Η μεγάλη παράλειψη της Τζούλια Γκίλαρντ να σηκώσει το κεφάλι ψηλά και να εξηγήσει, έστω και από την αρχή της εκστρατείας της, γιατί αθέτησε την υπόσχεση που έδωσε προεκλογικά στους ψηφοφόρους ‘ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αυτή η κυβέρνηση δεν θα επιβάλει φόρο άνθρακα’, φαίνεται να αποβαίνει μοιραία.
Ήταν η πρώτη κίνηση –εξήγηση– που έπρεπε να είχε κάνει προ πολλού, προκειμένου να επανακτήσει, έστω και ένα μέρος, της κλονισμένης εμπιστοσύνης του κοινού στο πρόσωπό της. Δεν το έκανε και όπως φωτογραφίζεται η έκφραση των ψηφοφόρων σήμερα, το πληρώνει ακριβά.

Έπρεπε να πιεστεί, στη Βρισβάνη, από μια οργισμένη μεσήλικα που της πέταξε κατά πρόσωπο ‘γιατί μας είπες ψέματα’, για να αποφασίσει να δώσει κάποια εξήγηση, που κι αυτή, δυστυχώς, στο σημερινό κλίμα που έχει η ίδια δημιουργήσει –αυτό της δυσπιστίας– δεν πείθει.

«Είπα ό,τι είπα προεκλογικά –σχολιάστηκε μέχρι εκεί που δεν παίρνει– και δεν μπορώ τώρα να το πάρω πίσω. Ας μη μας διαφεύγει η «σκληρή» εκστρατεία που γινόταν αυτή την εποχή για το θέμα αυτό από τους γίγαντες. Έκρινα απαραίτητο να κατευνάσω τα πνεύματα. Μετά τις εκλογές, διαπίστωσα ότι ο μόνος τρόπος χειρισμού του θέματος των κλιματικών αλλαγών, ήταν η επιβολή ενός προσωρινού φόρου του άνθρακα, μέχρι να περάσουμε στο επόμενο στάδιο της εμπορίας των ρύπων».

ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ

Δεν είχε πολλές επιλογές, τονίζει η πρωθυπουργός.
«Η μία ήταν να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα προεκλογικά και να εγκαταλείψω το σχέδιο, να μείνω αδρανής ή να κάνω κάτι για το καλό της χώρας. Επέλεξα το δεύτερο, που ήταν και το δυσκολότερο. Πίστεψα, όμως, ότι αν δεν το έπραττα, δεν θα ήμουν άξια να κυβερνήσω αυτή τη χώρα».
Η εξήγηση, εντούτοις, δεν φαίνεται να πείθει. Αντίθετα, δημιουργεί πρόσθετα ερωτηματικά για την αξιοπιστία της.

Ατυχής, θα έλεγα, ήταν και η ‘εκ βάθους εξομολόγηση’ στους δημοσιογράφους του National Press Club για το ‘ντροπαλό κορίτσι που κρύβει μέσα της’ και η έκκληση στον κόσμο να την καταλάβει. Να κατανοήσει ο κόσμος ότι όταν έχει να πάρει σοβαρές αποφάσεις ‘κλειδώνεται και γίνεται σκληρή’. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχει αισθήματα. Στη συνέχεια, επεξηγεί –τρώγοντας πολύτιμο χρόνο δικό της και των άλλων– ότι από μικρή ήταν έτσι, αυτό όμως δεν την εμπόδισε να είναι πρώτη μαθήτρια στο σχολείο, να επιτύχει στις πανεπιστημιακές της σπουδές, να ανεβεί όλα αυτά τα σκαλοπάτια για να βρίσκεται εκεί που είναι σήμερα.
«Εξακολουθώ να είμαι συγκρατημένη και σήμερα που βρίσκομαι στο ανώτατο δημόσιο αξίωμα. Η τραχύτητα της πολιτικής, πρέπει να πω, ενίσχυσε αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα μου. Μπορώ να πω ότι μ’ έκανε να φαίνομαι πραγματικά σκληρή.

«Δεν ξεχνώ όμως ποτέ από πού ξεκίνησα», είπε και η φωνή της έσπασε.
Παραδέχτηκε ότι εκείνο που διαπιστώνει, στην εκστρατεία της για το φόρο του άνθρακα είναι ότι ‘δεν μπορεί να κερδίσει τον κόσμο’. Δεν μπορεί να γίνει πιστευτή. Την ίδια ώρα, κοιτάζοντας τους δημοσιογράφους κατά πρόσωπο, έκανε έκκληση ‘να είναι πιο διακριτικοί όταν αναφέρονται στο θέμα αυτό και –κυρίως– να μη γράφουν ανακρίβειες. Και αν το κάνουν ‘να έχουν το θάρρος να τις ανακαλούν’.

Η ουσία του θέματος, φυσικά, είναι ότι, όπως φάνηκε –κι’ αυτό μέσα σε λίγες μέρες της καμπάνιας της– ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται αν η κ. Γκίλαρντ είναι σκληρή ή λεπτή και ευαίσθητη. Την βλέπει ως αρχηγό και όχι ως γυναίκα. Τον κόσμο τον ενδιαφέρουν οι αποφάσεις που παίρνει ως αρχηγός του κράτους και οι συνέπειες που θα έχουν στην τσέπη του και στη ζωή του γενικότερα.

Θα πρέπει, έστω και αυτήν την ύστατη στιγμή, να είναι πιο επεξηγηματική. Να έχει απαντήσεις στα ερωτήματα για τις πραγματικές επιπτώσεις στην οικονομία, στους διάφορους κλάδους και τόπους που επισκέπτεται, ανακτώντας την παλαιά της επιχειρηματικότητα και ζωντάνια που την έφεραν, μεν, σ’ αυτήν τη θέση, αλλά που φαίνεται όμως τώρα να την έχουν εγκαταλείψει.

ΕΥΘΡΑΥΣΤΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Η μεγάλη αδυναμία του σχεδίου για το επίμαχο θέμα φαίνεται να στηρίζεται σε μερικές πολύ εύθραυστες προϋποθέσεις.
Μία από αυτές ότι μέχρι το 2016 οι ΗΠΑ, η Κίνα και όλες οι μεγάλες χώρες με αναπτυγμένες οικονομίες που δεν έχουν σήμερα σχέδια φόρου του άνθρακα ή σύστημα εμπορίας των ρύπων, θα φροντίσουν να ‘τακτοποιήσουν αυτήν την εκκρεμότητα’.
Άλλη προϋπόθεση που συνδέεται άμεσα με την παραπάνω, ότι στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, του χρόνου, μέσα σ’ ένα κλίμα πρωτοφανούς ανεργίας, ο υποψήφιος που θα επικρατήσει θα έχει συμπεριλάβει στην προεκλογική του εκστρατεία και το θέμα του φόρου του άνθρακα, με τιμή $30 τον τόνο και ότι το σχέδιο αυτό θα ψηφιστεί από το Κογκρέσο, και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ.

Η Κίνα, από την πλευρά της (άλλη προϋπόθεση αυτή), μέχρι το 2021, με το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού στα εδάφη της και το 20%, μόνο, του παγκόσμιου εισοδήματος, θα συμφωνήσει να καλύψει 30%-35% των εξόδων που συνεπάγεται ο χειρισμός του προβλήματος των κλιματικών αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα.
Γενική προϋπόθεση ότι το οικονομικό κλίμα τόσο στην Αυστραλία, όσο και στις άλλες αναπτυγμένες χώρες επιτρέπει να μπει σε εφαρμογή η εμπορία των ρύπων.

ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΡΟΜΟΥ

Από την αντίπερα όχθη ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, συνεχίζει με ταχύτητα και ορμή ανάλογες με εκείνες της προεκλογικής περιόδου, την εκστρατεία της καταστροφολογίας. Όσο πέφτει η δημοτικότητα της Γκίλαρντ τόσο αυτό του δίνει δύναμη και ενέργεια να προχωρήσει δριμύτερος. Πόσο αυτό θα κρατήσει, είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς, κάποτε όμως σε κάποιο στάδιο θα πρέπει να παρουσιάσει με λεπτομέρειες το δικό του σχέδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και να μην προχωρά, έστω και αν μπορεί –λόγω αθλητικού σώματος– να το επιτυγχάνει τρέχοντας, χωρίς εφόδια.

Αδιαφορώντας για τις εκτιμήσεις επιστημόνων και οικονομολόγων, επιμένει ότι ‘δεν υπάρχει ουδέν πρόβλημα’ και ‘όλη αυτή η ταλαιπωρία μόνο πόνο –οικονομικό– θα προκαλέσει’. Σε ερώτηση ‘αν δεν υπολογίζει τις εκτιμήσεις των ειδικών, ποιον υπολογίζει’, θα δώσει την απάντηση που θα τον ‘αδειάσει’ ως αρχηγό εντελώς: “Mόνο τον απλό λαό ο οποίος με την ψήφο του θα δώσει την απάντηση. Και ας μη τον υποτιμούν, ισχυριζόμενοι ότι δεν γνωρίζει το θέμα. Το γνωρίζει και πολύ καλά μάλιστα’.
Ναι, αν μόνο, έμπαινε ο ίδιος στον κόπο να διαφωτίσει τον κόσμο επί της ουσίας, αντί να καταφεύγει στον εύκολο δρόμο της καταστροφολογίας.