H κρίση των νεοελληνικών στην Αυστραλία

Με το ξεκίνημα μιας νέας ακαδημαϊκής χρονιάς επανακάμπτει στο προσκήνιο και στην επικαιρότητα το καυτό θέμα της κρίσης που διέρχεται εδώ και χρόνια η ελληνική γλώσσα και κατ’ επέκταση οι νεοελληνικές σπουδές γενικότερα, σε διεθνή κλίμακα – ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες συνταρακτικές αποκαλύψεις για το σκάνδαλο αλόγιστης διασπάθισης κονδυλίων του ελληνικού δημοσίου σε ελληνόγλωσσα σχολεία της διασποράς…

Η κρίση των νεοελληνικών σπουδών στην Αυστραλία είναι πολυδιάστατο ζήτημα το οποίο, αρχικά τουλάχιστον, πρέπει να ιδωθεί ως μέρος ενός γενικότερου προβλήματος υποβάθμισης και απαξίωσης των ανθρωπιστικών σπουδών διεθνώς. Δηλαδή, πρόβλημα δεν υπάρχει μόνο με τα Ελληνικά (που ούτως ή άλλως είναι μικρής εμβέλειας γλώσσα), αλλά και με τα Αγγλικά, τα Ισπανικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά και άλλες γλώσσες. Υπενθυμίζω ότι, πριν λίγα χρόνια, δόθηκε μεγάλη μάχη για να μην κλείσουν τα τμήματα Γαλλικών και Γερμανικών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Πρόβλημα νεοελληνικών σπουδών υπάρχει βέβαια και στην Ελλάδα, όπως γνωρίζουμε από πλήθος αναφορές στα ΜΜΕ, αλλά το πρόβλημα της Αυστραλίας είναι διαφορετικού είδους, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η κακοδαιμονία των νεοελληνικών σπουδών στην Αυστραλία αποδίδεται – συνήθως – στην αισθητή μείωση φοιτητών. Δικαίως, αφού ούτε ο εκπαιδευτικός χώρος εξαιρείται από τον κανόνα ζήτησης και προσφοράς. Τίποτα – δυστυχώς – δεν μπορεί να λειτουργήσει, ιδιαίτερα στην εποχή μας, χωρίς «πελατεία». Αυτό όμως (η έλλειψη φοιτητών) δεν ήταν πάντα η μόνη και η κυριότερη αιτία του κακού. Ο λόγος π.χ. για τον οποίο έκλεισε το Τμήμα Ελληνικών του Πανεπιστημίου Deakin όπου εργαζόμουν επί πολλά συναπτά έτη (στη δεκαετία του ’80), δεν οφειλόταν καθόλου στην έλλειψη φοιτητών, αλλά σε μια προειλημμένη απόφαση κάποιων πανεπιστημιακών-powerbrokers να συγκεντρωθούν οι νεοελληνικές σπουδές σε ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, αντί να υπάρχει πολυδιάσπαση, όπως και έγινε. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε άρχιζε η εποχή του περίφημου “rationalization” και της ενσωμάτωσης όχι μόνο τμημάτων, αλλά και ιδρυμάτων. Εμείς λ.χ. λειτουργούσαμε αρχικά ως Victoria College of Advance Education και κατόπιν ενσωματωθήκαμε στο Πανεπιστήμιο Deakin. Η περίπτωση της Μελβούρνης, πάντως, θα μπορούσε να ταυτιστεί με αυτή της γνωστής «φούσκας» των χρηματιστηρίων που αναπόφευκτο ήταν κάποτε να σπάσει. Διότι ήταν αφύσικο μια πολιτεία (όσο μεγάλο ελληνόφωνο πληθυσμό κι αν είχε) να διατηρεί 6 (!) τμήματα νεοελληνικών, όπως συνέβαινε με τη Μελβούρνη στη δεκαετία του ’80. Δηλαδή η Αυστραλία να έχει περισσότερα τμήματα νεοελληνικών σπουδών απ’ ό,τι οι μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας!…

Ποιες είναι όμως οι αιτίες κακοδαιμονίας των νεοελληνικών σπουδών στην Αυστραλία;

Η πρώτη αιτία σχετίζεται, νομίζω, με την κατάρτιση και το επίπεδο του διδακτικού προσωπικού, καθώς και με την ποιότητα των προσφερομένων νεοελληνικών σπουδών. Μολονότι οι νεοελληνικές σπουδές γνώρισαν περιόδους άνθησης, αυτή ήταν περισσότερο ποσοτικού παρά ποιοτικού χαρακτήρα. Θέλω να πω απερίφραστα ότι, παρά τον όποιον (φανομενικό) δυναμισμό τους παλαιότερα, οι νεοελληνικές σπουδές στην Αυστραλία ουδέποτε κατάφεραν να αποκτήσουν το “image” και το κύρος εκείνο που θα τους επέτρεπε να θεωρηθούν ισάξιες των αντίστοιχων ελλαδικών ή εκείνες άλλων χωρών (της Ευρώπης και της Αμερικής) και να καταξιωθούν στη συνείδηση της διεθνούς πανεπιστημιακής κοινότητας.

Η όποια – μεγάλη ή μικρή – απαξίωση οφείλεται, κυρίως, στην ανεπάρκεια του διδακτικού προσωπικού, η πλειονότητα του οποίου (παλαιότερα τουλάχιστον, σε μεμονωμένες περιπτώσεις) δεν ήταν κάτοχοι διδακτορικού και, σε αρκετές περιπτώσεις, ούτε καν μάστερ (!) – ακόμη και σε περιπτώσεις διευθυντών ή επικεφαλείς Κέντρων/Τμημάτων Ελληνικών Σπουδών, ακόμη και σήμερα, δυστυχώς!… Πράγμα εντελώς αδιανόητο για άλλες χώρες του κόσμου. Αυτό εξηγείται και απ’ το γεγονός ότι τα εν λόγω Κέντρα επανδρώνονταν από αποσπασμένους απ’ την Ελλάδα εκπαιδευτικούς που ήταν καθηγητές δευτεροβάθμιας και όχι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στη Μελβούρνη μάλιστα είχαμε περιπτώσεις ακόμη και αποσπασμένων δημοδιδασκάλων που δίδασκαν σε προγράμματα νεοελληνικών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης!
Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με την απουσία οιουδήποτε μελλοντικού σχεδιασμού, και πολιτικής για μακρόχρονη επιβίωση και προώθηση των νεοελληνικών σπουδών. Χωρίς γερές υποδομές, με μονολιθική διάρθρωση, ανελαστικότητα και απαρχαιωμένους μηχανισμούς αντίστασης στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τη νέα τάξη ή έστω… αταξία πραγμάτων στον εκπαιδευτικό χώρο, αρκετά τμήματα νεοελληνικών σπουδών επόμενο ήταν να καταρρεύσουν σαν τραπουλόχαρτα.

Η τρίτη αιτία σχετίζεται με την ούτως ειπείν «γκετοποίηση» των νεοελληνικών σπουδών, η οποία αποδείχθηκε ευχή αλλά και κατάρα. Ευχή, διότι, επί πολλά χρόνια, η κύρια δεξαμενή φοιτητών ήταν, και ίσως είναι ακόμη, η ομογένεια, αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι άτομα ελληνικής καταγωγής. Κατάρα, διότι, με την πάροδο του χρόνου και τις επελθούσες αλλαγές (δημογραφικές, εργασιακές, μεταναστευτικές και άλλες), η δεξαμενή αυτή (φοιτητών) που έχει ήδη αρχίσει να στερεύει απελπιστικά, δεν έχει αντικατασταθεί με άλλη πηγή, η δε στρατολόγηση φοιτητών εκτός ομογένειας έχει αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολη και ατελέσφορη. Κι αυτό διότι, προφανώς, δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε γιατί, για ποιους συγκεκριμένα λόγους, συμφέρει κάποιον να σπουδάσει νεοελληνικά και όχι κάτι άλλο. Ίσως γιατί – ας το ομολογήσουμε επιτέλους – δεν έχουμε, ή δεν υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα στη φαρέτρα μας στους δύσκολους καιρούς της ανεργίας και των οικονομικών προβλημάτων που διέρχεται η ανθρωπότητα. Προσοχή: λέω ίσως…

Η τέταρτη αιτία σχετίζεται με το γεγονός ότι οι νεοελληνικές σπουδές στην Αυστραλία, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, ήταν πάντα συνδεδεμένες κι εξαρτημένες από την ομογένεια και ό,τι αυτό συνεπάγεται (διαπλεκόμενα συμφέροντα, προσωπικές φιλοδοξίες, ανταγωνισμούς, αντιπαλότητες, ίντριγκες, διενέξεις, συγκρούσεις κτλ), πράγμα που υπονόμευσε τόσο την εύρυθμη λειτουργία, το “image”, όσο και το ήδη προαναφερθέν ελλειμματικό κύρος τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι, οι νεοελληνικές σπουδές σήμερα στην Αυστραλία (με κάποιες οπωσδήποτε τιμητικές εξαιρέσεις που πάντα υπήρχαν και υπάρχουν) να αντικατοπτρίζουν την μιζέρια, την κακομοιριά, την φθορά και παρακμή, καθώς και την πολιτιστική και γενικότερη κρίση που διέρχεται η ομογένεια. Δυστυχώς, η κακοδαιμονία αυτή (των νεοελληνικών σπουδών) έχει επιδεινωθεί με την ανάμειξη (τα τελευταία χρόνια) στις ενδοπαροικιακές έριδες και συγκρούσεις παραγόντων της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, καθώς και της ελλαδικής πανεπιστημιακής κοινότητας, οι οποίοι αντί να εκτονώνουν, ρίχνουν περισσότερο λάδι στη φωτιά με εμπρηστικά άρθρα και δημόσιες παρεμβάσεις τους υπέρ ή κατά αντιμαχόμενων πλευρών της ομογένειας.

Η πέμπτη αιτία σχετίζεται με την πλήρη μυστικοπάθεια, αδιαφάνεια και – ενίοτε –παραπληροφόρηση που χαρακτήριζε, και ίσως χαρακτηρίζει ακόμη, μεμονωμένες, ευτυχώς, περιπτώσεις κέντρων και/ή προγραμμάτων νεοελληνικών σπουδών, αναφορικά με την ύπαρξη, λειτουργία και πορεία τους. Τα διάφορα αρνητικά έως σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα του ομογενειακού, αυστραλιανού κι ελλαδικού Τύπου, καθώς και οι επικριτικές ραδιοφωνικές εκπομπές για κακοδιαχείριση, ατασθαλίες και άλλα τινά, εκθέτουν και απαξιώνουν ακόμη περισσότερο τις ήδη προβληματικές νεοελληνικές σπουδές στους Αντίποδες, καθιστώντας τες αναξιόπιστες στα μάτια ιθυνόντων και κοινής γνώμης. (Αναφέρομαι στην περιβόητη περίπτωση ΕΚΕΜΕ, αλλά και στο τελευταίο σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ελλάδα περί διασπάθισης τεράστιων κονδυλίων στην εκπαίδευση κι ελληνομάθεια σχολείων της ελληνικής διασποράς – θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα…). Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργούν αβίαστα την εντύπωση ότι, όσον αφορά τις νεοελληνικές σπουδές, πρόκειται για κάτι το παθητικό και σχεδόν χρεωκοπημένο. Κι αυτό οδηγεί στην αποξένωση του κοινού, την άρση εμπιστοσύνης και λαϊκού ερείσματος προς αυτές, στην αποθάρρυνση και απομάκρυνση των όποιων μελλοντικών υποψηφίων φοιτητών και, συνακόλουθα, στον μαρασμό και τη σταδιακή αυτοκατάργησή τους.

Σε τελική ανάλυση, φρονώ ότι για να επιβιώσουν οι νεοελληνικές σπουδές στους Αντίποδες αλλά και οπουδήποτε, πρέπει να συντρέχουν ουσιώδεις ανάγκες ύπαρξης και πραγματική ζήτηση. Την τελευταία την καθορίζει πάντα η βάση (δηλαδή η ίδια η κοινωνία και οι ανάγκες της) και ποτέ η κορυφή (δηλαδή οι πανεπιστημιακοί). Εξ ου και οι νεοελληνικές σπουδές σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ταυτίζονται με άτομα, ούτε και να αποτελούν προσχηματικούς λόγους ύπαρξης για την απασχόληση των πανεπιστημιακών, αλλά οφείλουν να ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες της χώρας που τις φιλοξενούν και του χώρου που υπηρετούν. Διαφορετικά δεν έχουν ούτε λόγο ούτε νόημα ύπαρξης.

(Σημ.: Το παραπάνω κείμενο βασίζεται σε εισήγησή μου που δόθηκε στην Παναυστραλιανή Σύσκεψη Νεοελληνιστών, που διοργάνωσε το ΣΑΕ Ωκεανίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, 4-5 Απριλίου 2008).
* Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, τέως συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου ΣΑΕ Ωκεανίας (1999-2006) και συγγραφέας. Τα τελευταία του βιβλία είναι: η ελληνική μετάφραση της αυτοβιογραφίας του Πάτρικ Γουάιτ «Ψεγάδια στον καθρέφτη» (εκδ. “Τυπωθήτω”, Αθήνα 2008), η βιογραφία «Κώστας Ταχτσής: η αθέατη πλευρά της σελήνης» (εκδ. “Ηλέκτρα”, Aθήνα 2009) και το θεατρικό «Προσοχή: Εύθραυστον!» (εκδ. “Αιολικά Γράμματα”, Αθήνα 2010).