Στο κενό έπεσε η προσπάθεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, για διενέργεια «εθνικής δημοσκόπησης» για το φόρο ρύπανσης.
Παίζοντας το τελευταίο του χαρτί, ο κ. Άμποτ, πρότεινε την «καταγραφή» της άποψης του αυστραλιανού λαού υπέρ ή κατά της φορολόγησης του διοξειδίου του άνθρακα από την 1η Ιουλίου 2013 μέσω ενός μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος.
Επικαλούμενος «την εξαπάτηση» του αυστραλιανού λαού από την πρωθυπουργό με την προεκλογική δήλωσή της «να μην επιβάλει φόρο ρύπανσης», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζήτησε τη διενέργεια του μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος σε 90 ημέρες, το αποτέλεσμα του οποίου θα αποτελέσει «θεμέλιο» νομοσχεδίου ανάκλησης τοy φόρου, αν ο Συνασπισμός των συντηρητικών κομμάτων κερδίσει τις προσεχείς εθνικές εκλογές.
Η πρόταση του κ. Άμποτ διακωμωδήθηκε από πολιτικούς, νομομαθείς και ευυπόληπτους πολιτικούς αναλυτές, ως «απέλπιδα» προσπάθειά του να συντηρήσει τη συζήτηση περί «αναξιοπιστίας» της πρωθυπουργού και να συσπειρώσει τα μέλη της αντιπολίτευσης, αρκετά από τα οποία διαφωνούν με τις περιβαλλοντικές επιλογές του αρχηγού τους.
Την πρόταση-τέχνασμα του κ. Άμποτ, η υιοθέτηση της οποίας θα κοστίσει στους φορολογουμένους 80 εκ. δολάρια, εμβόλισε ο γερουσιαστής του κόμματος «Πρώτη η Οικογένεια», Στιβ Φίλντινγκ, μετά από εντατικές συνομιλίες με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης.
Αντίθετα, ο γερουσιαστής Νικ Ξενοφών αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και διασαφηνίζει, ότι η τελική απόφασή του θα εξαρτηθεί από τον τρόπο διατύπωσης της ερώτησης που θα τεθεί στον αυστραλιανό λαό.
Προφανώς, ο κ. Ξενοφών διαφωνεί με την ερώτηση «εγκρίνετε την ψήφιση νόμου για την επιβολή φόρου ρύπανσης;» που προτείνει ο αρχηγός της αντιπολίτευσης και αντιπροτείνει ερώτηση η οποία θα συνδέει το φόρο ρύπανσης με την προστασία του περιβάλλοντος.
Ταυτόχρονα, ο κ. Ξενοφών ζητά τη διενέργεια του άτυπου δημοψηφίσματος μετά την κατάθεση του κυβερνητικού νομοσχεδίου για το φόρο ρύπανσης, ώστε οι ψηφοφόροι να είναι ενήμεροι των λεπτομερειών του κυβερνητικού σχεδίου όταν θα κληθούν να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της επιβολής του φόρου.
Αρνητικά απάντησαν στην πρόταση Άμποτ και οι ανεξάρτητοι βουλευτές Τόνι Γουίνδσορ και Ρομπ Όκσοτ, χαρακτηρίζοντάς την «φωτοβολίδα» που θα κοστίσει ακριβά στους φορολογουμένους.
Ο κορυφαίος Αυστραλός συνταγματολόγος, καθηγητής Τζορτζ Γουίλιαμς, διαφωνεί κάθετα με την πρόταση του κ. Άμποτ. Κατά τον κ. Γουίλιαμς, ο κ. Άμποτ προτείνει τη διενέργεια εθνικής σφυγμομέτρησης η οποία δεν δεσμεύει την κυβέρνηση της χώρας.
«Αντιμετωπίζω την πρόταση Άμποτ με σκεπτικισμό, διότι τέτοια δημοψηφίσματα δεν έχουν αξία, ακόμη και όταν διενεργούνται υπό τις καλύτερες συνθήκες. Τέτοια δημοψηφίσματα έχουν αξία μόνον όταν χρησιμοποιούνται από κυβερνήσεις για την προπαρασκευή νόμων ή πολιτικών. Όταν διενεργούνται με πρόταση της αντιπολίτευσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία δαπανηρή σφυγμομέτρηση» εξηγεί ο καθηγητής Γουίλιαμς.
Αρνητικά σχολιάζει την πρόταση και ο κορυφαίος εκλογολόγος Μάλκολμ Μακέρας. Κατά την άποψή του, άτυπα δημοψηφίσματα δικαιολογούνται όταν διενεργούνται παράλληλα με εκλογές ή δεσμευτικά δημοψηφίσματα.
Στην ιστορία της αυστραλιανής κοινοπολιτείας έχουν διενεργηθεί τρία άτυπα δημοψηφίσματα, δύο το 1916 και 1917 με θέμα την υποχρεωτική στράτευση Αυστραλών πολιτών. Το Εργατικό Κόμμα που τα προώθησε τα έχασε και τα δύο και πλήρωσε βαρύ πολιτικό τίμημα, μένοντας μακριά από την εξουσία μέχρι το 1929. Το τρίτο άτυπο δημοψήφισμα έγινε το 1977 από την κυβέρνηση Φρέϊζερ με στόχο την σφυγμομέτρηση του λαού για την αλλαγή ή όχι του εθνικού ύμνου με δημοψήφισμα.
«Η ιδέα διενέργεια άτυπου δημοψηφίσματος είναι εντελώς παράλογη. Τα άτυπα δημοψηφίσματα του 1916 και 1917 έγιναν, διότι ο τότε πρωθυπουργός Μπίλι Χιουζ, επιχείρησε να προσπεράσει τη διχασμένη κοινοβουλευτική ομάδα του στο επίμαχο θέμα της υποχρεωτικής στράτευσης» εξηγεί ο κ. Μαχαίρας.
Τέλος, την πρόταση Άμποτ απορρίπτουν και τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης υπογραμμίζοντας, ότι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης επιχειρεί να καλύψει τις δυνάμεις της δικής του πρότασης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και να παρακάμψει τα διαφωνούντα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του.