ΜΕΡΟΣ Β’

Αναφερόμαστε σήμερα στο μύθο του Οιδίποδα, ή το μύθο του Τρωικού Πολέμου και πολλών άλλων. Δεν υπάρχει ορθόδοξος τρόπος της αναφοράς των μύθων. Οι αρχαίοι μας δεν είχαν ιερά βιβλία. Ο κάθε μύθος παρουσιάζεται και λέγεται όπως τον θέλει ο «παραμυθάς» και για ποιο ακριβώς ακροατήριο προορίζεται, αλλά το περιεχόμενο του μύθου είναι το ίδιο, ειπωμένο με τον καλύτερο τρόπο, μέσα στα όρια της παράδοσης.

Σύμφωνα με το γλωσσολόγο, καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη, μύθος είναι: «η αφήγηση που αποτελεί τμήμα ευρύτερης μυθικής παράδοσης και η οποία συνδέει με τρόπο σχηματικό πραγματικά ή φανταστικά γεγονότα ή και τα δύο, προκειμένου να ερμηνεύσει ένα φυσικό φαινόμενο, μια θρησκευτική ή κοινωνική πρακτική».

Στην ετυμολογία της λέξης σημειώνεται πως είναι αβέβαιου έτυμου, αλλά πιθανολογείται ότι η συλλαβή μυ – που μάλλον οι αρχαίοι μας την πρόφεραν ως μου – είναι μια ονοματοποιημένη ρίζα που σχηματίστηκε με βάση τη θέση των χειλιών όταν μιλάμε .

Οι αγγλόφωνες πηγές λένε για την ίδια συλλαβή μυ ότι είναι: a slight saying, a word, speech, tale. Η λέξη Ιστορία αναφέρεται ως η αντίθετη του μύθου. Έχουμε, επίσης, την περιεκτική μας φράση: Η μετάβαση από το μύθο στο λόγο. Έτσι ο Ηρόδοτος που συναρμολόγησε τη λέξη μας Ιστορία και γράφει για τα πραγματικά γεγονότα (δηλ. τους περσικούς πολέμους) γίνεται θεωρητικά ο σταθμός της μετάβασης από το μύθο στο λόγο.

Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ πως όλοι μας οι ποιητές –επικοί, λυρικοί και τραγικοί– συνέβαλαν αποτελεσματικά στο να διατηρηθούν όλες οι παλιές αναμνήσεις πολέμων, μακρινών ταξιδιών με την καταγραφή στα ποιήματά τους των διαφόρων μύθων . Στον πρωτόγονο άνθρωπο ο μύθος ήταν όλος ο ορίζοντας του.

Μέχρι και σήμερα όμως και μέσα στον εξελιγμένο άνθρωπο, πέρα από το συστηματικό επιστημονικό λόγο εκτείνεται πάντα ο χώρος του μύθου τον οποίο δημιουργεί η ίδια του η ύπαρξη η οποία επιθυμεί έναν τρόπο να ξεφύγει. Δεν υπάρχει στο μύθο αναγκαιότητα μεταξύ αιτίου και αιτιατού.

Αρκεί μία απλή τάξη χρονική χωρίς αιτιοκρατική αναγκαιότητα. Η ανθρώπινη συνείδηση δεν υπακούει πάντα στους νόμους της διάνοιας, αλλά εκτρέπεται από αυτούς με φανταστικές συνθέσεις. Κατασκευάζει έτσι έναν κόσμο, που μπορεί άλλοτε να είναι λογικός και άλλοτε παράλογος. Ο άνθρωπος, γενικά, θέλει να δει να γίνονται αυτά που επιθυμεί: Να μην πεθαίνει ποτέ, να πετάει στον ουρανό, να τα μαθαίνει όλα.

Άρα, ο μύθος είναι μία πρώτη αναγκαία αντίδραση της συνείδησης μπροστά στο άγνωστο. Θέλει να το εννοήσει και να ενεργήσει μέσα σε αυτό. Είναι αυτό ακριβώς που θέλει να γνωρίσει η συνείδηση και με ένα λόγο να ολοκληρωθεί η ύπαρξή της. Έτσι η πρωτόγονη συνείδηση υπάρχει στον άνθρωπο, αλλά κατά κάποιο τρόπο είναι περιορισμένη από τη λογική συνείδηση. Είναι ένα μείγμα λόγου και παραλόγου, το οποίο με συνδυασμένες τις λογικές και άλογες δυνάμεις της ψυχής κατασκευάζει ο άνθρωπος σαν μια αδήριτη υπαρξιακή του ανάγκη. Με άλλα λόγια μια τέτοια συνείδηση δεν μπορεί να αγνοηθεί και επιβάλλεται μόνη της.

Έτσι βλέπουμε πως στην επιστημονική γνώση λειτουργεί καθαρά μόνο η διάνοια, στη νόηση του μύθου λειτουργεί ένας συνδυασμός διάνοιας και φαντασίας και όταν ο μύθος προσφέρει αισθητική συγκίνηση και αρμονία, τότε μόνο ο μύθος έχει πληρότητα, είναι και ωραίος άσχετα αν παραβιάζει τους νόμους της λογικής.

Μέσα σε αυτά τα μυθικά όρια, οι Έλληνες δίνοντας διέξοδο στους πόθους τους και θέλοντας να καταβάλλουν τα ακατάβλητα και να ξεπεράσουν τους φόβους που τους τυραννούσαν, έπλασαν ήρωες. Οι ήρωες ήταν ωραίοι και δυνατοί, σοφοί και ανδρειωμένοι, άξιοι να πραγματώσουν έργα και να επιτελέσουν άθλους που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα.

Ο Ηρακλής ήταν ίσως ο πιο ονομαστός ήρωας που πολέμησε με θηρία και τέρατα και ανθρώπους ανήμερους για να φτάσει στο τέλος και να κατανικήσει τις σκοτεινές δυνάμεις. Στο μύθο του Άδμητου κατεβαίνει στην Άδη και φέρνει πίσω την Άλκηστη, τη γυναίκα τού φίλου του. Ο μύθος έχει ήθος, ομορφιά και ικανοποιεί την πάντα διψαλέα φαντασία του ολοκληρωμένου ανθρώπου.

Έτσι ο εξευγενισμένος μύθος παίρνει αισθητικές μορφές και μπορεί να γίνει έμπνευση και περιεχόμενο για κάποιο έργο τέχνης ως ποίημα, άγαλμα ή και ζωγραφιά. Ο συνδυασμός ελλόγων και άλογων στοιχείων μάς φέρνουν και στη νόηση του μύθου καθώς και στην νόηση του ωραίου χωρίς την απαίτηση να υπάρχει ισορροπία των δύο στοιχείων που το απαιτεί ο αισθητός χώρος.

Σε αυτό το μέτρο τα αδιανόητα γίνονται νοητά και ανταποκρίνονται στο δέος που προξενούν τα ακατανόητα και στους πόθους του ανθρώπου να προεκτείνει τις δυνάμεις του πέρα από τη ζωή, πέρα από το θάνατο και τη σύνδεσή του με τα θεϊκά πλάσματα που δημιούργησε ο ίδιος με τη φαντασία του.
* Το Μέρος Γ’ την επόμενη Πέμπτη.