Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης φιλμ στο «Ταξίδι στην Μυτιλήνη», που θα προβληθεί στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ, αφηγείται την ιστορία ενός Μυτιληνιού, κινηματογραφιστή, που επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του από το Παρίσι μετά από πολλά χρόνια αυτοεξορίας, καθώς μια οικογενειακή τραγωδία τον έχει σημαδέψει. Αφορμή της επιστροφής αποτελεί ένα τηλεφώνημα από συμβολαιογράφο του νησιού που τον ενημερώνει πως κληρονόμησε το οικογενειακό σπίτι.
Το πρόσωπο του Κώστα, κεντρικού ήρωα, αποκαλύπτεται στα τελευταία λεπτά ενώ σε όλη τη διάρκεια τον ακούμε αλλά και βλέπουμε την ένδειξη «Rec» καθώς ο ίδιος κινηματογραφεί με ερασιτεχνική μηχανή.
Οι ηθοποιοί που ερµηνεύουν ‘το ταξίδι’ σε σενάριο του σκηνοθέτη είναι οι Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Μαρία Ζορµπά, Δηµήτρης Καταλειφός, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νικόλας Παπαγιάννης, Θόδωρος Κατσαδράµης, Χρήστος Στέργιογλου, Υβόννη Μαλτέζου, Μυρτώ Παράσχη, Θάνος Γραµµένος, Νέλη Καρρά, Φωκίων Σπύρογλου, Μπάµπης Αλατζάς, Δηµήτρης Καραµπέτσης.
ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Οι ταινίες του καταξιωμένου Λάκη Παπαστάθη έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πρόκειται για τα «Γράµµατα από την Αµερική» 1972 (µικρού µήκους), «Τον καιρό των Ελλήνων» 1981, «Θεόφιλος» 1987, «Το µόνον της ζωής του ταξείδιον» 2001 και το πρόσφατο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη». Επίσης είναι βασικός σκηνοθέτης από το 1976 της τηλεοπτικής σειράς ντοκιµαντέρ «Παρασκήνιο».
Την ταινία θα τη δείτε, τον σκηνοθέτη όμως θα τον ‘ακούσετε’ μέσα από την κουβέντα που είχα την τύχη να κάνω μαζί του. Τυχεροί ήταν και οι φίλοι της κινηματογραφικής λέσχης Σάμου όπου προβλήθηκε η ταινία, παρουσία του σκηνοθέτη. Ως «μυθική εκστρατεία» περιγράφει την πορεία της ταινίας από την πρώτη της προβολή και μετά στο κοινό. «Όταν τελειώνεις μια ταινία νομίζεις ότι ξεκαθάρισες τα νοήματά της. Όταν παίζεται όμως στον κόσμο, και έχω παρευρεθεί σε πενήντα προβολές έως τώρα, καταλαβαίνεις ότι η ταινία μπορεί να κρύβει πράγματα μέσα της τα οποία εσύ δεν έχεις δει, κάποιες συγκινήσεις, κάποια χρώματα και πινελιές» δηλώνει και συνεχίζει πως τον ενδιαφέρει πολύ η επένδυση που κάνουν οι άνθρωποι. «Θα ήθελα πολύ να μάθω πως είδαν την ταινία οι άνθρωποι στο εξωτερικό» καταλήγει.
-Το εξωτερικό αποτελεί μεγάλο μέρος της θεματολογίας στις ταινίες σας. Ποια είναι η σχέση σας με αυτό, έχετε ζήσει ο ίδιος κάπου εκτός Ελλάδας;
-Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό πολύ, ούτε έχω συγγενείς. Έχω κάνει όμως ταξίδια και έχω ζήσει τη συγκίνηση των ανθρώπων που έχουν ανθρώπους στο εξωτερικό. Έχω διαβάσει Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και έχω κάνει ταινία για το Βιζυηνό ο οποίος στο «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» επιστρέφει για να κλείσει τα μάτια του παππού του. Η πρώτη μου ταινία μιλούσε για τη μετανάστευση «Γράμματα από την Αμερική» η οποία όταν παίχτηκε στην Αμερική κόντευε να πλημμυρίσει το σινεμά από τα δάκρυα. Επίσης, το δικό μου έργο δε φοβάται το μελό όταν από κάτω υπάρχει αλήθεια.
-Λοιπόν το ‘ταξίδι’ συνεχίζεται και γίνεται υπεραντλαντικό! Η ταινία σας θα προβληθεί στο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου της Αυστραλίας. Πείτε μου όμως δυο λόγια για το ‘ταξίδι’ και τη Μυτιλήνη.
-Μυτιλήνη! Το φως της, οι ελαιώνες της! (Είναι οι πρώτες του κουβέντες.)
Ήθελα να κάνω μια ταινία για το ‘νόστιμον ήμαρ’, όπως αποκαλεί ο Όμηρος την ημέρα της επιστροφής. Χρησιμοποιεί τη λέξη ‘νόστιμον’ λες και την τρως τη μέρα της επιστροφής και λες τι ωραία γεύση!
Για χρόνια νοσταλγούσα τη Μυτιλήνη, αλλά δεν πολυγύριζα γιατί δεν είχε ενεργοποιηθεί η δημιουργική μου σύνθεση της επιστροφής. Ο νόστος δεν είχε πραγματοποιηθεί διότι δεν μπόρεσα να κάνω την επιστροφή ‘νόστιμον ήμαρ’. Ξέρεις πότε έγινε γεύση ημέρας ωραίας επιστροφής; Όταν έκανα την ταινία!
Άρα για να επιστρέψει κανείς χρειάζεται δημιουργικότητα και μάλιστα που σε φτάνει σε σημείο να ξυπνήσεις και τους νεκρούς. Όταν γυρίζεις πίσω η πόλη είναι αλλαγμένη, ωστόσο εσύ πας στο σπίτι σου, βλέπεις τη γειτονιά σου, κάποιο χνάρι και ενεργοποιείται η μνήμη. Η μνήμη γεννάει το παρελθόν, συνθέτει το παρελθόν και κάνει τους ανθρώπους αθάνατους και με τη μνήμη επιστρέφεις.
-Η πλειοψηφία των Ελλήνων του εξωτερικού, ξέρετε, ζουν με τον καημό της επιστροφής, ωστόσο συχνά με την επιστροφή λειτουργεί και το φαινόμενο της απομυθοποίησης.
-Αυτός ο καημός είναι που τους συντηρεί και πριν επιστρέψουν, αλλά και μετά το τι παίρνουν μαζί τους επιστρέφοντας είναι θέμα προσωπικό, γιατί μπορεί να δεις κάτι που σε απογοητεύει, να γυρίσεις πίσω και να ξαναφτιάξεις τη δική σου επιστροφή στο κεφάλι σου. Είναι νόμιμο αυτό, δεν είμαστε δέσμιοι του πραγματικού, το πραγματικό είναι μέσα μας.
Τον πατέρα σου, τη μάνα σου, τους φίλους σου, το σχολείο σου μπορείς να τα θυμηθείς, μπορεί να συμβαίνουν και άλλα πράγματα δυσάρεστα παράλληλα, αλλά αυτά που σε κάνουν άνθρωπο μπορείς να τα θυμηθείς. Αυτό λέει και η ταινία και υπάρχει και μια ευγνωμοσύνη προς την οικογένεια η οποία στις μέρες μας απαξιώνεται. Δεν βάζω μπροστά τον κίνδυνο της καταπίεσης που είναι υπαρκτός, αλλά βάζω μπροστά την αγάπη.
-Θα χρησιμοποιήσω μια ερώτηση της ταινίας: «Μια πατρίδα μπορεί να γίνει νέα πατρίδα»;
-Βέβαια μπορεί να αποκτήσει κανείς καινούρια πατρίδα ανεξαρτήτως που γεννήθηκε και αυτό είναι μια διαδικασία δημιουργικότητας νοητής και πράξης. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι η πατρίδα είναι εκεί που μετέχουμε της παιδείας. Στην ταινία η Κολέτ, η Γαλλίδα που ζει στη Συκαμνιά της Μυτιλήνης, δημιουργεί καινούρια πατρίδα μετέχοντας στην πολιτισμική πραγματικότητα του χωριού που ζει, αγαπώντας τον κόσμο της και αφιερώνοντας τα πάντα γι’ αυτόν. Μα αυτό δεν είναι πατρίδα; Η ληξιαρχική πράξη δεν είναι πατρίδα και οι άνθρωποι που αναζητούν την επιστροφή δεν είναι επειδή γεννήθηκαν κάπου αλλά έχουν κάποιες μνήμες.
Εσείς τί αποκαλείται πατρίδα; Γεννημένος στο Βόλο, μεγαλωμένος στη Μυτιλήνη και ζώντας στην Αθήνα, υπάρχει κάποιος γεωγραφικός τόπος που αποτελεί πατρίδα για σας;
-Είναι δύσκολο το ερώτημά σου απ’ τη φύση του… Πατρίδα είναι ο τόπος ο γεωγραφικός αλλά και ο υπερουράνιος, ο τόπος δηλαδή που μας έχει αφήσει τα χνάρια του μέσα μας, στην πορεία μας, στις ευαισθησίες μας. Το φως του τόπου σου. Το φως στη Μυτιλήνη που σκάει στους ελαιώνες και καθώς φυσάει το αεράκι γίνεται ασημένιο το τοπίο ενώ πέφτει ο ήλιος πάνω του, οι μυρωδιές του χώματος, ο ήχος από τα ζουζούνια, που λέει ο Ελύτης, μαζί με τις μυρωδιές του χώματος και τα αγριάγκαθα, αυτό δεν είναι ο τόπος; Μια σχέση συνολική μεσ’ τη ψυχή σου.
Ο μαγικός δρόμος της ζωής μου που τον σκέφτομαι από μακριά σα μετανάστης είναι αυτός (σ.σ στη Μυτιλήνη) που είχε τρεις κινηματογράφους και τη βιβλιοθήκη, σαν την τριλογία του Αισχύλου, τρεις τραγωδίες και το σατυρικό δράμα μαζί, ο Αρίων, η Σαπφώ, ο Ορφέας και δίπλα η βιβλιοθήκη.
-Βρίσκετε την εποχή μας γκρίζα; Υπάρχει κάποια σημειολογική ερμηνεία στην κινηματογράφηση όπου επιλέξατε το τώρα να προβάλλεται ασπρόμαυρο;
-Είναι μια ασπρόμαυρη ταινία στην οποία φέγγει το παρελθόν. Είναι έντονα τα χρώματα από το παρελθόν, είναι ψυχολογικό το χρώμα. Οι μορφές των ηρώων του παρελθόντος ξαναζωντανεύουν έγχρωμες στο τώρα.
-Ως άνθρωπος όμως του «Παρασκηνίου» κυριολεκτικά, υπηρετείτε για πάρα πολλά χρόνια τη δημόσια τηλεόραση η οποία επίσης απαξιώνεται στην εποχή μας.
-Από το 1976 μαζί με άλλη ομάδα σκηνοθετών του κινηματογράφου ξεκινήσαμε μια εκπομπή για μια σεζόν η οποία κρατάει 35 χρόνια. Έχει καταγράψει τον πολιτισμό της Ελλάδας από τότε μέχρι σήμερα. Ένα βασικό αξίωμα, για να μιλήσεις για τον πολιτισμό, πρέπει κάθε στιγμή να μπορείς να παράγεις πολιτισμό. Για να προκύψει το σημαινόμενο πρέπει να υπάρχει ένα ρευστό δημιουργικής σύνθεσης. Δε φτάνει η πληροφορία για τον πολιτισμό, πρέπει να συμμετάσχεις προσωπικά και δημιουργικά στο γεγονός της πληροφορίας.
Από τότε η εκπομπή ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα, παρόλο που πιστεύαμε ότι θα γίνει κατεστημένο. Υπήρξαμε και αριστεροί και λαϊκιστές βέβαια και συνυπεύθυνοι για την κατάντια της Ελλάδας σήμερα. Θεωρούσαμε το κράτος εχθρό μας, θεωρούσαμε ότι πρέπει να μας δίνει, ότι εμείς απαιτούμε χωρίς να γνωρίζουμε υποχρεώσεις. Ήμαστε απέναντι.
-Έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο όμως ο κόσμος να τρομοκρατείτε από αυτά που βλέπει στις ειδήσεις και γενικότερα στα ΜΜΕ, ενώ Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτό.
-Η Ελλάδα δεν είναι οι ειδήσεις. Τι παραχάραξη της Ελλάδας είναι αυτή! Η χειρότερη Ελλάδα είναι στην τηλεόραση. Η δημόσια τηλεόραση πρέπει να είναι η κεντρική αφήγηση του τόπου, το κεντρικό βλέμμα πάνω στην πραγματικότητα και κυρίως να δημιουργεί ένα πλαίσιο πραγματικών αξιών. Χρειαζόμαστε μια δημόσια τηλεόραση υψηλού επιπέδου, πνευματική και ανταποδοτική για να έχουμε πρόσβαση στην αληθινή ενημέρωση και την παιδεία.
-Γιατί να κινηματογραφεί κανείς σήμερα;
-Γιατί το ρευστό κάθε στιγμής που καίμε αν το κινηματογραφήσεις μπορεί να σου φανεί χρήσιμο και αύριο. Είναι σα να κάνεις τη στιγμή αθάνατη!
Η τέχνη καμιά φορά δε φοβάται τη φτώχεια, μπορεί να βρεθούν δρόμοι φτωχότεροι, αλλά με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας να ξεπεραστούν κάποια εμπόδια. Εν πάσει περιπτώσει το πνευματικό μέρος μιας ταινίας δε σχετίζεται με τα χρήματα.
Όλες οι αίθουσες ανήκουν σε μεγαλοεπιχειρηματίες που βλέπουν την τέχνη ως εμπόριο, ενώ τώρα ίσως κινητοποιηθούν άλλοι φορείς όπως οι κινηματογραφικές λέσχες. Και παρόλο που το σινεμά θεωρείται ακριβή τέχνη πιστεύω να μπορέσει να σταθεί κοινωνικά.