Η Μεγάλη Ιδέα, που αποτελεί τον κύριο άξονα τριών συνεχόμενων άρθρων από τη στήλη αυτή, συνδέεται άρρηκτα με μια άλλη έννοια, σχεδόν ταυτόσημη, εκείνην του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός υπήρξε το κύριο μέλημα του ελληνικού κράτους που αναδύθηκε από την Επανάσταση του 1821 μέχρι το 1922, τη χρονιά που η Μικρασιατική Εκστρατεία κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή, και των ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.

Η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών ήταν ταυτόχρονα ηθική επιταγή, και θρησκευτική υποχρέωση, για όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους να κινούνται γύρω από αυτόν τον άξονα.

Η Επανάσταση του 1821 στην Πελοπόννησο είχε μπει σε μια κρίσιμη περίοδο, όταν τον Φεβρουάριο του 1825 ο αιγυπτιακός στρατός, με επικεφαλής τον Ιμπραήμ, αποβιβάσθηκε στη Μεθώνη.

Μετά από τις βιαιοπραγίες εις βάρος των Ελλήνων που ακολούθησαν, το φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, και ως αποτέλεσμα οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, υπέγραψαν στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1827 τη ‘Σύμβαση του Λονδίνου’, στα άρθρα της οποίας προβλέπονταν τα μέτρα που θα ελάμβαναν, αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν συμφωνούσε στη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους, έστω και με περιορισμένη εδαφική έκταση αρχικά.

Η άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των Μεγάλων Δυνάμεων οδήγησε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1827, στην οποία καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η ναυμαχία εκείνη υπήρξε η αφετηρία του ρόλου που θα διαδραμάτιζαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις κατά τις επόμενες δεκαετίες αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα.

Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον Μάρτιο του 1827, με ψήφισμά της κάλεσε τον Ιωάννη Καποδίστρια, πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, ο οποίος την περίοδο εκείνη ζούσε στην Ελβετία, να αναλάβει το αξίωμα του Κυβερνήτη του μικρού τότε ελληνικού κράτους.

Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε την πρόταση να τεθεί επικεφαλής του ελληνικού κράτους που θα σχηματιζόταν μετά την Επανάσταση, και τον Ιανουάριο του 1828 αφίχθηκε στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ο ελληνικός λαός τον δέχθηκε σαν σωτήρα, και στήριξε σε αυτόν τις ελπίδες του για τη δημιουργία ενός οργανωμένου ελληνικού κράτους

Τον Νοέμβριο του 1828 οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις όρισαν, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, ότι η Πελοπόννησος, με τα κοντινά νησιά, και οι Κυκλάδες θα βρίσκονταν υπό την προσωρινή εγγύησή τους, ως τον οριστικό καθορισμό των ορίων του ελεύθερου τότε ελληνικού κράτους.

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος προστέθηκαν, εκτός από την Πελοπόννησο και τα προαναφερθέντα νησιά, και το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας και η Εύβοια.

Δυστυχώς για την Ελλάδα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης δολοφόνησαν τον Καποδίστρια τη στιγμή που έμπαινε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο.

Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια στέρησε την Ελλάδα από έναν έξοχο πολιτικό και διπλωμάτη, που θεωρείται από Έλληνες και ξένους ιστορικούς ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Ο ΟΘΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, στο μικρό ελληνικό κράτος επικράτησε μια περίοδος εμφυλίων συγκρούσεων. Ενόψει της κατάστασης εκείνης οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις εκλέξανε για βασιλιά της Ελλάδας τον πρίγκιπα Όθωνα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας.

Με τη ‘Συνθήκη του Λονδίνου’ τον Απρίλιο του 1832 οριζόταν ότι η Ελλάδα θα αποτελούσε κράτος μοναρχικό και ανεξάρτητο υπό την επικυριαρχία του πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας, με την εγγύηση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.

Τον ίδιο μήνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε ως τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους την περιοχή από τον Παγασητικό κόλπο ως τον Αμβρακικό κόλπο, και υποχρεώθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από την περιοχή εκείνη μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου 1832.

Ο Όθων έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1832, και όπως στην περίπτωση του Καποδίστρια, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Έλληνες, που έβλεπαν στο πρόσωπό του τον εγγυητή της ομαλής πολιτικής εξέλιξης και την ολοκλήρωση των εθνικών πόθων.

Δεδομένου ότι ο Όθων το 1832 ήταν 17 ετών, ως την ενηλικίωσή του την εξουσία θα ασκούσε τριμελής Αντιβασιλεία, η οποία απαρτιζόταν από τους Βαυαρούς Άρμανσπεργκ, Μάουρερ και Έϋντεκ.

Τα μέτρα όμως που έλαβαν τα τρία μέλη της Αντιβασιλείας, και ο παραγκωνισμός των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της Επανάστασης, έρχονταν σε αντίθεση με τις προσδοκίες των Ελλήνων, και ως εκ τούτου αρχικά προκάλεσαν δυσφορία, και αργότερα αντίδραση, που αντιμετωπίσθηκε από τους Βαυαρούς με διώξεις και με ένοπλη επέμβαση, δεδομένου ότι τον Όθωνα και τους συμβούλους του είχε συνοδεύσει μεγάλος αριθμός Βαυαρών στρατιωτών, οι οποίοι πληρώνονταν από το ελληνικό δημόσιο. Έτσι, την περίοδο εκείνη γινόταν λόγος για ‘βαυαροκρατία’ και για ξενοκρατία.

Ο Καποδίστριας παρόλο που δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει το πρόγραμμά του, στο χώρο της εκπαίδευσης είχε θέσει τις βάσεις για τη βαθμιαία ανάπτυξη της παιδείας.

Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας ιδρύθηκαν σχολεία, αλλά τις δαπάνες λειτουργίας τους τις αναλάμβαναν οι κατά περιοχές δήμοι, και από τότε καθιερώθηκε ο όρος δημοτικά σχολεία.

Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Τον Σεπτέμβριο του 1834, με διάταγμα της Αντιβασιλείας, η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε έδρα της Κυβέρνησης ήταν το Ναύπλιο. Το ελληνικό κράτος την περίοδο εκείνη περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και κάποια νησιά του Αιγαίου.

Η Αθήνα το 1834 ήταν μια κωμόπολη με πληθυσμό γύρω στις 10.000 κατοίκους. Σε σύγκριση, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 200.000.

Τον Μάιο του 1835 ο Όθων συμπλήρωσε τα 20 χρόνια του, και ως ενήλικος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους. Κατά την περίοδο εκείνη η απομάκρυνση των Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών από τις υπεύθυνες θέσεις, καθώς και η περιφρονητική, και συχνά αλαζονική, συμπεριφορά των Βαυαρών, έκαναν τους Έλληνες να μισήσουν την ‘βαυαροκρατία’, όπως ονόμαζαν τον τρόπο διοίκησης της χώρας από τον Όθωνα και τους Βαυαρούς συνεργάτες του.

Το 1836 ο Όθων πήγε στην Γερμανία, όπου έκανε τον γάμο του με την πριγκίπισσα Αμαλία του δουκάτου Oldenburg. Την περίοδο εκείνη κύριο στέλεχος της Κυβέρνησης ήταν ο Βαυαρός Armansprerg. Ο Όθων, ενόσω βρισκόταν στην Γερμανία πληροφορήθηκε για τη γενική δυσαρέσκεια των Ελλήνων για την πολιτική του Armansprerg, και επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήρε μαζί του και τον τραπεζίτη Rudhart, τον οποίο διόρισε Πρωθυπουργό της Ελλάδας.

Η κατάσταση στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργία του Rudhart δεν βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα μετά από δέκα μήνες να υποβάλει την παραίτησή του.

Ο Όθων, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων, αποφάσισε να αναθέσει την πρωθυπουργία σε Έλληνες, στον Κωνσταντίνο Ζωγράφο πρώτα, και στη συνέχεια στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και στον Δημήτριο Χρηστίδη.

Όμως τα εσωτερικά και τα εξωτερικά προβλήματα της Ελλάδας είχαν συσσωρευθεί, με αποτέλεσμα οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί και οι δημοσιογράφοι να ζητούν την παραχώρηση Συντάγματος, με την ελπίδα ότι το Σύνταγμα θα έθετε τέρμα όχι μόνο στα εσωτερικά προβλήματα, αλλά και στην ξενοκρατία.

Έτσι, στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 πραγματοποιήθηκε εξέγερση, με οργανωτές τον Συνταγματάρχη του ιππικού Δημήτριο Καλλέργη και τον αγωνιστή του 1821 Γιάννη Μακρυγιάννη. Στρατός και λαός συγκεντρώθηκαν στην πλατεία των Ανακτόρων, και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση.

Με πρόταση του Μακρυγιάννη, ζητήθηκε από τον βασιλιά να συγκαλέσει Εθνική Συνέλευση για την εκπόνηση Συντάγματος. Ο Όθων αναγκάσθηκε να υποχωρήσει, και η Εθνική Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της το Νοέμβριο του 1843 και τις συνέχισε ως την άνοιξη του 1844.

Στο πλαίσιο εκείνης της Εθνοσυνέλευσης ο Ιωάννης Κωλέττης χρησιμοποίησε τον όρο Μεγάλη Ιδέα, για να δηλωθεί η ανάγκη της αποκατάστασης του υπόδουλου Ελληνισμού, με την απομάκρυνση των Οθωμανών από τα ελληνικά εδάφη.

*Την ερχόμενη εβδομάδα θα συνεχίσω με το δεύτερο μέρος αυτού του θέματος.