H συμβολή της ηπειρωτικής παιδείας στην αφύπνιση του έθνους

Εκείνο που έκανε να ξεχωρίζει η Ήπειρος στη συνείδηση του έθνους είναι τα σχολεία της. Αυτά λειτουργούσαν σύμφωνα με τη νομοθεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα σχολεία ήταν κυρίως ιδιωτικά και διευθύνονταν απ΄ ευθείας από ιδιώτες ή από τις Κοινότητες με την έγκριση της Πύλης. Πολλά σχολεία έγιναν θύματα της τουρκικής κυριαρχίας. Στην Ήπειρο λειτουργούσαν σχολεία πριν από τον τουρκικό ζυγό. Πολλά απ΄ αυτά καταστράφηκαν το 1822 από τους στρατιώτες του Χουρσίτ κατά τη διάρκεια και μετά την επιχείρηση καταστροφής του Αλή Πασά. Ευτυχώς οι Τούρκοι κατακτητές δεν έγιναν διώκτες των λογίων και πολέμιοι της διάδοσης των ελληνικών Γραμμάτων γιατί δεν αντιλήφτηκαν την αξία τους και την θεώρησαν από τη θρησκευτική άποψη.

Οι αντιπρόσωποι των υποδουλωθέντων εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία και συνέχισαν τη λειτουργία των υπαρχόντων σχολείων και παράλληλα με τη συνδρομή Ηπειρωτών ευεργετών του εξωτερικού ή με εράνους ανήγειραν νέα τόσο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό και των οποίων κάλυπταν τα έξοδα λειτουργίας.
Τα σχολεία αυτά κράτησαν ζωντανό τον πυρήνα των ελληνικών Γραμμάτων και επέτρεψαν στους Έλληνες να διατηρήσουν την ταυτότητα τους τόσο εκτός όσο και εντός του ελλαδικού χώρου, με αποκορύφωμα, της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου και απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1914.

ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ

Στη Μονή Γηρομερίου λειτουργούσε από το 1285 σχολή που ίδρυσε ο κληρικός και ηγούμενος της Μονής Νείλος Εριχιώτης. Η σχολή διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Η μοναστηριακή σχολή λειτούργησε μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.
Αντίστοιχες μοναστηριακές σχολές λειτούργησαν στο Βουθρωτό στη Μονή Καμιτσάνης μέχρι τον 17ο αιώνα και στη σταυροπηγιακή Μονή Σωζίνου. Τα σχολεία έπαψαν να λειτουργούν στα τέλη του 18ου αιώνα μετά από την εισβολή τουρκαλβανικών ληστοσυμμοριών.

ΑΡΤΑ

Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα λειτουργούσε στην Άρτα το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο με δαπάνες της Μητρόπολης Άρτας.
Το 1666, ιδρύθηκε με προτροπή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δημόσια Σχολή τα έξοδα της οποίας κάλυπτε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων μέχρι το 1821 οπότε όλοι οι δάσκαλοι και καθηγητές κατέφυγαν στα Επτάνησα λόγω των τουρκικών λεηλασιών. Διδάσκονταν Θεολογία, Ελληνικά και Επιστήμες. Στη σχολή φοίτησε για δύο χρόνια ο Ευγένιος Βούλγαρης.

ΠΡΕΒΕΖΑ

Στην Πρέβεζα, μετά από προτροπή του οσιομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού ιδρύθηκε με έρανο το 1775 σχολείο όπου διδάσκονταν Γραμματική και φιλολογικά μαθήματα. Το 1830 με χρήματα του ηπειρώτη έμπορου στη Ρωσία Θεοφάνη ιδρύθηκε και λειτούργησε η Θεοφάνειος Σχολή.

ΜΕΤΣΟΒΟ

Με δαπάνες των Μετσοβιτών εμπόρων στη Ρωσία, λειτουργούσαν από τον 17ο αιώνα ελληνικά σχολεία το οποία καταστράφηκε το 1882 από τους Τούρκους.

ΖΑΓΟΡΙ

Σε όλα σχεδόν τα χωριά του Ζαγορίου (44 χωριά), με ονομαστά σχολεία στο Κουκούλι, Τσεπέλοβο, Βίτσα, Φραγκάδες και Αρίστη, λόγω ειδικών προνομίων, λειτουργούσαν από τον 17ο αιώνα δημόσια ελληνικά σχολεία τα οποία διατηρήθηκαν και μετά την καταστροφή του Αλή Πασά.

ΔΕΛΒΙΝΟ

Στην περιοχή του Δέλβινου, και μετά από προτροπή του οσιομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού ιδρύθηκαν δύο Ελληνοδιδασκαλεία τα οποία συντηρήθηκαν από τους κατοίκους της περιοχής μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οπότε και έκλεισαν ελλείψει πόρων.

ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ

Στο Αργυρόκαστρο λειτουργούσε μέχρι τον 16ο αιώνα ελληνικό χριστιανικό σχολείο, αλλά λόγω της αύξησης του τουρκαλβανικού στοιχείου έκλεισε. Με δαπάνες του Επισκόπου Δρυϊνούπολης το σχολείο επαναλειτούργησε σαν «κοινό» Ελληνικό σχολείο στα μέσα του 17ου αιώνα και συντηρήθηκε με δαπάνες και εράνους των κατοίκων μέχρι το 1822.

ΜΟΣΧΟΠΟΛΗ

Από τα μέσα του 17ου αιώνα λειτουργούσε σπουδαία Ελληνική σχολή όπου διδάσκονταν Γραμματική, Αριθμητική, Θεολογία και Φιλοσοφία. Το 1740 η σχολή διέθετε τυπογραφείο. Η σχολή καταστράφηκε από τους τουρκαλβανούς το 1769 και επαναλειτούργησε ως εκπαιδευτήριο το 1840 με τη συνδρομή του ευεργέτου Γεωργίου Σίνα.

ΚΟΝΙΤΣΑ

Στη Μονή Μολυβδοσκεπάστου λειτουργούσε μοναστηριακή σχολή και αντίστοιχη στη Μονή Βελλά στο Καλπάκι (η οποία λειτουργεί ακόμη και σήμερα ως ιεροδιδασκαλείο) από τις αρχές του 16ου αιώνα.

ΙΩΑΝΝΙΝΑ

Η φήμη των σχολείων των Ιωαννίνων ξεπέρασε τα τοπικά όρια. Τα σχολεία διέφεραν ριζικά από τα άλλα. Ο Νεόφυτος Δούκας είπε: «Εκ των σχολείων των Ιωαννίνων εξέρευσαν ρύακες ικανοί να ποτίσωσι την διψώσαν Ελλάδα και ότι οι μαθηταί αυτών, ως από μέσον ποταμού εχέοντο κατά πάσας τας πόλεις καταρδεύοντες αυτάς με των λόγων τα πότιμα νάματα, ανέστησαν σπέρματα πολλαπλάσια, και ότι οι μέχρι της παρελθούσης εκατονταετηρίδος (18ο αιώνα) αναδειχθέντες συγγραφείς Έλληνες υπήρξαν ή Ιωαννίται (κατά το πλείστον) ή τελειόφοιτοι των Ιωαννιτικών σχολείων» ενώ ο Γάλλος ιστορικός Πούκεβιλ αναφέρει: «Τα Γιάννινα φημίζονται για τη σιωπηλή καλλιέργεια των γραμμάτων. Ένα εργαστήρι Φυσικής, σφαίρες, χάρτες, διάφορα όργανα Χημείας και μια βιβλιοθήκη που περιελάμβανε περίπου χίλιους πεντακόσιους τόμους των τριών γλωσσών που διδάσκονται στο κολλέγιο της πόλης, ήταν αρκετά για να μυήσουν τους μαθητές στη γνώση των επιστημών.
Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πόλη αυτή ανέδειξε μεγάλους συγγραφείς και δασκάλους». Ο διδάσκαλος της Μεγάλης του Γένους Σχολής Κ. Κούμας που είπε: «Εις την πόλιν των Ιωαννίνων χρεωστεί η Ελλάς την Αναγέννησιν της Παιδείας» και τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως να αποκαλεί την πόλη των Ιωαννίνων «Μητρόπολιν πάσης μαθήσεως». Γνωστό επίσης είναι το δημώδες «Γιάννενα πρώτα στα άρματα στα γρόσια και στα γράμματα».

Εκτός των άλλων παραγόντων οι οποίοι συνέβαλαν στην ανάπτυξη των γραμμάτων στα Ιωάννινα θα πρέπει να αναφερθούν, αφενός, μεν τα ειδικά προνόμια που παραχωρήθηκαν από τον Μουράτ Β΄ στα Γιάννενα (γνωστά ως ορισμός του Σινάν πασά που κυβερνούσε τα Γιάννενα μετά την κατάληψη της πόλης από τους τούρκους το 1430) και, αφετέρου, ο Αλή Πασάς (1798 – 1822) που  αν και ο ίδιος ήταν αγράμματος, διψούσε για γράμματα και κάτω από την επίδραση του Αγίου Κοσμά ιδρύει σε όλο το κράτος του σχολεία, συντηρεί δασκάλους και προτρέπει τους Μητροπολίτες να πρωτοστατήσουν στην εκπαίδευση. Στην εποχή του τα Γιάννενα προβάλλονται ως Ακρόπολη των Γραμμάτων τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Η δράση των σχολείων των Ιωαννίνων αρχίζει ουσιαστικά από τον 13ο αιώνα πριν από την κατάκτηση των Τούρκων. Η αρχή έγινε στο νησί των Ιωαννίνων όπου ευσεβείς ασκητές και μοναχοί ανέπτυξαν ένα ζωηρό θρησκευτικό βίο που είχε σαν προέκταση την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας. Αυτά αναφέρονται στη συνέχεια κατά τον χρόνο ίδρυσής τους.

Το πιο αρχαίο σχολείο που λειτούργησε στο κάστρο των Ιωαννίνων ήταν η Σχολή των Δεσποτών που ιδρύθηκε το 1204. Δίδαξαν στη σχολή κυρίως ιερομόναχοι. Η σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 1611 μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Διονυσίου Σκυλοσόφου.

Πρώτη σχολή που ιδρύθηκε στο νησί από τον βυζαντινό Μιχαήλ Φιλανθρωπινό είναι η Σχολή Φιλανθρωπινών ή Σπανού. Αυτή λειτούργησε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου ως «Φροντιστήριο» από το 1292 μέχρι το 1642. Οι περισσότεροι δάσκαλοι προέρχονταν από την οικογένεια Φιλανθρωπινών. Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν Φιλοσοφία, Θρησκευτικά και αρχαίοι συγγραφείς. Η σχολή έπαυσε να λειτουργεί 1758.

Στην ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκε από τον βυζαντινό Στρατηγόπουλο και λειτούργησε στο νησί η Σχολή Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου. Ο Ιωαννίτης έμπορος της Βενετίας Ντίλιος, επισκεύασε και ενίσχυσε οικονομικά τη σχολή στην οποία δίδασκαν Φιλοσοφία και Θρησκευτικά κυρίως μοναχοί.

Το 1648, ιδρύθηκε από τον Ιωαννίτη Επιφάνιο η Σχολή Επιφανίου. Ο Επιφάνιος είχε σπουδάσει στη Σχολή Δεσποτών. Εγκαταστάθηκε στη Βενετία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ζώντας τον αναγεννετικό οργασμό της Ευρώπης ένοιωσε την ανάγκη εκσυγχρονισμού του νεοελληνικού κόσμου. Έτσι ίδρυσε την προαναφερθείσα σχολή στα Ιωάννινα με την οποία απέβλεπε στην πνευματική καλλιέργεια της νεολαίας έξω από τη σχολική παράδοση. Δεν περιορίστηκε μόνο στην οικονομική ενίσχυση της σχολής αλλά καθόρισε ο ίδιος το πρόγραμμα μαθημάτων. Εκτός από τη Γραμματική και τα σχολικά μαθήματα διδάσκονταν η Φιλοσοφία και Φυσικές Επιστήμες θέτοντας έτσι τις βάσεις για τη νεοελληνική πνευματική αναγέννηση. Επειδή όμως δεν υπήρχαν ικανοί δάσκαλοι να διδάξουν σύμφωνα με το πνεύμα του, είχε προνοήσει και είχε αναλάβει να σπουδάσει μερικούς νέους στην Ευρώπη που τους προόριζε για δασκάλους της σχολής. Ανάμεσά τους ο Μιχαήλ Μήτρος ο κατόπιν Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος. Ο Μελέτιος είχε πολύ μεγάλη μόρφωση, ήταν φιλόσοφος και μαθηματικός, άριστος ρήτορας και αστρονόμος. Σ΄ αυτόν ανήκει η πρώτη «Εκκλησιαστική Ιστορία» και η «Γεωγραφία». Διάδοχός του ήταν ο Παρθένιος Κατσούλης που εξέδωσε την πρώτη συλλογή των παροιμιών του ελληνικού λαού. Η σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 1742.

Ενώ η Σχολή Επιφανίου λειτουργούσε, ιδρύθηκε, το 1676, με δωρεά του εμπόρου στη Βενετία Ιωαννίτη Εμμανουήλ Γκούμα η Σχολή Γκούμα σαν «Ιεροσπουδαστήριο» με διευθυντές γνωστούς λογίους όπως τον Μακρή Βησσαρίωνα ο οποίος συνέταξε δική του Γραμματική, τον διάδοχό του Γεώργιο Σουγδουρή που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη και δίδαξε εκτός των άλλων Φυσική και Αριστοτελική Φιλοσοφία και Λογική. Μαθητής του ήταν ο Μεθόδιος Ανθρακίτης ο οποίος δίδαξε πρώτος συστηματική Άλγεβρα, Γεωμετρία και Τριγωνομετρία στην Ελλάδα συνδυάζοντας τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία. Εξέδωσε το βιβλίο «Βοσκός Λογικών Προβάτων». Τόσο ο Σουγδουρής όσο και ο Ανθρακίτης κατηγορήθηκαν ως άθεοι και νεωτεριστές και εγκατέλειψαν τη σχολή τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβαν οι Μπαλάνοι και το 1725 μετονομάζεται σε Μπαλάνειο Σχολή από το όνομα του Διευθυντού της Μπαλάνο Βασιλόπουλο μαθητή του Ανθρακίτη ο οποίος παρέμεινε διευθυντής για 37 χρόνια και την αναδεικνύει σε Αρχιγυμνάσιο των Ιωαννίνων. Ο Μπαλάνος θεωρούσε κάθε νεωτεριστικό σαν άθεο. Δίδαξε Μαθηματικά, Φιλοσοφία και Θεολογία. Λόγω των συντηρητικών ιδεών του ήρθε σε σύγκρουση με τον Ευγένιο Βούλγαρη που διήυθυνε τότε τη Μαρουτσαία Σχολή. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Κοσμάς Μπαλάνος ο οποίος ήταν πιο αναχρονιστικός από τον πατέρα του και γι΄ αυτό το λόγο ήρθε σε ρήξη με τον Αθανάσιο Ψαλίδα ο οποίος θεωρείτο βολταιριστής και ελευθερόφρονας. Λόγω της κατάσχεσης των χρημάτων από τους Γάλλους στη Βενετία η σχολή άρχισε να υπολειτουργεί και έπαυσε να λειτουργεί το 1820 ύστερα από τη διένεξη Σουλτάνου και Αλή Πασά. Το 1828 ξαναλειτούργησε σαν δημοτικό σχολείο.

Με δωρεά του Ιωαννίτη Λάμπρου Μαρούτση, που ήταν έμπορος στη Βενετία, ιδρύθηκε το 1742 η Μαρούτσειος Σχολή. Πρώτος διευθυντής ήταν ο ελληνιστής, φιλόσοφος, μαθηματικός, φυσικός και χημικός Ευγένιος Βούλγαρης ο οποίος καθιέρωσε τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών, τη νεότερη φιλοσοφία και την ελληνική γλώσσα. Ο Ευγένιος Βούλγαρης θα είχε γίνει πραγματικός αναμορφωτής της παιδείας αν δεν είχε διαπράξει το σφάλμα να περιφρονήσει τη δημοτική γλώσσα. Κατηγορούμενος για το λόγο αυτό εγκαταλείπει τη σχολή η οποία πέφτει στην αφάνεια το 1797, σε συνδυασμό με την κατάσχεση των χρημάτων στη Βενετία από τους Γάλλους. Το 1805 η σχολή, παίρνει το όνομα του μεγάλου Ιωαννίτη ευεργέτου Ζώη Καπλάνη, εμπόρου στη Ρωσία, σαν Καπλάνειος Σχολή και τίθεται υπό την προστασία του Πατριαρχείου. Πρώτος διευθυντής της ορίζεται ο διαπρεπής καθηγητής Αθανάσιος Ψαλίδας που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Ρωσία και στη Βιέννη. Ο Ψαλίδας εκσυγχρονίζει το πρόγραμμα της σχολής, την οποία διευθύνει για 15 χρόνια, και γίνεται Αρχιδιδάσκαλος των Ιωαννίνων. Ο Ψαλίδας πολέμησε τους σχολαστικούς και αρχαϊστές της εποχής του και έγινε υπέρμαχος της φυσικής γλώσσας. Διαποτισμένος από το αντικληρικό πνεύμα της εποχής άνοιξε πόλεμο με το ιερατείο όμοιο με αυτόν που βρίσκουμε σε πολλές σελίδες του Κοραή, της Ελληνικής Νομαρχίας και στα έργα του Βηλαρά. Δυστυχώς η ευεργετική επίδραση της σχολής έπαυσε το 1820 όταν κάηκε για τους ίδιους λόγους όπως και η Μπαλάνειος. Παρά την καταστροφή λειτούργησε μέχρι το 1828.

Απ΄ αυτή την εποχή αρχίζει μια καινούρια περίοδος στην πνευματική ζωή της Ηπείρου με την ίδρυση της Ζωσιμαίας Σχολής. Η σχολή ιδρύθηκε, κατά μαρτυρία του Κοσμά Μπαλάνου στο βιβλίο του «Αριθμητική», το 1797 και ιδρυτές ήταν οι Μεγάλοι ευεργέτες αδελφοί Ιωαννίτες Ζωσιμάδες έμποροι στη Νίζνα της Ρωσίας οι οποίοι κατέβαλαν μεγάλα ποσά όχι μόνο για την κατασκευή και λειτουργία της σχολής (τέσσερα συνολικά ξεχωριστά και διαχρονικά σχολικά κτίρια) αλλά και για την έκδοση και κυκλοφορία συγγραμμάτων. Η σχολή είχε διοικητικό όργανο τη Χριστιανική Κοινότητα Ιωαννίνων. Στη σχολή διδάσκονταν Ελληνικά, Φιλοσοφία, αρχαίοι συγγραφείς και ξένες γλώσσες. Πρώτος διευθυντής ήταν ο Γεώργιος Κρανάς ή Αίσωπος. Διάδοχός του ήταν ο Ηπειρώτης Αναστάσιος Σακελλάριος, απόφοιτος της Μπαλαναίας Σχολής, ο οποίος με τη δραστηριότητά του κατόρθωσε να προσελκύσει μαθητές από όλη την Ελλάδα. Ειπώθηκε πως αν δεν ήταν οι Ζωσιμάδες δεν θα αναδεικνυόταν ο Κοραής, η δε επανάσταση του 1821 αν τελικά δεν ματαιώνονταν θα καθυστερούσε για πολύ. Η σχολή λειτούργησε το 1828 με τον τίτλο «Γενικό Ελληνικό».

 Το 1852, γίνεται τετρατάξιο Γυμνάσιο και αναγνωρίζεται ισότιμη της Μεγάλης του Γένους Σχολής τη φήμη της οποίας επεσκίασε πολύ γρήγορα. Υπήρξε το φυτώριο σοφών διδασκάλων, ποιητών, λογίων και επιστημόνων και ο αληθινός πνευματικός φάρος της Ελλάδος. Απόδειξη του παραπάνω είναι το γεγονός κατά το θεμέλιο λίθο τοποθετήθηκε η επιγραφή: «ΖΩΣΙΜΑΔΩΝ ΟΔΕ ΜΟΥΣΑΙΟΣ ΛΑΜΠΤΗΡ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΖΟΦΟΝ ΨΥΧΑΙΣΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΕΚΝΩΝ» δηλαδή αυτό το λαμπρό τέμενος των Μουσών που στήθηκε απο τους Ζωσιμάδες διώχνει τα σκοτάδια απο τις ψυχές των παιδιών της Ηπείρου. Οι Τούρκοι που ήταν παρόντες στην τελετή δεν ήξεραν να διαβάζουν αλλά ο Νουρής Εφέντης τους εξήγησε: «Εδώ βρίσκεται ένα μεγάλο πολεμικό εργοστάσιο των Ρωμιών που απεργάζεται την καταστροφή της τουρκιάς. Βγάζει νύχτα μέρα όπλα, κανόνια, ντουφέκια και φιλικούς και αξιωματικούς μορφωμένους που θα φάν το κεφάλι μας και θα καταστρέψουν την τουρκιά της».
Η Ζωσιμαία Σχολή λειτουργεί σήμερα σε νέες εγκαταστάσεις καθ΄ όσον το παλιό κτίριο καταστράφηκε από βομβαρδισμό το 1940.

Η Ήπειρος και οι Ηπειρώτες και ιδιαίτερα οι Γιαννιώτες, από πολύ νωρίς υιοθέτησαν τη θεωρία του Κοραή (ότι το Γένος οφείλει πρώτα να παιδευθεί και μετά να απελευθερωθεί), πριν καν εκείνος τη διατυπώσει. Ήδη από τον 13ο αιώνα λειτουργούσαν στην Ήπειρο αλλά και στο εξωτερικό σχολές με τη συνδρομή κληρικών – λογίων και ευπόρων εμπόρων ηπειρωτών, που επρόκειτο στη διάρκεια του χρόνου να παίξουν καθοριστικότατο ρόλο στην πνευματική αναγέννηση της υποδουλωμένης Ελλάδας. Οι ηπειρώτες έμποροι αλλά και οι φιλομαθείς νέοι είχαν ήδη ανακαλύψει την Ευρώπη. Οι άνθρωποι αυτοί κουβάλησαν, όχι μόνο εμπορικά προϊόντα αλλά και πνευματικό υλικό. Ήρθαν στην Ελλάδα, ιδέες, νοοτροπίες, νέα επιτεύγματα της επιστήμης, από την προοδευμένη Ευρώπη. Οι ξενητεμένοι Ηπειρώτες, διακρίθηκαν όχι μόνο στον «κερδώον», αλλά και στον «Λόγιον Ερμή».Πολλοί Ηπειρώτες συγκεντρώθηκαν σε ακμάζουσες πόλεις της Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ρωσίας.

Η Ήπειρος ήταν έτοιμη να δεχθεί τα πρωτοποριακά μηνύματα του διαφωτισμού. Έγινε νωρίς ένα από τα κέντρα πνευματικής παραγωγής, εφάμιλλο των άλλων κέντρων, όπως ήταν η Θεσσαλία και η Μακεδονία. Αυτή την κυψέλη της δημιουργίας φρόντισαν να τη συντηρούν και να την διευρύνουν πνευματικοί άνθρωποι της Ηπείρου, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αγάπης για τον τόπο τους: Οι λόγιοι Ηπειρώτες, είτε ζούσαν στην Ελλάδα, είτε στη διασπορά, δημιουργούσαν ένα δίκτυο επικοινωνίας, γνωρίστηκαν μεταξύ τους, αντάλλαζαν σκέψεις και ιδέες, έστελναν επιστολές και τιμούσαν ο ένας τον άλλο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ.Θ. Δημαράς.

Πάμπολλοι ακόμα πνευματικοί άνθρωποι της Ηπείρου προσέφεραν τις χρηματικές αλλά και πνευματικές τους καταθέσεις, και δημιούργησαν μια έντονη πνευματική ζύμωση στην Ήπειρο. Έγραψαν κείμενα και βιβλία, τα εξέδωσαν στην Ευρώπη (Βενετία, Βιέννη, Βουκουρέστι κ.α.) και τα δίδαξαν στις σχολές της Ηπείρου.
Βεβαίως, αν επιβίωσε το Γένος των Ελλήνων, δεν επιβίωσε χάριν των μαθημάτων της Φυσικής, Χημείας, της Γεωγραφίας και των άλλων επιστημών που διδάσκονταν, αλλά,. επιβίωσε χάριν της διδασκαλίας της γλώσσας, που είναι το κυριότερο στοιχείο της εθνικής μας παράδοσης και της εθνικής μας ταυτότητας μαζί με τη θρησκεία του λαού μας, την Ορθοδοξία. Πάρα πολλοί από τους ηπειρώτες δασκάλους του Γένους υπήρξαν κληρικοί οι οποίοι απετέλεσαν τους βασικούς εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού. Υπήρξαν και οι αντιπαλότητες μεταξύ των αρχαϊστών και δημοτικιστών καθώς και διαφορετικές απόψεις για τη στενή ή όχι γραμματολογική εκπαίδευση (Αθανάσιος Ψαλίδας, Ευγένιος Βούλγαρης, Μπαλάνος κ.α.) όμως θετικές επιστήμες εισήγαγαν στο πρόγραμμα των μαθημάτων και κληρικοί, όπως ο Επιφάνειος ο Ευγένιος Βούλγαρης, κλπ.

Παρ΄ όλες, όμως, τις αντιτιθέμενες αντιλήψεις και τις αντιπαλότητες, η συμβολή των Ηπειρωτών και των Ηπειρωτικών σχολείων είναι αναμφισβήτητη στον νεοελληνικό διαφωτισμό.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2011 στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ευσταθίου θα τελεσθεί δοξολογία για την επέτειο της ανακήρυξης της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου και απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Όλοι ευπρόσδεκτοι.