Η συχνότητα της χρήσης στον ελληνόφωνο λόγο, αλλά και πολύ πιο περισσότερο στον αγγλόφωνο, των επιρρημάτων απολύτως και absolutely είναι άκρως υπερβολική. Υποθέτω ότι θα το έχετε διαπιστώσει. Ίσως σήμερα συνηθίζουμε να μεγιστοποιούμε τα πάντα και να χρησιμοποιούμε την υπερθετικότητα ως μέσο επιβολής. Αυτό όμως είναι ολοφάνερη γλωσσική κατάχρηση.

ΑΠΟΛΥΩ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΟΣ

Απόλυτος σημαίνει ο τέλειος, αλλά και αυτός που δεν έχει όρια. Είναι ολοφάνερο ότι έγινε από την πρόθεση από και το ρήμα λύω. Η από είναι μία από τις πιο χρησιμοποιούμενες προθέσεις μας στη σύνθεση, αλλά και στη σύνταξη.

Η κυριότερη σημασία της είναι η απομάκρυνση, ο χωρισμός, η στέρηση και στη συνέχει η αντίθετη ενέργεια: Αποχωρώ, απόσταση και ο χαρακτηρισμός μας απόδημοι Έλληνες, σημαίνει απομακρυσμένοι, χωρισμένοι από την πατρίδα, ως επίσης αποτυχία, απόκληρος και χιλιάδες άλλες σύνθετες λέξεις. Ως ρήμα λέμε: απολύεσαι=σε παύω από τη θέση που έχεις. Απολύομαι από το στρατό, τη φυλακή = ελευθερώνομαι. Λέμε επίσης: απόλυτη ελευθερία, απόλυτη ησυχία, μοναρχία, σκοτάδι κ.λπ.

ΕΠΙΘΕΤΟ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Το επίθετο που βγήκε από το απολύω είναι ο απόλυτος και το επίρρημά του έγινε απολύτως και στη σημερινή του μορφή απόλυτα. Το επίθετο απόλυτος δεν έχει συγκριτικό βαθμό «απολυτότερος» ούτε «απολυτότατος». Λέμε αυτή η γυναίκα είναι έγκυος και δεν υπάρχει εγκυότερη και εγκυότατη. Ίσως αυτήν την έλλειψη ήρθε να καλύψει το επίρρημα απολύτως. Λέμε: είμαι απολύτως βέβαιος, είναι απολύτως σωστό ή είμαι απολύτως σίγουρος. Οι εκφράσεις όμως: είμαι μάλλον απόλυτος, πολύ απόλυτος ή αρκετά απόλυτος είναι αντιφατικές προς την έννοια του απόλυτος και χρησιμοποιούνται μάλλον λανθασμένα.

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΩΣ

Εάν βάλετε το απολύτως δίπλα από το absolutely διαπιστώνετε αμέσως ότι τα δύο συγγενεύουν λεκτικά και απολύτως νοηματικά. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένα κοφτερό νυστέρι για να κάνουμε μία γλωσσική τομή η οποία θα μάς δώσει την απόλυτη λεκτική απάντηση. Έτσι διερευνούμε σε βάθος τις λέξεις για να έχουμε λογικά και ορατά αποτελέσματα. Τα βήματά μας μπορεί να είναι τα εξής:
Α) Η πρόθεση από και το ρήμα λύω μάς δίνουν το σύνθετο ρήμα απολύω, αλλά και απολύομαι.
Β) Παράγωγα από το λύω έχουμε πολλά: λύση, απόλυση, απόλυτος, διάλυση, διάλυμα (μείγμα) – το σχολικό, είναι διάλειμμα, αδιάλυτος, διαλυτός και πολλά άλλα. Ακόμη και τα ονόματα: Λύσανδρος = λύει, ελευθερώνει τους άνδρες, Λυσίμαχος = λύει, καταπαύει τη μάχη, Λύσιππος = λύει τους ίππους και η Λυσιστράτη απελευθερώνει το στρατό!
Γ) Το επίρρημα απολύτως έγινε από το επίθετο απόλυτος με την κατάληξη-ως, όπως κατάλληλος=καταλλήλως.

ΚΑΙ ΤΟ ABSOLUTELY

Α) Η ελληνική πρόθεση από τα λατινικά έγινε ab, αλλά και adv (advance) και αν (avert), αλλά ακόμη και η ΟF από εδώ γεννήθηκε.
Β) Το ελληνικό ρήμα λύω στα Λατινικά έγινε luo. Τα λεξικά το τονίζουν: From Greek λύω=to loose=λύω, ελευθερώνω.
Γ) Το ενδιάμεσο 50 ήταν αρχικά se και είναι η προσωπική αντωνυμία τρίτου προσώπου και σημαίνει: το εαυτό μου/σου/του, =  αυτός λύει τον εαυτό του και κόλλησε πριν από το ρήμα και έμεινε στη σύνθεση και έγινε το ρήμα absolve=απολύω και absolution έγινε η απελευθέρωση από τις… αμαρτίες, =άφεση κ.α.
Δ) Η αγγλική τα πήρε ΟΛΑ έτοιμα από το λατινικό γλωσσικό χωνευτήρι και έκανε το ρήμα solve=λύω και τη λύση solution. Το ομολογούν: From Greek λύω= to set free. Tο επίθετο έγινε absolute=απόλυτος. Για να γίνει το επίρρημα έβαλαν την κατάληξη –ly, όπως την ελληνική –ως και έγινε absolutely=απολύτως.

ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΜΑΣ

Γιατί να γράφουμε και τα λέμε όλα αυτά; Θα το πούμε ελληνικά όπως το διατύπωσε ο ποιητής μας Κ.Π. Καβάφης στο ποίημά του «Φιλέλλην» (1912): «Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ» Ο εστί μαθερμηνευόμενον αγγλιστί: «So we are fairly Hellenized, I think», το οποίο είναι πολύ κοντά στο πνεύμα της στήλης αυτής: ο γλωσσικός ελληνισμός της αγγλικής. Yes, absolutely!