Η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, επιμένει ότι δεν εξαπάτησε τους ψηφοφόρους με την προεκλογική δήλωσή της ότι η κυβέρνηση της δεν θα υποβάλει φόρο ρύπανση στη ατμόσφαιρας.

«Οι ψηφοφόροι γνώριζαν, πριν τις εκλογές, ότι πιστεύω στην προστασία του περιβάλλοντος και είμαι, ως εκ τούτου, αποφασισμένη να ενεργήσω γι’ αυτό. Οι ψηφοφόροι γνώριζαν, επίσης, ότι η περιβαλλοντική πολιτική του Εργατικού Κόμματος περιλαμβάνει την επιβολή φόρου ρύπανσης» αμύνεται η πρωθυπουργός.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, χαρακτηρίζει την πρωθυπουργό «ψεύτρα» και εκτιμά, ότι το κοινοβούλιο θα απορρίψει τα κυβερνητικά νομοσχέδια για φορολογία των ρυπαντών του περιβάλλοντος, διότι η κυβέρνηση δεν έχει την απαιτούμενη λαϊκή εντολή.

Παρά τις αντιδράσεις της, η αντιπολίτευση αποφεύγει να δεσμευτεί για ανάκληση του φόρου, αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Ο σκιώδης θησαυροφύλακας Τζο Χόκι, δηλώνει ότι «θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η ανάκληση του φόρου».
Η πρωθυπουργός ανακοίνωσε, την περασμένη εβδομάδα, τη φορολογία των βιομηχανιών που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, εμπλεκόμενη σε νέα μάχη με το ισχυρό κατεστημένο της χώρας.

 Από την 1η Ιουλίου 2011, η κυβέρνηση θα «τιμωρεί» τις βιομηχανίες που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, με ειδικό φόρο, το ύψος του οποίου θα καθοριστεί από διακομματική επιτροπή που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία της πρωθυπουργού.

«Ανέκαθεν, πίστευα ότι η ρύπανση της ατμόσφαιρας είναι έργο ανθρώπινο και γι’ αυτό θεωρώ επιβεβλημένη την ανάγκη παρέμβασης της κυβέρνησης για τη διασφάλιση του μέλλοντος του έθνους» δηλώνει η πρωθυπουργός.

«Στόχος των μέτρων που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση είναι η προστασία του περιβάλλοντος από τις ρυπογόνες βιομηχανίες, η μετάβαση από τη σημερινή ρυπογόνο παραγωγή σε νέες μεθόδους που δεν θα ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα και η προετοιμασία της χώρας για τις αλλαγές που αναμένονται παγκοσμίως για τη σωτηρία του περιβάλλοντος» προσθέτει.

Η πρωθυπουργός ομολογεί ότι η φορολογία των ρυπαντών του περιβάλλοντος θα επιβαρύνει το μέσο πολίτη, διότι οι φορολογούμενες βιομηχανίες θα μεταβιβάζουν το πρόσθετο κόστος «καθαρής παραγωγής» αγαθών στους καταναλωτές.

«Η κυβέρνηση είναι ενήμερη του έξτρα κόστους κάποιων αγαθών και θα ενισχύσει οικονομικά τους χαμηλόμισθους πολίτες. Μέρος των χρημάτων που θα εισπράττει το κράτος από τις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα θα διατίθεται για την ενίσχυση των χαμηλόμισθων» διαβεβαιώνει η πρωθυπουργός, διαμηνύοντας ταυτόχρονα στους «έχοντες» να μην περιμένουν αποζημίωση από το κράτος έναντι του αυξανόμενου κόστους αγαθών.

Η κ. Γκίλαρντ χαρακτηρίζει αστείες τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, ότι ενέδωσε στις πιέσεις των «Πρασίνων» για να παραμείνει στην εξουσία.
«Η απόφαση είναι δική μου και θεμελιώθηκες την πίστη μου, ότι ο άνθρωπος συμβάλει στη μόλυνση του περιβάλλοντος» αντιτείνει.
Απαντώντας, δε, στην κριτική, ότι «αθέτησε την προεκλογική υπόσχεσή της» παραπέμπει «σε επανειλημμένες προεκλογικές δηλώσεις της, για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος».

 Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πείθεται. Ο αρχηγός του Συνασπισμού Τόνι Άμποτ, κατηγορεί την πρωθυπουργό για «ασυνέπεια» και δηλώνει αποφασισμένος «να πολεμήσει με όλες τις δυνάμεις του το νέο, ασύμφορο φόρο».
Φωνή διαμαρτυρίας υψώνουν και οι επιχειρήσεις και μεθοδεύουν αγώνα όμοιο εκείνου που έκανε η βιομηχανία εξόρυξης μεταλλευμάτων κατά της φορολογίας των υψηλών κερδών τους.

«Ο φόρος ρύπανσης θα σκοτώσει τη βιομηχανία και θα αποθαρρύνει τις επενδύσεις» προειδοποιεί η βιομηχανία, διότι οι επιχειρήσεις δεν γνωρίζουν τι φόρο θα πληρώνουν αρχικά και τη διαδικασία μελλοντικής μετάβασης από τη φορολογία στην εμπορία ρύπων».

Η πρωθυπουργός απαντά ότι ο Τόνι Άμποτ έλεγε τα ίδια και για το πλημμυρόσημο, αλλά ο λαός συμφώνησε με την επιλογή της κυβέρνησης.
Οι «Πράσινοι» και ανεξάρτητα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου επιδοκιμάζουν την απόφαση της πρωθυπουργού ως «αναγκαία για την προστασία του περιβάλλοντος».
Οικονομικοί αναλυτές και οργανισμοί παροχής κοινωνικών υπηρεσιών εκτιμούν, ότι ο «φόρος ρύπανσης» θα κοστίσει στη μέση οικογένεια $300 το χρόνο, διότι θα προκαλέσει άνοδο της τιμής των καυσίμων, του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και αγαθών που παράγουν βιομηχανίες-ρυπαντές της ατμόσφαιρας.
Η πρωθυπουργός κρίνει τους υπολογισμούς αυτούς αβάσιμους και διασαφηνίζει ότι το κόστος θα είναι πολύ χαμηλότερο και θα καλυφθεί από τα έσοδα του κράτους.