Να καταλάβει ότι είναι μια “ενήλικη” οικονομία και ν’ αρχίσει να συμπεριφέρεται ανάλογα επιδεικνύοντας υπευθυνότητα στα ζητήματα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και του εμπορικού ανταγωνισμού, που πλήττουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις, κάλεσε την Κίνα ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπάρακ Ομπάμα.
Μιλώντας κατά τη λήξη της Συνόδου Κορυφής των 21 χωρών του Φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC), που έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Χονολουλού της Χαβάης, ο Ομπάμα υπογράμμισε ότι η Κίνα πρέπει «να αντιληφθεί ότι ο ρόλος της σήμερα είναι διαφορετικός απ’ ό,τι ήταν πριν 20 ή 30 χρόνια, όταν οι παραβιάσεις των κανόνων εκ μέρους της δεν είχαν σημαντικό αντίκτυπο» στην αμερικανική και διεθνή οικονομία.
«Τώρα έχουν μεγαλώσει. Θα πρέπει να αρχίσουν να βοηθούν στη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας με τρόπο υπεύθυνο (…) Οι ΗΠΑ βλέπουν θετικά την ειρηνική άνοδο της Κίνας, αλλά πολύ συχνά το Πεκίνο εκμεταλλεύεται το σύστημα προς όφελός του» είπε ο ίδιος.
«Θα συνεχίσουμε να ζητάμε από την Κίνα να λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες που λειτουργούν κι οι άλλοι» συμπλήρωσε. Σημειώνεται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος είχε συνομιλίες με τον Κινέζο ομόλογό του Χου Τζιντάο, στο περιθώριο της Συνόδου.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κάλεσε την κινεζική κυβέρνηση να επιτρέψει την ταχύτερη ανατίμηση του γουάν, του κινεζικού εθνικού νομίσματος, και πρόσθεσε ότι η κυβέρνησή του θα πιέσει το Πεκίνο να τηρήσει τις υποχρεώσεις του σε ό,τι αφορά το διμερές και διεθνές εμπόριο.
Επικαλούμενος τους «περισσότερους οικονομολόγους» ο Ομπάμα είπε ότι το νόμισμα της Κίνας είναι υποτιμημένο σήμερα κατά 20-25%. Αν και η αξία του κινεζικού νομίσματος έχει αυξηθεί λίγο εφέτος, πρέπει να ανέβει περαιτέρω και ταχύτερα, πρόσθεσε, αφού «αυτό δεν επαρκεί».
Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, οι ΗΠΑ και η Κίνα, έχουν συχνά αντιδικίες σε εμπορικά θέματα και πρόσφατα η αμερικανική Γερουσία ψήφισε νομοθεσία που καλεί το Πεκίνο να επιτρέψει τη γρηγορότερη ανατίμηση του νομίσματός του.
Ο Ομπάμα τόνισε ότι έχει επανειλημμένως δηλώσει στον Χου και σε άλλους Κινέζους ηγέτες ότι οι αμερικανικές εταιρείες δεν φοβούνται τον ανταγωνισμό.