Περισσότερο φιλόδοξες και έτοιμες να ρισκάρουν είναι οι γυναίκες επιχειρηματίες όταν περιβάλλονται από άλλες γυναίκες, δείχνει νέα έρευνα.
Η μελέτη του Εθνικού Πανεπιστημίου Αυστραλίας (ANU) ανατρέπει τη μακροχρόνια πεποίθηση ότι η ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, πιο συχνή στους άνδρες, εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τα επίπεδα τεστοστερόνης. Αντίθετα, η καθηγήτρια του ANU, Alison Booth, λέει ότι τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η συμπεριφορά και οι ενέργειες που εμπεριέχουν ρίσκο από τις γυναίκες εξαρτάται από περιβαλλοντικούς παράγοντες και μπορεί να τροποποιηθεί με την πάροδο του χρόνου.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια, τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και να προκαλέσουν αλλαγές στην επαγγελματική κατάρτιση των δυο φύλων, ενώ ενδέχεται να επηρεάσουν και τις εργασιακές δομές, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των δυο φύλων στο εργατικό δυναμικό.
Η έρευνα που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Essex εξέτασε κατά πόσον εάν οι τάξεις που φιλοξενούσαν φοιτητές του ιδίου φύλου θα είχαν επιρροή στη συμπεριφορά των φοιτητών σε σχέση με το κατά πόσο ήταν έτοιμοι να πάρουν κάποιο ρίσκο. Οι μαθητές χωρίστηκαν τμήματα γυναικών, σε άλλα μόνο ανδρών και τέλος σε μεικτά και στη συνέχεια τους ζητήθηκε να επιλέξουν σε πραγματικά στοιχήματα μέσω λαχειοφόρων αγορών σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι, ενώ οι γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανόν να κάνουν επιλογές με μεγάλο ρίσκο σε σχέση με τους άνδρες, μετά από οκτώ εβδομάδες σε ένα περιβάλλον του ίδιου φύλου, οι γυναίκες αυτές είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να επιλέξουν τη λαχειοφόρο αγορά σε σχέση με τις γυναίκες που βρίσκονταν στα μεικτά τμήματα.
«Πράγματι, μέχρι την όγδοη εβδομάδα, οι γυναίκες σε όλα τα τμήματα γυναικών συμπεριφέρονταν με παρόμοιο τρόπο με τους άνδρες» δήλωσε η καθηγήτρια Booth. «Αν και συμπεριφορά των ανδρών που σχετίζεται με το ρίσκο δεν επηρεάζεται από τη σύνθεση της ομάδας».
Η καθηγήτρια Booth, λέει ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να πάρουν αρκετό ρίσκο σε ένα μεικτό περιβάλλον επειδή εμποδίζονται από τις πολιτιστικές προσδοκίες για το πώς οι γυναίκες πρέπει να συμπεριφέρονται. Από τη στιγμή που τοποθετούνται σε ένα ενιαίο αποκλειστικά γυναικείο περιβάλλον, αυτή η αναστολή είναι μειωμένη.
Η Amy Tansley και η Pru Corrigan, συνιδρύτριες εταιρίας δημοσίων σχέσεων με το όνομα «Two Birds Talking» -που αποτελείται από ένα αποκλειστικά γυναικεία ομάδα 13 ατόμων- πιστεύουν ότι η εργασία σε ένα ίδιου φύλου περιβάλλον έχει σαφή αντίκτυπο στη συμπεριφορά του προσωπικού.
«Νομίζω ότι στον κλάδο μας, οι γυναίκες σε γενικές γραμμές έχουν καλύτερη επικοινωνία με άλλες γυναίκες όταν πρόκειται για θέματα εργασίας», λέει η κ. Corrigan. «Για παράδειγμα, ο εκφοβισμός μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο εάν ένα κυρίαρχο αρσενικό βρίσκεται στην αίθουσα, ως εκ τούτου, σταματά τις γυναίκες από το να μιλούν γενικά ή και στο να παίρνουν περισσότερα ρίσκα».
Η κ. Tansley συμφωνεί ότι, το αποκλειστικά γυναικείο περιβάλλον βοηθά στην αύξηση της «αυτοπεποίθησης» και την αύξηση της δυναμικότητας του γυναικείου προσωπικού τους.
Η καθηγήτρια Booth αναφέρει επίσης ότι η μελέτη εξηγεί κατά κάποιο τρόπο γιατί οι γυναίκες συχνά κατέχουν υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας που εξαρτώνται πάρα πολύ από τις επιδόσεις τους. «Η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος ή του πλαισίου επαγγελματικής κατάρτισης θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της υποεκπροσώπησης των γυναικών σε ορισμένους τομείς».