Το χάσμα των γενεών επανέρχεται στην επικαιρότητα με αφορμή τα πεπραγμένα και τα πραττόμενα από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας και άλλων ομογενειακών φορέων που διοικούνται από μέλη της δεύτερης γενιάς.
Η ανάγκη να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των «δημιουργών» των κοινοτήτων και των εθνικοτοπικών οργανισμών με τους διαδόχους τους, παιδιά της δεύτερης και σε λίγο τρίτης γενιάς τονίζεται εμφατικά τον τελευταίο καιρό, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της εποχής μας, για να συναποφασίσουμε τα βήματά μας προς το μέλλον για να διασφαλίσουμε τη μακρόχρονη παρουσία μας στην Αυστραλία.
Μόνο που η συζήτηση σε κάποιους χώρους γίνεται, κατά τη γνώμη μου, μεροληπτικά. Τι εννοώ; Εννοώ, ότι η συζήτηση επικεντρώνεται, κυρίως, «στην άρνηση των παλιών να παραδώσουν τα ηνία στους νέους» και αγνοείται, ηθελημένα ή αθέλητα, η τάση κάποιων νέων ηγετών της παροικίας να σβήσουν τα ίχνη των γερασμένων, πλέον, προκατόχων τους.
Αυτή, η μεροληπτική προσέγγιση του τόσου σοβαρού θέματος της ομαλής, γόνιμης διαδοχής της μίας γενιάς από την άλλη μάλλον ευθύνεται για την άρνηση κάποιων παλιών να παραχωρήσουν τις καρέκλες τους στους νέους.
Παρατηρώ, με βαθύ προβληματισμό, την απόρριψη παλιών ηγετών από νέους με επιχειρήματα του είδους, «έληξε η ημερομηνία χρήσης τους», «καιρός να αφοσιωθούν στα εγγόνια τους», «καιρός να παραχωρήσουν τις θέσεις τους στους μορφωμένους, ικανότερους νέους», «καιρός να δώσουν τόπο στις νέες γενιές».
Η αβασάνιστη απόρριψη ηλικιωμένων διοικητικών στελεχών, που διέθεσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους και σημαντικό μέρος του καθημερινού μόχθου τους για την ίδρυση και λειτουργία των φορέων που τάχθηκαν να υπηρετήσουν είναι η κύρια αιτία αντίδρασης της πρώτης γενιάς στον παροπλισμό της.
Δεν είμαι από εκείνους που υποστηρίζουν, ότι οι κοινοτικοί εργάτες της πρώτης γενιάς εξασφάλισαν, με την προσφορά τους, δικαίωμα ισόβιας παραμονής τους σε διοικητικά συμβούλια. Απεναντίας, πιστεύω, ότι η ειδοποιός διαφορά των καλών από τους καλούς ηγέτες είναι ότι οι πρώτοι –οι καλοί ηγέτες– ξέρουν πότε πρέπει να αδειάσουν την καρέκλα τους.
Πιστεύω, ότι τα πανεπιστήμια δεν παράγουν, απαραίτητα, ικανούς ηγέτες, καθώς επίσης και ότι ο ατομικός πλούτος δεν πρέπει να αποτελεί κριτήριο συμμετοχής σε Διοικητικά Συμβούλια φορέων μας, διότι κάθε συμβούλιο πρέπει να αντανακλά την ομάδα της ομογένειας που εκπροσωπεί πνευματικά, οικονομικά, ταξικά.
Η ανάγκη ύπαρξης ισορροπίας στα διοικητικά συμβούλια των φορέων μας είναι απόλυτα αναγκαία. Είναι απόλυτα αναγκαίο ο συγκερασμός του παλιού με το νέο, ώστε κάθε διοικητικό συμβούλιο να έχει ισορροπημένη αναλογία πείρας και νεανικής δημιουργικότητας στη μεταβατική περίοδο από τη μία γενιά στην άλλη.
Η αλαζονική αντιμετώπιση των «αγράμματων παππούδων» δεν τιμά τις νέες γενιές, όπως δεν τιμά τις παλιές γενιές η αμφισβήτηση των δυνατοτήτων των νέων μας να συνεχίσουν το ταξίδι μας στο μέλλον. Η αποστασιοποίηση της μίας γενιάς από την άλλη δεν εξυπηρετεί τον κοινό στόχο, που είναι η συνέχιση της παρουσίας μας στον αυστραλιανό χώρο.
Οφείλουμε, κατά συνέπεια, να βρούμε τον κοινό τόπο. Οφείλουμε να αντιληφθούμε, παλιοί και νέοι, ότι η πείρα είναι εξ ίσου αναγκαία με τις επιστημονικές γνώσεις και η προσωπική εργασία εξ ίσου αναγκαία με το παχύ πορτοφόλι. Μόνον τότε θα επιτύχουμε την ήρεμη, ανώδυνη μετάβαση από τη μία γενιά στην άλλη.
Στην κοινοτική εκδήλωση για την ανακοίνωση των δωρεών για τον «κοινοτικό πύργο» παρατήρησα με ικανοποίηση, ότι οι περισσότερες δωρεές έγιναν από οικογενειακές επιχειρήσεις με ομόφωνη απόφαση των ιδρυτών των επιχειρήσεων αυτών και των διαδόχων τους.
Καθώς, δε, ο Κώστας Καλυμνίου μιλούσε για την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος των γενιών σκεφτόμουν, πόσο ωφέλιμο θα είναι για τον Ελληνισμό αν λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο και σε παροικιακό επίπεδο. Αν παλιοί και νέοι συζητάμε εποικοδομητικά, σαν οικογένεια, τα οράματά μας, τα σχέδιά μας, τις ανάγκες και αποφασίζουμε ομόφωνα για το μέλλον μας, αντί να απορρίπτουμε οι μεν τους δε, χωρίς να αμφισβητούμε οι μεν τους δε, χωρίς να προσπαθούμε οι μεν να σβήσουμε τα ίχνη των δε, χωρία να παραγνωρίζουμε οι δε την προσφορά των μεν.
Υπάρχει χρόνος να αναθεωρήσουμε την τακτική μας. Υπάρχει χρόνος να κάνουμε τις αναγκαίες υπερβάσεις, υπάρχει χρόνος να οραματιστούμε να σχεδιάζουμε, να προγραμματίσουμε και να υλοποιήσουμε όλοι μαζί.
Μην τον χάσουμε, γιατί θα είμαστε άξιοι της τύχης μας.