Τριανταπέντε χρόνια έπρεπε να περιμένει η γνωστή καρατερίστα, Τούλα Γιαννή, για να δει το όνειρό της να παίρνει σάρκα και οστά. Να ‘παίξει, βρε παιδί μου, για όλους’, όπως θα πει χαρακτηριστικά και ο νοών νοήτω. Όχι;
Nα βγει λίγο –μάλλον πολύ– έξω από την παροικιακή σκηνή και να υποκλιθεί μπροστά στο ευρύτερο κοινό. Να παίξει –για να το θέσουμε κάπως αλλιώς– για την πλατιά αυστραλιανή κοινωνία. Δεν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις, θα πει σήμερα, αναφορικά με το μέσο –θέατρο, κινηματογράφος, τηλεοπτική σειρά– αλλά έτσι το έφερε η μοίρα να είναι το τελευταίο. Η τύχη την αποζημίωσε, μάλιστα, όπως φαίνεται για το πάθος της, την υπομονή της και την πίστη της ότι ‘αργά ή γρήγορα θα συμβεί’.
ΚΡΥΦΤΟΥΛΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Το ήξερε ότι κάπου εκεί καιροφυλαχτεί η ευκαιρία. Την ένιωθε να παίζει κρυφτούλι μαζί της και να της κλείνει το μάτι πονηρά. Όταν της χτύπησε την πόρτα, πάλι το έκανε με τσαχπινιά. Ήθελε να την παιδέψει λιγάκι, να μην της ανοίξει διάπλατα την πόρτα και να της πει ‘περάστε κυρία μου. Το νοήμον κοινό σας περιμένει’.
«Έκανα τρεις οντισιόν. Την πρώτη φορά, δεν άφησα τον εαυτό μου να χαρεί προκαταβολικά. Είπα ‘αν είναι θα με ειδοποιήσουν’. Τη δεύτερη, άρχισα να νιώθω ένα ακαθόριστο ελαφρό ρίγος, γιατί η ελπίδα άρχισε να βγάζει φτερά.
Μικρά, μεν, αλλά γερά και πανέμορφα. Την τρίτη φορά, είπα στον εαυτό μου ‘εδώ κάτι παίζει’. Έτσι πήρα το ρόλο στο «Χαστούκι», έτσι είδα το όνειρο ολόκληρων δεκαετιών, που ποτέ δεν εγκατέλειψα, να γίνεται πραγματικότητα». Η φωνή της, σκέφτηκα, όλα αυτά τα χρόνια που την ξέρω, δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Πολύχρωμη, ζωηρή, έντονα εκφραστική. Το ίδιο και η γαλάζια ματιά της που σ’ αγκαλιάζει ζεστή, διαπεραστική και παιχνιδιάρικη. Δεν είναι ανάγκη να σου πει ότι ‘το θέατρο είναι η ζωή της’ γιατί, το βλέπεις, το νιώθεις, το συλλαμβάνεις στον αέρα, έστω και αν δεν ξέρεις την μεγάλη και λαμπρή πορεία της στο θέατρο.
ΥΠΗΡΞΑ ΤΥΧΕΡΗ
Υπήρξε τυχερή να παίξει στην τηλεοπτική σειρά «Το Χαστούκι», μεταφορά στη μικρή οθόνη του βιβλίου «The Slap”, του Ελληνοαυστραλού συγγραφέα, Χρήστου Τσιόλκα, το οποίο έχει ήδη γίνει μπεστ σέλερ, αφού έχει πουλήσει μέχρι τώρα 600.000 αντίτυπα παγκοσμίως, και το βέβαιο είναι ότι η τηλεοπτική σειρά, που δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές από τους Αυστραλούς τηλεκριτικούς από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, θα ταξιδέψει ανά την υφήλιο.
«Το έργο είναι τολμηρό, μεν, πώς θα μπορούσε, όμως, να είναι αλλιώς, αφού απεικονίζει την πραγματικότητα. Σε παίρνει μαζί του και σε ταξιδεύει. Προσωπικά, το απολαμβάνω και δίνω τον καλύτερο εαυτό μου. Έχω την τύχη να παίζω με πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς και αυτό είναι ακόμη μία άλλη μεγάλη ικανοποίηση» θα πει η Τούλα Γιαννή, η οποία, κάνοντας ένα ταξίδι στο χρόνο, θα θυμηθεί ότι τον πρώτο της θεατρικό ρόλο, τον Ιούλιο του 1976, τον πήρε μόνο με μία ατάκα που διάβασε.
«Ήταν ‘Ο Κουτσομπόλης’ του Δημήτρη Ψαθά, σε σκηνοθεσία Νίκου Παϊδούση. Έπαιζα το ρόλο της υπηρέτριας και πιστεύω ότι υπήρξε μια από τις πολλές επιτυχημένες επιλογές της ΕΕΑΜΑ».
Ακολούθησαν και άλλες του Δ. Ψαθά, που είχε γίνει ο αγαπημένος θεατρικός συγγραφέας της θεατρικής ομάδας της ΕΕΑΜΑ.
Από τους ρόλους που ξεχωρίζει η ίδια, είναι εκείνος της «Χαρτοπαίχτρας» που στην οθόνη είχε ερμηνεύσει, όπως είναι γνωστό, η Ρένα Βλαχοπούλου.
ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Με νοσταλγία, γυρίζει πίσω η γνωστή καρατερίστα και όταν της ζητείται να κάνει ένα σταθμό, θα πάει στο.. «2050».
Είναι η μεγάλη θεατρική επιτυχία που είχε σκηνοθετήσει ο ταλαντούχος ηθοποιός, Λάκης Καντζίπας, το 1995.
Ερασιτεχνικό θέατρο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτε σχεδόν από την αθηναϊκή θεατρική σκηνή, έδωσε και εξακολουθεί να δίνει παραστάσεις υψηλού επιπέδου.
«Τους ρόλους, τους αισθάνομαι σαν παιδιά μου. Τους αγαπώ όλους το ίδιο. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου. Να μπω στο ρόλο και να μπει κι αυτός στο πετσί μου. Σωστά. Πώς γίνεται όμως αυτό; Αφελής ή ουσιαστική ερώτηση;
Mάλλον το δεύτερο, θα διαπιστώσω, από την ενθουσιώδη ανταπόκριση της Τούλας Γιαννή: «Α, εδώ σε θέλω. Θα ακουστεί, ίσως υπερβολικό, αλλά μοιάζει με κεραυνοβόλο έρωτα. Δεν υπάρχει εξήγηση. Απλά πάθος. Από την πρώτη στιγμή που θα πάρω το ρόλο στα χέρια μου και πριν ακόμη ολοκληρώσω το διάβασμα, έχω μπει στο πετσί του ή αν προτιμάς, αυτός στο δικό μου. Έτσι απλά και αβίαστα. Με την πρώτη ανάγνωση, είμαι έτοιμη να παίξω. Όποιος ρόλος κι’ αν είναι αυτός».
Τι άλλο μπαίνει στη διαδικασία αυτή, πέρα από την ταύτιση με το ρόλο;
« Τι άλλο; Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το εκφράσω, γιατί δεν είναι κάτι ξεκάθαρο μέσα μου. Είναι διάφορα που λειτουργούν, πότε συνολικά και πότε ξέχωρα, στην ουσία όμως με οπλίζουν με τη δύναμη ή την ικανότητα αν θέλεις να δώσω ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου και δένεται με αυτό που λέγεται έμφυτο ταλέντο, παιδεία στην υποκριτική, συνείδηση ή ευσυνειδησία. Σεβασμός στο κοινό, ίσως είναι μια ζωντανή και δυνατή διάσταση του θέματος. Σέβομαι απεριόριστα το θεατή, ανεξάρτητα από το ποιος είναι. Αισθάνομαι ότι έχω χρέος να του δώσω κάτι περισσότερο από αυτό που περιμένει. Όταν ανεβαίνω στη σκηνή, δημιουργείται μια δυνατή σχέση με το κοινό. Μια επικοινωνία στενή που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο να έχει νόημα και περιεχόμενο όλο αυτό που διαδραματίζεται στη σκηνή. Αισθάνομαι ότι ακόμη κι’ όταν έχω τρακ, στην πρεμιέρα –και ποιος δεν έχει;– ο θεατής μου χαμογελά ζεστά και μ’ αγαπάει ακόμη και γι’ αυτό. Ίσως γιατί με βλέπει έτσι πιο ανθρώπινη. Δεν ξέρω. Το νιώθω όμως και αυτό με μαγεύει».
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ
Το ερώτημα που έχει χρειαστεί να απαντήσει πάμπολλες φορές η Τούλα Γιαννή και από επαγγελματίες του χώρου, είναι ‘γιατί δεν έκανε το μεγάλο άλμα να μπει στην επαγγελματική σκηνή θεάτρου στην Ελλάδα’.
Όνειρο άπιαστο, ίσως γιατί ποτέ δεν του έδωσε φτερά να πετάξει.
«Για μένα πάνω απ’ όλα ήταν ανέκαθεν η οικογένεια. Έχω τρία αγόρια και έξι εγγόνια. Ποτέ και για τίποτε δεν θα επιχειρούσα να κάνω κάτι που θα με απομάκρυνε από κοντά τους έστω και προσωρινά, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο ήταν και είναι αυτό.
Να πω ότι η οικογένειά μου, όλα αυτά τα χρόνια με στήριξε. Αν ο άντρας μου, δεν ήταν δίπλα μου, δεν θα μπορούσα να κάνω θέατρο. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, έστω και ερασιτεχνικό, δεν διαφέρει, στις απαιτήσεις που έχει από σένα από το επαγγελματικό. Το παράδοξο, καλείσαι να είσαι επαγγελματίας σε αυτό που λέμε ερασιτεχνικό θέατρο. Είναι κάτι στο οποίο δεν έχεις την πολυτέλεια να μετράς τις ώρες που θα ξοδέψεις για πρόβες, για απρόβλεπτες συχνά καταστάσεις τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσεις με ψυχραιμία για να προχωρήσει το θέμα. Αν δεν είσαι παθιασμένος μ’ αυτό που κάνεις, καλύτερα να το ξεχάσεις».
Μοιάζει σαν προτροπή προς τους νεότερους, σαν απόσταγμα πολύτιμης πείρας που δίνεται μέσα από την ψυχή της Τούλας Γιαννή. Ας τολμήσει κανείς να το αμφισβητήσει….
ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ!
Σε λίγο θα αγγίξω ένα ευαίσθητο σημείο που θα την τινάξει στον αέρα.
Θα αισθανθώ σχεδόν ένοχη που το έθιξα. Δε γινόταν, όμως, αλλιώς. Αργά ή γρήγορα, θα το έφερνε η ίδια βίαια στη σκηνή: “Είμαστε απαράδεκτοι! Να μην έχουμε, ολόκληρη παροικία ένα θέατρο; Τόσα λεφτά, τόσες επιτυχίες, τόσοι θεατρόφιλοι και να τρέχουμε από δω και από κει να παρακαλάμε να μας νοικιάσουν ένα θεατράκι; Ολόκληρη παροικία, μα είναι δυνατόν;».
Απαντήσεις δεν έχω, θα με προλάβει όμως εκείνη με μια ατάκα μοναδική: «Αν κέρδιζα σήμερα το λαχείο, το πρώτο που θα έκανα, θα ήταν να αγοράσω ή να χτίσω ένα θέατρο».
Και οι θεατές, είναι ακόμη εκεί; κάνω μια ερώτηση που φαίνεται να την ξαφνιάζει. «Και βέβαια είναι. Δεν έχει αλλάξει τίποτε. Οι θεατρόφιλοι είναι θεατρόφιλοι. Η πρώτη γενιά, πεθαίνει για καλό θέατρο. Το ξέρεις αυτό». Ναι, το ξέρω, όπως ξέρω όμως ότι, όσο και να πεις η ζωή ακολουθεί τη δική της τροχιά και το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, για να μην αναφερθώ σε κάτι πιο μακάβριο, όπως φυσική συνέπεια της ζωής είναι το ταξίδι σε τόπο όπου ‘δεν υπάρχει ούτε πόνος ούτε στεναγμός’. Και επομένως αυτοί που πεθαίνουν ‘για καλό θέατρο’, θα φύγουν μια μέρα οριστικά.
Ποιοι θα τους αντικαταστήσουν. Υπάρχει μέλλον για το παροικιακό ερασιτεχνικό θέατρο, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους;
«Είναι γεγονός ότι αυτό μ’ έχει απασχολήσει και μένα, δεν έχω όμως την απάντηση. Είναι ένα μεγάλο θέμα. Θα δούμε ποιες θα είναι οι εξελίξεις. Πιστεύω ότι οι ανάγκες θα υπαγορεύσουν και τη μελλοντική πορεία του παροικιακού θεάτρου».
Έτσι είναι. Το σίγουρο, ότι θα πρέπει να γεννηθεί, ό,τι είναι αυτό, μέσα από το πάθος. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο…