαλεαρίδες, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία οργανωμένης ελληνικής παροικίας στο Μαόν της Μινόρκας. Ο εποικισμός όμως εκείνος έγινε με πρωτοβουλία των Βρετανών κατακτητών του νησιού αυτού. Έτσι, όταν αποκαταστάθηκε, στα τέλη του αιώνα, η ισπανική κυριαρχία, άρχισε και η διάλυση της ελληνικής παροικίας με την εκδίωξη των μελών της και την κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας τους (συμπεριλαμβανομένου και του ωραίου ναού του Αγίου Νικολάου). Μόνον όσοι είχαν ασπαστεί το ρωμαιοκαθολικό δόγμα παρέμειναν και ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία, διατηρώντας όμως με υπερηφάνεια το αίσθημα της ελληνικής τους καταγωγής.
Λίγο μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αρχίζουν και οι διπλωματικές σχέσεις του με την Ισπανία, οι οποίες απέκτησαν θεσμικό χαρακτήρα μετά το άνοιγμα της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη, το 1836, και του πρώτου ελληνικού προξενείου στη Βαρκελώνη, το 1843. Ωστόσο, η γεωγραφική απόσταση και οι ομοιότητες στον οικονομικό και τον πολιτικό χώρο επενέργησαν αποτρεπτικά για την προσέλευση Ελλήνων μεταναστών. Μόνο στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα περίπου 30 οικογένειες Δωδεκανήσιων σφουγγαράδων, κυρίως από την Κάλυμνο, την Κω και τη Σύμη, εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Καταλονίας (Costa Brava) και έζησαν εκεί επί δεκαετίες από την σπογγαλιεία και την αλιεία κοραλλιών.
Κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936-1939), Ελλαδίτες και Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών, συγκροτώντας τον Ελληνικό Λόχο στο πλαίσιο των Διεθνών Ταξιαρχιών. Προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των ναυτεργατών, που κατέφυγαν στη Μασσαλία μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά και από την ομογένεια της Αμερικής, του Καναδά, της Αγγλίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και της ΕΣΣΔ. Ανάμεσά τους και σημαντικός αριθμός διανοουμένων και φοιτητών. Μετά τη διάλυση των Διεθνών Ταξιαρχιών, τον Σεπτέμβριο του 1938, οι περισσότεροι εγκατέλειψαν την Ισπανία και κατευθύνθηκαν κυρίως προς τις σοσιαλιστικές χώρες.
Στις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική παρουσία στην Ισπανία και την Πορτογαλία υπήρξε καθαρά περιστασιακή, λόγω της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε και στις δυο χώρες. Εξαίρεση αποτελεί μικρός αριθμός οικογενειών εμπόρων από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου, που εγκαταστάθηκε σε μεγάλα αστικά κέντρα (Μαδρίτη, Βαρκελώνη), αλλά και σε μικρότερα (Πάλμα των Καναρίων). Οι οικογένειες αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας μικρής ελληνικής κοινότητας και της ορθόδοξης ενορίας του Αγίου Ανδρέα (1949), που από το 1973 διαθέτει και τη δική της εκκλησία, τον ελληνορθόδοξο ναό των Αγίων Ανδρέα και Δημητρίου.
Από τη δεκαετία του 1960 – και κυρίως του 1970 – άρχισαν να εμφανίζονται στα ισπανικά πανεπιστήμια οι πρώτοι Έλληνες φοιτητές. Από αυτούς πολλοί παρέμειναν στην Ισπανία, δημιουργώντας οικογένειες μικτού, κυρίως, χαρακτήρα και εργαζόμενοι ως γιατροί, αρχιτέκτονες, μηχανικοί και επιχειρηματίες ή διδάσκοντας σε πανεπιστήμια της χώρας. Μαζί τους η ελληνική κοινότητα άρχισε να κάνει κάπως αισθητή την παρουσία της στη Μαδρίτη, τη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη.
Η ισχυρή κλασική παράδοση και ο φιλελληνισμός των Ισπανών ουμανιστών συνδυάστηκε με την παρουσία των Ελλήνων επιστημόνων της Ισπανίας και απέδωσε μερικές ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες στο πολιτιστικό πεδίο. Διαρκέστερο, μέχρι σήμερα, δείγμα αυτής της συνεργασίας αποτελεί η ίδρυση στη δεκαετία του 1980 του Ισπανοελληνικού Συνδέσμου, (Asociacion Hispano-Helenica), που εκδίδει το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Erytheia και αναπτύσσει πολυποίκιλη πολιτιστική δραστηριότητα. Σύλλογοι παρόμοιου χαρακτήρα ιδρύθηκαν και στην Τενερίφη (Γέφυρα), τη Σεβίλλη (Πρόμαχος) κ.α. Η έλευση Ελλήνων φοιτητών και εμπόρων στην Καταλονία ενδυνάμωσε επίσης τον εκεί αρχικό πυρήνα και επέτρεψε την ίδρυση της Ενορίας Αγίου Νεκταρίου (1975) και της Ελληνικής Κοινότητας Βαρκελώνης (1978), που ξεκίνησε με 60 περίπου μέλη.
Από τη δεκαετία του 1990, η ελληνική παρουσία στην Ισπανία ενισχύθηκε σημαντικά χάρη στις νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικράτησαν στην Ευρώπη, και κυρίως με την είσοδο της Ελλάδας και της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα χαρακτηριστικά, όμως, του Ελληνισμού της Ισπανίας εξακολουθούν να παραμένουν σταθερά: επικρατούν οι μικτοί γάμοι, ενώ το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο καθορίζει και την επαγγελματική ενασχόληση των Ελλήνων της χώρας (πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, καλλιτέχνες, γιατροί, δικηγόροι κ.λπ.). Αυξημένη όμως είναι, σε σχέση με το παρελθόν και η παρουσία επιχειρηματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και υπαλλήλων των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εδρεύουν σε ισπανικές πόλεις (Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Σεβίλλη, Αλικάντε).
Σημαντική αύξηση παρουσιάζει επίσης και ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών (κυρίως μεταπτυχιακών καθώς και προπτυχιακών υποτρόφων διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων), η παρουσία των οποίων είναι πλέον αισθητή σε πόλεις με μακρόχρονη πανεπιστημιακή παράδοση, όπως π.χ. η Γρανάδα και η Βαρκελώνη.
Η νέα εικόνα της ελληνικής παρουσίας στη χώρα συνετέλεσε ώστε το 2004 να ιδρυθεί στη Μαδρίτη ο Σύλλογος Ελλήνων Κατοίκων της Ισπανίας (Asociacion de Griegos Residentes en Espana), με 300 περίπου μέλη αποκλειστικά ελληνικής καταγωγής, που αποσκοπεί στην προώθηση του ελληνικού πολιτισμού. Παρόμοιος είναι και ο στόχος της Ελληνικής Κοινότητας Βαρκελώνης (Comunidad Griega de Barcelona), που, μετά το μαρασμό της, επαναλειτούργησε το 1994 με 500 περίπου μέλη (από τα οποία ελληνικής καταγωγής είναι γύρω στα 100). Σε όλη την Καταλονία υπολογίζεται ότι διαμένουν σήμερα περί τις 200 ελληνικές οικογένειες, αμιγείς ή μικτού χαρακτήρα. Η Κοινότητα διατηρεί σχολείο με 25 παιδιά και με δάσκαλο αποσπασμένο από την Ελλάδα, ενώ στην πόλη της Βαρκελώνης λειτουργεί και έμμισθο Προξενείο.
Σήμερα ο αριθμός των Ελλήνων που διαβιούν στην Ισπανία ως μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνά τις 2.000 ψυχές, ενώ ακαθόριστος είναι ο αριθμός των φοιτητών. Από το 1994 λειτουργεί, επίσης, στη Μαδρίτη η πρεσβεία της Κύπρου με δικαιοδοσία στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Νότια Αμερική, ενώ μικρός αριθμός Κυπρίων ασχολείται με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και εστιατόρια στην τουριστική περιοχή Costa del Sol.
Το 2003 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε την αναβάθμιση της Εκκλησίας της Ισπανίας σε Μητρόπολη πανορθόδοξου χαρακτήρα. Στην πρωτοβουλία αυτή συνετέλεσε ασφαλώς και το γεγονός ότι στην Ισπανία εγκαταστάθηκαν αρκετοί ορθόδοξοι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη. Η Μητρόπολη αυτή έχει δικαιοδοσία σε ολόκληρη την Ιβηρική Χερσόνησο, καλύπτοντας, ώς ένα βαθμό, και τις θρησκευτικές ανάγκες των Ελλήνων και των άλλων Ορθοδόξων της Πορτογαλίας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σημειώθηκε αύξηση του ενδιαφέροντος των Ισπανών για την Ελλάδα, γεγονός που επέτρεψε την εισαγωγή της διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής σε 18 Πανεπιστήμια και κυρίως σε Τμήματα Κλασικής Φιλολογίας, Μετάφρασης και Διερμηνείας, ινστιτούτα γλωσσών και σε ορισμένα μη πανεπιστημιακού επιπέδου Επίσημα Σχολεία Γλωσσών. Το 1996 ιδρύθηκε η Ισπανική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπονδών, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, που καλύπτει, επίσης, την Πορτογαλία και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Από το 2000 ιδρύθηκε στη Γρανάδα το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπονδών, το οποίο λειτουργεί ως συμβεβλημένο ερευνητικό κέντρο με το Πανεπιστήμιο της Γρανάδας. Εκτός από την πλούσια ερευνητική, εκπαιδευτική και εκδοτική του δραστηριότητα, διαθέτει τη σημαντικότερη εξειδικευμένη βιβλιοθήκη στην Ιβηρική Χερσόνησο (15.000 τίτλοι) και Ψηφιακό Αρχείο ισπανικών πηγών για τη μεσαιωνική και νεότερη Ελλάδα και Κύπρο.
Η εμφανής άνθηση των Νεοελληνικών Σπουδών έφερε και μια παράλληλη εκδοτική δραστηριότητα σε επιστημονικά περιοδικά και σε αυτοτελείς μελέτες και μεταφράσεις νεοελλήνων συγγραφέων.