Μέσα στις παλιές δερμάτινες και υφασμάτινες σκληρές βαλίτσες των πρώτων Ελλήνων μεταναστών της Αυστραλίας, εκτός από τα λιγοστά ρούχα και «προικιά» που οι ίδιοι και οι ίδιες έφερναν μαζί τους όταν έπαιρναν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα, υπήρχαν καλά κρυμμένοι δύο μικροί «θησαυροί» που μέσα τους έκρυβαν τις ελπίδες και τα όνειρά τους για ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά.
Δεμένο αυστηρά με μια άσπρη μεταξένια κλωστή, το περιζήτητο βιβλίο μαγειρικής της καθηγήτριας οικιακής οικονομίας, Σοφίας Σκούρα, «μαρτυρούσε» στα χέρια της κάθε επίδοξης μετανάστριας νοικοκυράς, που την εποχή εκείνη κατέφευγε σε αυτό κάθε φορά που ήθελε να εντυπωσιάσει τον σύζυγο της ή τους καλεσμένους της.
«Το βιβλίο τούτο είναι αποτέλεσμα μακράς πείρας από τη διδασκαλία μου εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημία και εις την Αρσάκειον Σχολή Οικογενειακής και Κοινωνικής αγωγής. Εις τα 20 χρόνια που διδάσκω Μαγειρική-θεωρητικά και πρακτικά- έχω διαπιστώσει την ιδιαίτερη αγάπη και προθυμία που δείχνουν οι σπουδάστριες μου για το μάθημα τούτο. Αυτό σημαίνει ότι η Μαγειρική είναι μέσα εις την φύσιν της γυναίκας και θεωρείται απ’ αυτήν σαν ένα από τα πρωταρχικά της καθήκοντα», έγραφε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της, την εποχή εκείνη, η συγγραφέας του βιβλίου «Η Νέα Μαγειρική-Ζαχαροπλαστική του Ελληνικού Σπιτιού», Σοφία Σκούρα, χωρίς βέβαια και η ίδια να φαντάζεται πως οι συνταγές της θα ταξίδευαν ως την άλλη άκρη του κόσμου και θα σημάδευαν γενιές ολόκληρες.
«Η μητέρα μου αγαπούσε το νοικοκυριό και επιθυμία της ήταν να έχουμε πάντα αρκετό φαγητό στο τραπέζι και να είμαστε καθαροί και όμορφα ντυμένοι. Λάτρευε το μαγείρεμα και είχε αυτό το ένα και μοναδικό βιβλίο μαγειρικής το οποίο χρησιμοποιούσε συχνά, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που καθόμουν δίπλα της και της ζητούσα να μου διαβάζει συνταγές», θυμάται η δεύτερη κόρη του Νικόλα και της Σμαρώς Καρατζόβαλη, Παναγιώτα, η οποία μεγάλωσε στην επαρχία του Port Lincoln της Νότιας Αυστραλίας τη δεκαετία του ’60.
Η Σμαρώ Καρατζόβαλη τελείωσε το δημοτικό στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάστηκε ως μοδίστρα, πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει την πατρίδα της και να μεταναστεύσει στην Αυστραλία με το πλοίο Bretagne.
«Φαντάζομαι το πολιτισμικό σοκ που έπαθε η μητέρα μου, όταν φεύγοντας από την πολυτελή Θεσσαλονίκη έφτασε σε μια μικρή επαρχία που τότε σχεδόν κοιμόταν», λέει η Παναγιώτα η οποία θυμάται την μητέρα της ιδιαίτερα σιωπηλή και μοναχική καθόλη τη διάρκεια της ζωής της.
«Δεν της άρεσε ιδιαίτερα να μιλάει και να συνδιαλέγεται στα αγγλικά και μάλιστα δεν έδειξε ποτέ κανένα ενδιαφέρον να μάθει τη γλώσσα ή να έρθει σε επαφή με οποιονδήποτε δεν μιλούσε ελληνικά. Αντίθετα, της έδινε ιδιαίτερη ευχαρίστηση να είναι με την οικογένειά της και να μαγειρεύει στην κουζίνα της τα αγαπημένα της ελληνικά φαγητά.
«Ο πατέρας μου από την άλλη δεν αποχωριζόταν ποτέ το ελληνοαγγλικό λεξικό, το οποίο ο ίδιος χρησιμοποιούσε σχεδόν καθημερινά, αφού στο λιμάνι και τις αποθήκες όπου εργαζόταν, οι περισσότεροι εργάτες μιλούσαν αγγλικά και ο ίδιος κατέφευγε συχνά στο λεξικό όταν ήταν αβέβαιος για την έννοια, την προφορά ή τη μετάφραση μιας λέξης».
Το ελληνοαγγλικό λεξικό της εποχής, με το σκληρό δερμάτινο εξώφυλλο σε αυστηρό μπορντό ή μαύρο χρώμα, υπάρχει ακόμα σε πολλά σπίτια Ελλήνων μεταναστών περασμένων δεκαετιών και μέσα στις σκονισμένες σελίδες του μπορεί να βρει κανείς όχι μόνο τη γνώση, αλλά και να «ξεθάψει» τις ανασφάλειες και τις ελπίδες κάθε νεαρού Έλληνα μετανάστη, που ερχόμενος στη μακρινή ήπειρο ζούσε με την ελπίδα να καταφέρει με σκληρή δουλειά και θυσίες να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα και να χτίσει τη δική του μικρή αυτοκρατορία στην ξενιτιά.
«Ο πατέρας μου ήρθε στην Αυστραλία το 1951 από τη Βραστάμα Χαλκιδικής με το πλοίο Cyrenia και επειδή στη λίστα επιβατών του πλοίου ήταν καταχωρημένος με την ιδιότητα του εργάτη σε φάρμες, τον έστειλαν στη Bonegilla», λέει η Παναγιώτα.
Ο πατριάρχης της οικογένειας, Νικόλας, τα πρώτα χρόνια του στην Αυστραλία τα πέρασε κάνοντας διάφορες δύσκολες δουλειές, όπως και οι περισσότεροι μετανάστες της εποχής εκείνης.
«Ο πατέρας μου κουβαλούσε με γυμνά τα χέρια τσουβάλια με σιτάρι και τα φόρτωνε σε μεταφορικά πλοία. Η δουλειά αυτή ήταν τόσο σκληρή που πολλές φορές τα χέρια του μάτωναν», θυμάται η Παναγιώτα.
Ο Νικόλας αργότερα άνοιξε το δικό του κουρείο στην επαρχία του Pt Lincoln, όπου δούλευε τα πρωινά και, ενώ συνέχιζε τις βραδινές βάρδιες στο λιμάνι, πάντα έβρισκε χρόνο για την αγαπημένη του ασχολία: το διάβασμα.
«Ο πατέρας μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα βιβλία και τις εφημερίδες γιατί – όπως έλεγε και ο ίδιος – τον βοηθούσαν να βελτιώνει το λεξιλόγιό του και τις γνώσεις του στα αγγλικά, αλλά δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε αυτά τα δύο βιβλία. Υπάρχουν πολλές οικογένειες σε ολόκληρη την Αυστραλία που κρύβουν στα συρτάρια τους αυτούς τους δύο μικρούς θησαυρούς που συντρόφευσαν όχι μόνο τους γονείς μας, αλλά και εμάς τους ίδιους στο ταξίδι της ζωής μας και επάξια πλέον έχουν κερδίσει μια περίοπτη θέση στην ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης αλλά και της καρδιάς μας», καταλήγει η Παναγιώτα.