Στο προηγούμενο άρθρο παρουσιάσαμε τις απόψεις της καθηγήτριας Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, αναφορικά με την κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη (λίγο πριν αλωθεί από τους Οθωμανούς, το 1453), τον αναθεματισμό του τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων Κωνσταντίνο Παλαιολόγο από την Εκκλησία, και την κατάληξη ότι η Κωνσταντινούπολη («Νέα Ρώμη») είναι η «σύγκλιση της ελληνικής ιστορίας» και «η κοιτίδα του Γένους είναι η Πόλης, δεν είναι η Αθήνα».
Στο σημερινό άρθρο θα παρουσιάσουμε τις απόψεις ενός σύγχρονου Έλληνα φιλόσοφου – του Κορνηλίου Καστοριάδη. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1922 και πέθανε στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1997. Διετέλεσε διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού. Οι πιο κάτω απόψεις του Καστοριάδη εκφράστηκαν σε δημόσια ομιλία του και αφορούν το Βυζάντιο και την αρχαία Ελλάδα.
ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ
«Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο πιστεύω του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας επί 150 χρόνια, οδήγησε –και οδηγεί– σε αδιέξοδο. Κατά πρώτο και κύριο λόγο, οι δύο αυθεντίες, που επικαλείται αυτή η στάση, είναι διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους – είναι σε πλήρη αντίθεση. Ή κοιτάς τους αρχαίους Έλληνες ή κοιτάς το Βυζάντιο. Αν κοιτάς και τα δύο μαζί, αλληθωρίζεις κατ’ ανάγκη. Και αν αλληθωρίζεις, βλέπεις τα πράγματα στραβά.
»Γιατί οι δύο αυτές καταβολές είναι αντιφατικές; Διότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο σαν πολιτεία ελευθέρων πολιτών που συμμετέχουν στα κοινά και συλλογικά αυτοκυβερνώνται, και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυτη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση.
»Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού –καθιερωμένο από την Εκκλησία, διότι ο αυτοκράτορας είναι ο τοποτηρητής του Χριστού επί της Γης– και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, υπάρχουν υπήκοοι. Ούτε υπάρχουν στοχαστές, υπάρχουν απλώς σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσης αυτών των δύο πηγών, δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σ’ έναν στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε όλον το 19ο αιώνα κι ένα καλό μέρος του 20ού».
Και σε μιαν άλλη περίπτωση, σιμά στο φρύδι της θάλασσας, μετά το βούτηγμά του σ’ αυτή, ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα πει:
«Πρώτα-πρώτα, υπάρχει μια βασική αντινομία, που ο νεότερος ελληνισμός ποτέ δεν κατάφερε να λύσει: είναι αυτή η καταπληκτικά αντιφατική επίκληση ταυτόχρονα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και της χριστιανο-βυζαντινής παράδοσης, που είναι τελείως ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Ή θεωρεί κανείς ότι ένα σημείο και το ξεκίνημα είναι ο Επιτάφιος του Περικλέα, ή είναι με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Και τα δύο πράγματα δεν συμβιβάζονται. Ή η αθηναϊκή δημοκρατία ήτανε κάτι, ή η βυζαντινή θεοκρατία είναι το πρότυπο ή το σπέρμα.»
Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Δεν χρειάζεται να προσθέσω ούτε μία λέξη σ’ αυτά που εκθέτει ο Καστοριάδης. Ωστόσο, θα προχωρήσω σε μια σύντομη αντιπαράθεση, που θα βοηθήσει να δούμε ανάγλυφη τη βαθιά αντίθεση ανάμεσα στον αρχαίο Έλληνα και τον Βυζαντινό Ρωμιό. Πέντε σημεία σύγκρισης:
1) Ο αρχαίος Έλληνας ξεγυμνώνεται δημόσια και γυμνάζεται με τους συμπολίτες του στο γυμναστήριο (τότε το ονόμαζαν «γυμνάσιο», επειδή γυμνάζονταν γυμνοί). Ο Βυζαντινός Ρωμιός, ανατολίτικα κουκουλωμένος, ονομάζει υποτιμητικά το υπέροχο ανθρώπινο σώμα «σαρκίον», το οποίο δεν σμιλεύεται στην ηλιόλουστη ελληνική παλαίστρα. Γι’ αυτόν δεν υπάρχουν πανελλήνιοι γυμνικοί αγώνες.
2) Ο αρχαίος Έλληνας ψηφίζει τους δικούς του νόμους και τους καταργεί, αν χρειαστεί, γιατί είναι δικοί του νόμοι. Κανένας από τους θεούς του δεν έχει χαράξει στην πέτρα «δέκα εντολές». Ο Βυζαντινός Ρωμιός δεν ψηφίζει νόμους, γιατί τους έχει βρει έτοιμους από τον «ελέω Θεού» αυτοκράτορα και τη «μητέρα Εκκλησία».
3) Ο αρχαίος Έλληνας είναι ελεύθερος να φιλοσοφεί «άνευ μαλακίας». Δεν έχει κανένα «ιερό βιβλίο», που να τον εμποδίζει να σκέφτεται ελεύθερα και για τον εαυτό του. Ο Βυζαντινός Ρωμιός δεν ξέρει να φιλοσοφεί, γιατί νομίζει πως ολόκληρη η αλήθεια χοροπηδά στις σελίδες κάποιων εβραίικων βιβλίων, που συλλογικά ονομάζονται «Βίβλος» ή «Αγία Γραφή».
4) Ο αρχαίος Έλληνας στολίζει τους ναούς του με θαυμάσια μαρμάρινα, χάλκινα και χρυσελεφάντινα αγάλματα, που απεικονίζουν τους θεούς και τις θεές του – υπέροχα δημιουργήματα της πλούσιας φαντασίας του. Ο Βυζαντινός Ρωμιός έβγαλε τα αγάλματα από τους ναούς του για να λατρέψει εικόνες, που απεικονίζουν ανθρώπους με βλοσυρό και αγέλαστο πρόσωπο. Ωστόσο, κράτησε τη κληματόβεργα και το σταφύλι του Διόνυσου στα εικονοστάσια των εκκλησιών του.
5) Ο αρχαίος Έλληνας πηγαίνει στο θέατρο και διδάσκεται από τα θεατρικά έργα σπουδαίων δραματικών και κωμικών ποιητών. Ο Βυζαντινός Ρωμιός πηγαίνει στην εκκλησία και ακούει τα ίδια πράγματα κάθε χρόνο: πώς ο Θεός παγιδεύτηκε στη γαστέρα μιας γυναίκας για εννιά ολόκληρους μήνες, πώς ο Θεός απόκτησε έναν μοναχογιό που τον μαστίγωσαν οι άνθρωποι στη Γη, πώς οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, αλλά απλώς «κοιμούνται», πώς μια μέρα όλοι τα τάφοι θ’ ανοίξουν και οι πρωτόγονοι ανθρωποφάγοι κανίβαλοι της Αφρικής θ’ αναγκαστούν να ξεράσουν τους ανθρώπους που έφαγαν κτλ, κτλ.
Κατάληξη: Εν όψει των χτυπητών αυτών διαφορών, θα συμφωνήσω με την περιβόητη ρήση του μεγάλου Γιάννη Σκαρίμπα: «Ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός είναι η μεγαλύτερη πορδή γαϊδάρου που ακούστηκε ποτέ στην ανθρωπότητα»! Μόνο ο δεσπότης και η χρυσοποίκιλτη μίτρα που φορεί στο κεφάλι του αρκούν για να τρομάξει ο αρχαίος Έλληνας και να το βάλει στα πόδια!