Στο προηγούμενο άρθρο ανέφερα πως ο Ιωάννης Κωλέτης χρησιμοποίησε τον όρο Μεγάλη Ιδέα για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Εθνοσυνέλευσης του 1843, με την έννοια ότι το ελληνικό κράτος έπρεπε να έχει ως κύριο στόχο την σταδιακή απομάκρυνση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα ελληνικά εδάφη που παρέμεναν υπό την επικυριαρχία της.
Το 1844 ο Ιωάννης Κωλέτης αναδείχθηκε Πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους, και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1847, οπότε απεβίωσε. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Ι. Κωλέτης συχνά παραβίαζε το Σύνταγμα, και για το λόγο αυτό η περίοδος εκείνη είχε χαρακτηρισθεί ως ‘δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα’. Συχνά δικαιολογούσε την αναποτελεσματική πολιτική του με το πρόσχημα ότι είχε θέσει ως κύριο στόχο της εξωτερικής του πολιτικής την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.
Μετά το θάνατο του Κωλέττη, οι τέσσερις πρωθυπουργοί που είχαν αναλάβει διαδοχικά την εξουσία (Κίτσος Τζαβέλλας, Γεώργιος Κουντουριώτης, Κωνσταντίνος Κανάρης και Αντώνιος Κριεζής), αν και ήταν σημαντικοί αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, ήταν άπειροι στα πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα, και ως εκ τούτου δεν είχαν τις απαραίτητες δεξιότητες να αντιμετωπίσουν τα πολλά, και μεγάλα, προβλήματα της Ελλάδας, όπως η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η έξαρση της ληστείας στην ύπαιθρο, κ.ά.
Από το 1856 άρχισαν να εκτελούνται κάποια προγράμματα σε έργα συγκοινωνίας, κατασκευής λιμανιών, στη βιοτεχνία και στη βιομηχανία. Παράλληλα όμως, αυξανόταν η δυσαρέσκεια των Ελλήνων για τον τρόπο με τον οποίο ο Όθων εκτελούσε τα καθήκοντά του, ακολουθώντας τις υποδείξεις των Βαυαρών συμβούλων του. Τελικά, μετά από λαϊκές διαμαρτυρίες, με ψήφισμα που συντάχθηκε από τον πολιτικό Επαμεινώντα Δεληγεώργη, και υποστηρίχθηκε από στρατιωτικές μονάδες της Αθήνας, τον Οκτώβριο του 1862 ο Όθων κηρύχθηκε έκπτωτος, και με αγγλικό πλοίο έφυγε από την Ελλάδα.
Μετά την ανατροπή του Όθωνα, η Γαλλία και η Ρωσία αποδέχθηκαν την πρόταση της Αγγλίας, ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ, δευτερότοκος γιος του Δανού πρίγκιπα Χριστιανού, να ανακηρυχθεί βασιλιάς της Ελλάδας.
Η δεύτερη Εθνική Συνέλευση ενέκρινε τον Μάρτιο του 1863 τον διορισμό του νέου βασιλιά, και με σχετικό ψήφισμά της ο Δανός πρίγκιπας αναγορεύτηκε ‘Συνταγματικός βασιλεύς των Ελλήνων υπό το όνομα Γεώργιος Α΄’. Ο νέος βασιλιάς αφίχθηκε στην Ελλάδα στις 30 Οκτωβρίου 1863. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στο Σύνταγμα του 1864 χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Βασιλευομένη Δημοκρατία» αντί του ως τότε όρου «Συνταγματική Μοναρχία».
Εδώ νομίζω χρειάζεται μια διευκρίνιση των όρων ‘Συνταγματική Μοναρχία’ και ‘Βασιλευομένη Δημοκρατία’, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τρόπο που ο μονάρχης ή βασιλιάς ασκεί τα καθήκοντά του.
Ο Όθων, μετά την ενηλικίωσή του, και μέχρι την παραίτησή του, ασκούσε τα καθήκοντά του ως απόλυτος μονάρχης, μέχρι που κηρύχθηκε έκπτωτος το 1862 και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίσθηκε ως ‘Συνταγματική Μοναρχία’.
Σε αντίθεση, ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ, όταν το 1864 ανέλαβε τη βασιλεία, ακολούθησε την τακτική της ‘Βασιλευομένης Δημοκρατίας’, με την έννοια ότι αρχηγός του κράτους είναι μεν ο βασιλιάς, αλλά η κυβέρνηση εκλέγεται από τον λαό, δεν σχηματίζεται από τον βασιλιά, ο οποίος έχει πολύ περιορισμένη δικαιοδοσία στις υποθέσεις του κράτους.
Μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη την εποχή εκείνη ήταν το γεγονός ότι, ενώ διεξάγονταν οι συνεννοήσεις για την επιλογή του νέου βασιλιά, η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαταλείψει τα Επτάνησα, ύστερα από μισό περίπου αιώνα κατοχής. Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, για την οποία οι Επτανήσιοι είχαν αγωνισθεί καθ’ όλη την περίοδο της αγγλικής κατοχής, θεωρείται το σημαντικότερο εθνικό γεγονός της περιόδου εκείνης μετά την Επανάσταση του 1821. Η επίσημη πράξη της Ένωσης της Επτανήσου έγινε στις 21 Μαΐου 1864. Έτσι μεγάλωσε η έκταση του ελληνικού κράτους κατά 1.921 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και ο πληθυσμός του αυξήθηκε κατά 200.000 κατοίκους.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1864
Ακόμα και μετά την ένωση της Επτανήσου, η περιορισμένη εδαφική επικράτεια του ελληνικού κράτους συνέβαλε περαιτέρω στην επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας, με άλλα λόγια στον αγώνα για την απελευθέρωση και των άλλων περιοχών της Ελλάδας. Το εθνικό εκείνο όραμα είχε δημιουργήσει ευρύτατη εθνική συναίνεση.
Η Μεγάλη Ιδέα είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν βαθύτατα δημοφιλής στα πλατιά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, με άλλα λόγια την ασπαζόταν ο λαός καθ’ όλη την περίοδο του 19ου αιώνα.
Οι βόρειες περιοχές της Ελλάδας, καθώς και η Κρήτη, και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, βρίσκονταν ακόμη υπό την Οθωμανική επικυριαρχία, και οι παραχωρήσεις που πρόβλεπε το Χάτι Γουμαγιούν, το οποίο εξέδωσε ο Σουλτάνος το 1856 για την ισονομία όλων των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν δυνατόν να πνίξουν το όραμα για την απελευθέρωση των άλλων περιοχών.
Κατά τη δεκαετία του 1870 σε διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας, όπως η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Κρήτη, εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα.
Τον Δεκέμβριο του 1893 ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης κήρυξε την πτώχευση της Ελλάδας με τα λόγια «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Οι τόκοι των δανείων από τις ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως από την Αγγλία, την εποχή εκείνη απορροφούσαν το 40% των φορολογικών εσόδων της χώρας, και η πτώχευση το 1893 επήλθε ως αναπόφευκτη συνέπεια, αφού η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις.
Ενώ ο Τρικούπης βρισκόταν σε αναζήτηση συμβιβασμού με τους ξένους δανειστές, σε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο στο Πεδίον του Άρεως στις αρχές του 1895 συμμετείχε στο πλευρό των «αγανακτισμένων» αντικυβερνητικών διαδηλωτών και ο διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Θεόδωρου Δηλιγιάννη το 1897 ξέσπασε ο πόλεμος της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, χωρίς την προηγούμενη αναγκαία στρατιωτική προπαρασκευή. Ο οθωμανικός στρατός, άριστα οργανωμένος και ισχυρότερος του ελληνικού, κατέλαβε τη Λάρισα και προχώρησε μέχρι το Δομοκό, γεγονός που σήμαινε πως κινδύνευε και η Αθήνα.
Ενόψει του κινδύνου εκείνου η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, και τον Μάιο του 1897 συμφωνήθηκε ανακωχή μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Νοέμβριο του 1897 υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη η ‘Συνθήκη Ειρήνης’, η οποία υπήρξε ταπεινωτική για την Ελλάδα, καθώς υποχρεώθηκε να πληρώσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πολεμική αποζημίωση 100 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων, ποσό τεράστιο για τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.
Για να μπορέσει η Ελλάδα να ανταποκριθεί στους όρους της ‘Συνθήκη Ειρήνης’, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ζήτησε δάνειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, και υποχρεώθηκε να δεχθεί ‘Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο’, που θα εξασφάλιζε την εξόφληση του δανείου.
Για το σκοπό αυτό, επιτροπή από αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων ανέλαβε τη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, την είσπραξη των εσόδων από χαρτόσημα, από τηλεφωνικούς δασμούς και από είδη μονοπωλίου (πετρέλαιο, αλάτι, κ.ά.).
Έτσι, η Ελλάδα μπήκε στον 20ό αιώνα μεταφέροντας το βάρος του πολέμου του 1897, που έπληξε όλες τις πτυχές του εθνικού βίου, και με τις επιπτώσεις της πτώχευσης.
Παράλληλα, ο πολιτικός κόσμος δεν είχε να αναδείξει έναν ηγέτη με οράματα και με την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού. Η Μεγάλη Ιδέα, με άλλα λόγια η εθνική ολοκλήρωση, παρέμενε μετέωρη, καθότι δύο καίρια εθνικά ζητήματα, το Κρητικό και το Μακεδονικό, περίμεναν τη λύση τους.
Τα δύο αυτά ζητήματα, αν τα χειρίζονταν σωστά οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, είχαν τη δυνατότητα να ξαναδώσουν στον ελληνικό στρατό την αυτοπεποίθηση και την αίγλη που είχε χάσει κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897.
Όμως, για το χειρισμό αυτών των ζητημάτων, απαραίτητη ήταν η παρουσία ενός εθνικού ηγέτη με οράματα, τα οποία θα είχαν την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Όπως θα δούμε την ερχόμενη εβδομάδα, η Ελλάδα ευτύχησε στο ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά από τη συμμετοχή του στο απελευθερωτικό κίνημα της Κρήτης, έκανε την εμφάνισή του στην Αθήνα στις αρχές του 20ού αιώνα, και έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, είχε τη δυνατότητα για την περαιτέρω προώθηση της Μεγάλης Ιδέας.