Μπορεί η ελληνική νοοτροπία να τον ξενίζει, κάνοντάς τον να αισθάνεται περισσότερο Αυστραλός, όμως, ο Χρήστος Τσιόλκας δεν αλλάζει τον μουσακά με κανένα άλλο φαγητό στον κόσμο. Ο πολυβραβευμένος ομογενής συγγραφέας που μεγαλουργεί στην Αυστραλία, νιώθει θλίψη για την οικονομική κρίση της Ελλάδας, την οποία αγάπησε χάρη στους γονείς του, και ελπίζει μια μέρα τα πράγματα να φτιάξουν.

Όσο για την προσωπική του πορεία, απολαμβάνει την επιτυχία και την αναγνωρισιμότητα που πέτυχε με την πένα του. Μετά τη «Νεκρή Ευρώπη», μέσω της οποίας θέλησε να δείξει ότι είχε αποκοπεί από τα «φαντάσματα» της Γηραιάς Ηπείρου, ήρθε το «Χαστούκι», το βιβλίο μέσω του οποίου θέλησε να δείξει τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε, τον κόσμο των Ελλήνων ομογενών.

«Δεν ήθελα στο βιβλίο -και κατ’ επέκταση στην τηλεόραση- να αντανακλάται η αυστραλιανή λογοτεχνία. Στην Αυστραλία υπάρχει διαχωρισμός τάξεων. Εγώ είμαι ένας Αυστραλός από τη μεσαία τάξη, γιος μεταναστών, και γι’ αυτή την τάξη έγραψα» λέει, μιλώντας στην εφημερίδα «Observer».
Ο 46χρονος συγγραφέας μέχρι τα έξι του δεν μιλούσε αγγλικά, επειδή στο σπίτι όλοι μιλούσαν ελληνικά. Μέχρι τα είκοσί του ένιωθε μια ρομαντική νοσταλγία για την Ελλάδα. Όταν, όμως, την επισκέφτηκε, αν και πέρασε καταπληκτικά, κατάλαβε ότι είναι περισσότερο Αυστραλός.

Οι γονείς του, που δεν γνωρίζουν να διαβάζουν αγγλικά, κατάφεραν να διαβάσουν το βιβλίο του «Το Χαστούκι», όταν αυτό μεταφράστηκε φέτος στα ελληνικά. «Ήμουν νευρικός για την αντίδρασή τους, αλλά ανταποκρίθηκαν καλά και τους άρεσε ο Μανώλης, ο Έλληνας πατριάρχης, ήρωας του βιβλίου. Η μαμά μου μού τηλεφώνησε και μου είπε: “Πώς κατάλαβες πώς σκεφτόμαστε;” Αυτή ήταν η καλύτερη αξιολόγηση που μου είχε γίνει ποτέ» λέει ο Τσιόλκας.

Μη κρύβοντας ότι είναι γκέι, ερωτάται αν δυσκολεύεται να περιγράφει ετεροσεξουαλικές σχέσεις και πώς σχολιάζει ότι κάποιοι τον χαρακτηρίζουν «μισογύνη». Απαντά ότι μόνο στην εφηβεία του έκλινε προς τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο της παράβασης, της σεξουαλικής εξερεύνησης και της διαστροφής, και απορρίπτει ότι είναι μισογύνης.

«Το Χαστούκι» βασίστηκε σε πραγματικό γεγονός που περιγράφεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. «Οι γονείς μου είχαν προσκαλέσει σε μπάρμπεκιου πάρτι συγγενείς, φίλους, τον αδελφό μου και τον σύντροφό μου. Η μητέρα μου μαγείρευε και ένα παιδάκι τριών χρόνων έπαιζε γύρω της. Ο μικρός ήταν άτακτος. Είχε ανοίξει όλα τα ντουλάπια και είχε βγάλει όλα τα κατσαρολικά έξω. Η μητέρα μου τότε του χτύπησε ελαφρά τα οπίσθια. Ο μικρός στράφηκε προς εκείνην, έβαλε τα χέρια του στους γοφούς του και της είπε: “Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αγγίζει το σώμα μου χωρίς την άδειά μου”.

Δεν υπήρχε βία σε ό,τι είχε γίνει από την πλευρά της μητέρας μου, αλλά ήταν η έκφραση απορίας στο πρόσωπο του αγοριού και της έλλειψης κατανόησης στο πρόσωπο της μητέρας μου που φαίνεται ότι αισθάνθηκε πολύ έντονα. Έγραψα το βιβλίο για να καλύψω το κενό ανάμεσα σε εκείνα τα δύο βλέμματα που αντίκρισα» λέει ο ομογενής διηγηματογράφος. Αναφερόμενος στον εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια έρωτα της ζωής του, τον σύντροφό του Γουέιν που είναι παιδί Ολλανδών μεταναστών, λέει πως τον αγαπά πολύ και ότι εκείνος είναι που τον «τραβά» στην πραγματικότητα όταν βυθίζεται στα γραπτά του. Οι δυο τους μοιάζουν τόσο πολύ αφού έχουν τις ίδιες προσλαμβάνουσες για τη ζωή.

Όταν ο Χρήστος Τσιόλκας ερωτάται πώς αισθάνεται που η πατρίδα των γονιών του περνά σοβαρή οικονομική κρίση απαντά: «Είναι σουρεαλιστικό, αλλά για πολλούς από εμάς με ελληνικές ρίζες, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μας ενώνει η αίσθηση ότι έχουμε μια σχέση με την πολιτιστική κληρονομιά και τη χώρα, αλλά ότι δεν είμαστε μέρος του προβλήματος. Υπάρχει όμως μια μεγάλη θλίψη. Έχω ξαδέρφια στην Ελλάδα που στα σαράντα τους έχασαν τις δουλειές τους ή δεν έχουν πληρωθεί εδώ και μήνες».