«Από μικρός ήθελα να γίνω άγιος. Εγώ ήθελα να γίνω ψάλτης, αλλά ο Μάνος Λοΐζος επέμενε να γίνω τραγουδιστής. Το όνειρο της αγιοσύνης δεν έχω εγκαταλείψει ακόμα…»
Αυτά δήλωσε στην τελευταία του συνέντευξη, στην Αυστραλία, την οποία παραχώρησε στον Θέμη Καλλό για το ραδιοφωνικό σταθμό της SBS, πριν δυο μήνες περίπου.
Σ’ αυτή τη συνέντευξη-χείμαρρο μίλησε για τη ζωή του, για όλους και για όλα, λέγοντας ότι πολλοί είναι αυτοί που δεν τον αφήνουν να… αγιάσει!
Πρώτα από όλα, οι πολιτικοί που στρέφουν την πλάτη στον πολιτισμό.
«Μόνο η Μελίνα Μερκούρη με πρόσεξε» τόνισε και πρόσθεσε:
«Όταν έγινε υπουργός Πολιτισμού μου έδωσε επιχορήγηση για δώδεκα συναυλίες χωρίς να της το ζητήσω. Έκτοτε, όλοι οι άλλοι κάθε φορά που έκανα αίτηση για συναυλίες τις απέρριπταν και με αγνοούσαν».
Στη συνέντευξη δήλωσε ότι συμπαθεί και «προστατεύει» τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, γιατί «έστω και εν αγνοία του, ως υπουργός Παιδείας προστάτευσε για λίγες μέρες τον δάσκαλο – τον Ινδό Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς (γνωστό ως Osho).
«Όμως», συνεχίζει, «ο πρωθυπουργός έχει στρέψει την πλάτη του στον πολιτισμό. Η Ελλάδα χρειάζεται μια πολιτιστική ανάσταση και έτσι θα λύσει και το οικονομικό της πρόβλημα».
Στην Αυστραλία ο Μανώλης Ρασούλης πραγματοποίησε ιδιωτική επίσκεψη.
Ήρθε για να δει έναν παιδικό, αδελφικό του φίλο, τον Μιχάλη Τριανάκη, με τον οποίο τραγουδούσαν μαζί τα βράδια στην Κρήτη.
«Έτσι δημιουργήθηκε η μαγιά και αυτό συνέβαλε ώστε αργότερα να γίνω επαγγελματίας τραγουδοποιός» είπε.
Και με την ευκαιρία, παρουσίασε τα τραγούδια του, τα βιβλία του και τις… σκέψεις του στην ομογένεια του Σίδνεϊ.
«Βρέθηκα στην Αυστραλία», είπε, «για να δείξω και μια άλλη Ελλάδα που έχω μέσα μου. Μια Ελλάδα που ακόμα λάμπει.
Θέλω η Ελλάδα να γίνει μια πολιτιστική Ελβετία. Ντροπή να μας λένε PIGS οι ξένοι. Πρέπει να ξανακερδίσουμε την αξιοπρέπειά μας. Και αυτό θα γίνει μόνο με τον πολιτισμό».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα είχε πολλά όνειρα.
Πέρα από τα τραγούδια ήθελε να μεταφέρει στον κινηματογράφο το έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Ήθελε να αναβιώσει την πνευματική δημιουργία της δεκαετίας του ’60.
«Της Ελλάδας των Νόμπελ και των Όσκαρ. Δυστυχώς, χάθηκε ο πολιτισμός μας. Εξομοίωσαν το τραγούδι με τις κάλτσες που εισάγονται από την Κίνα. Παραλάβαμε έναν πολιτισμό με Σεφέρη, Ελύτη Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και έχουμε τις αηδίες και τα Greeklish της Eurovision. Κούφια πράγματα και αηδίες. Ρίξαμε στον καιάδα την αξιοπρέπεια μας, ποντάραμε στις καταθέσεις αντί στον πολιτισμό και την… κάτσαμε την βάρκα».
Και συνέχισε: «Τώρα που βρισκόμαστε σε ένα χάος εμείς οι εξωτικοί και συνήθεις ύποπτοι προσπαθούμε να θέσουμε απ’ την αρχή τα θέματα του πολιτισμού της χώρας».
Μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια είπε ότι γεννήθηκε στην καρδιά του Ηρακλείου. Ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος.
«Επηρεάστηκα από το χρυσό στο μαγαζί του, που είναι ένα δαιμονικό μέταλλο αλλά και από την εκκλησία του Αγίου Μηνά όπου έψελνα».
Αργότερα, τον επηρέαζαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στην Κρήτη και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.
«Ξεπατίκωνα τους Αμερικανούς και έκανα διάφορες φιγούρες. Βούρτσα τα μαλλιά και χόρευα τουίστ. Ένας μικρός Τραβόλτα της εποχής μου ήμουν. Όλα αυτά τα γράφω στη μίνι-αυτοβιογραφία μου που θα κυκλοφορήσει σύντομα και επιδιώκω να μεταφραστεί και στην αγγλική» τόνισε.
Λίγο αργότερα ασχολήθηκε και με την πολιτική καθώς βγήκε από σόϊ «αριστεράντζα».
«Οι θείοι μου ήταν τσαγκαράδες «αρχειομαρξιστές». Με το παραμικρό τράβαγαν φαλτσέτα. Εγώ ήμουν πασιφιστής» σημείωσε.
Άκουγε Καζαντζίδη, µαντινάδες και Θεοδωράκη. Σπουδάζει σκηνοθεσία στην Σχολή Σταυράκου (την Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπως την είπε) και δουλεύει στην εφηµερίδα «Δηµοκρατική Αλλαγή», µαζί µε Λοΐζο, Φώντα Λάδη Σαββόπουλο, Τόνια Μαρκετάκη, Βασίλη Ραφαηλίδη, Θόδωρο Αγγελόπουλο κ.ά.
Χαρακτηρίζει το Μάνο Λοϊζο «μεγάλο αδελφό» αλλά και εξαίρετο καλλιτέχνη και άνθρωπο. Αυτός ήταν που τον μύησε και στο τραγούδι ως τραγουδιστή το 1965.
Μετά τη δικτατορία βρίσκεται στο Λονδίνο, όπου, εκτός των άλλων, συνεργάζεται µε τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ σε παραστάσεις, αλλά και μοιράζοντας μαζί της μαρξιστικές εφημερίδες.
Εκεί έγραψε και τα πρώτα του τραγούδια τα οποία μελοποιήθηκαν.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1974 πέρασε από πολλά στάδια πριν ασχοληθεί πιο εντατικά με το τραγούδι.
«Μαζί με τον Σαββόπουλο κοιμόμασταν στο σπίτι του Λοΐζου σε σλίπινγκ μπαγκς. Όποιος είχε ένα δίδραχμο αγόραζε πατάτες και τις τρώγαμε. Ρώτησα, τότε, τον Σαββόπουλο ποιους θεωρεί καλύτερους συνθέτες στην Ελλάδα και αυτός μου είπε: Ο Μάνος, ο Μίκης και εγώ. Τα έχασα. Αργότερα κατάλαβα πως είχε δίκιο. Ο Σαββόπουλος είναι μεγάλος συνθέτης».
Ο ίδιος θεωρεί μεγάλο συνθέτη και το Νίκο Μαμαγκάκη τραγούδια του οποίου και ερμήνευσε.
«Ο Λοΐζος μου έλεγε ότι ήμουν η αρσενική Φαραντούρη. Κάναμε και κάποια άλλα τραγούδια μαζί πάνω σε στίχους του Χιμκέτ, αλλά δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Πρόσφατα, τα βρήκα στα σκουπίδια της Κολούμπια. Ίσως τα κυκλοφορήσω».
Ο Ρασούλης λέει ότι εμπνευσμένος από τον Καζαντζιδισμό που του άρεσε έκανε τον δίσκο «Εκδίκηση της Γυφτιάς» αλλά πάντα ήθελε να κάνει ένα δίσκο με την Αλεξίου.
«Την έβλεπα στην τηλεόραση και ζαλιζόμουν. Ήθελα να μεταδώσει στα τραγούδια μου τον αισθησιασμό της» είπε.
Και έτσι ήρθαν «Τα Τραγούδια της Χαρούλας» σε μουσική Μάνου Λοΐζου που, όμως ο δίσκος δεν έφερε το όνομά του.
«Πικράθηκα, μουλάρωσα, δεν πήρα και φράγκο και έτσι δεν ενέδωσα και στο αίτημά τους να κάνουμε νέο δίσκο μαζί» τόνισε.
Χαρακτήρισε πάντως τον Λοΐζο «καλό, γενναιόδωρο άνθρωπο σαν το Χατζιδάκι αλλά πολύ κομματίκλα. Εμένα πάλι το ΚΚΕ δεν με πήγαινε. Για πάνω από 15 χρόνια δεν ανέφεραν το όνομά του στο Ριζοσπάστη. Τουλάχιστον ήταν συνεπείς».
Αποκάλυψε δε ότι στόχος του ήταν να ξανακυκλοφορήσει το τραγούδι «Μες το Πλήθος» και στο ρεφραίν να λέει «Κάνε διάλλειμα Μανώλη (αντί Χαρούλα) πες μας τον Καρσιλαμά» σημειώνοντας πως ήταν ένας συμβιβασμός που έκανε υποκύπτοντας στην εταιρία «για να στηριχθεί η σταρ».
«Οι σταρ οι οποίοι σπρώχνονται από τις εταιρίες, τα κονομάνε και το παίζουν και σοφοί και μένα με έχουν στη μπούκα» προσθέτει και θυμάται τον Γιώργο Νταλάρα.
«Εκεί όταν ηχογραφούσαμε τον Λοΐζο ήταν ο Νικολόπουλος με τον Βαρδή. Και μου λέει ο Νικολόπουλος: «Μπορείς να μου δώσεις και μένα κανένα τραγούδι». Του έδωσα, λοιπόν, τη σειρά «Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε» για να τα ερμηνεύσει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Ο Νικολόπουλος επέμενε αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι να το πει ο Νταλάρας. Δεν λέω πολύ καλός ερμηνευτής ο Νταλάρας αλλά με ενοχλούσε που ήθελε να το παίζει Πατριάρχης Παντών των Ρωσιών».
Και συνέχισε ο Ρασούλης:
«Για να αποδείξει σε μένα πόσο τελειομανής είναι θα ερμήνευσε το τραγούδι αυτό πάνω από 300 φορές. Αφού μια φορά καθώς έλεγε στο στούντιο «Πέστε να έρθουν σεισμολόγοι» του λέω, ρε Γιώργο έτσι που το επαναλαμβάνεις θα γίνει κανένας σεισμός. Και εκείνη την ημέρα έγινε».
Στη συνέντευξη ο Ρασούλης παρουσιάστηκε ως Εμμανουήλ Ρασούλης Ντέβα Παρινίτο. Και εξήγησε:
«Το όνομά μου είναι Εμμανουήλ. Αυτό μου έδωσε ο νονός μου και είναι Εβραϊκό. Το Ρασούλης είναι του κορανίου και σημαίνει προφήτης και το Ντέβα Παρινίτο μου το έδωσε ο δάσκαλος Όσο και σημαίνει ερωτευμένος με την Θεότητα. Σπάω όμως και πλάκα με το όνομά μου».