ΚΑΤΟΙΚΩ σε ένα από τα πιο προνομιούχα προάστια, της πιο προνομιούχας πόλης του κόσμου, που βρίσκεται σε μια από τις πιο προνομιούχες (και πλούσιες) χώρες του πλανήτη…
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, αισθάνομαι σαν εξόριστος και καθόλου (μα καθόλου) προνομιούχος, παρά τις διαβεβαιώσεις των ειδικών (στατιστικολόγων) που μετρούν την ευτυχία με αυστηρά οικονομικούς (και λογιστικούς) όρους.
ΔΕΝ ισχυρίζομαι ότι το να ζει κανείς σε μια πόλη σαν τη Μελβούρνη, που αναδείχθηκε (και πάλι) ως η καλύτερη πόλη του κόσμου, δεν βοηθά…
ΑΥΤΟ που θέλω να πω είναι ότι δεν φτάνει. Το πώς αισθάνεται κανείς και πόσο ευτυχισμένος είναι έχει να κάνει περισσότερο με τον εσωτερικό του κόσμο και (πολύ) λιγότερο με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.
ΜΕ τις πιο πάνω σκέψεις και το θερμόμετρο (στην… ντάλα του καλοκαιριού!) στους 14 βαθμούς Κελσίου ξεκίνησα χθες για το γραφείο, σκεπτόμενος ότι, στην Αθήνα το θερμόμετρο βρίσκεται δύο (μόλις) βαθμούς πιο κάτω με χιονισμένη την Πάρνηθα, την Πεντέλη και το Όρος Αιγάλεω.
ΚΑΙ, βέβαια, δεν είναι μόνο ο (απρόβλεπτος) καιρός τούτης της πόλης που μου χαλά (εντελώς) τη διάθεση, αλλά και τα όσα βλέπουν τα μάτια μου, διασχίζοντας καθημερινά το κέντρο της πόλης.
ΒΛΟΣΥΡΑ και απόμακρα είναι τα πρόσωπα των προνομιούχων κατοίκων της, που προσπαθούν να βρουν καταφύγιο (και παρηγοριά) στις μικρές οθόνες των… έξυπνων τηλεφώνων τους.
ΚΑΘΕ πρωί στη γειτονιά μου βλέπω σχεδόν τους ίδιους να περιμένουν στις στάσεις του τραμ, κοιτάζοντας στις οθόνες των κινητών τους και αναρωτιέμαι τι να ψάχνουν άραγε στις 8 το πρωί.
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ, όπως πάντα και χθες το πρωί, το Spencer Street για να πάω στην εφημερίδα, σταμάτησα στο φανάρι πριν το σιδηροδρομικό σταθμό του Southern Cross.
ΠΕΡΙΜΕΝΕ αρκετός κόσμος να ανάψει πράσινο για να περάσουν, ορισμένοι από τους οποίους χάζευαν στα κινητά τους.
ΑΛΛΑΞΕ το φανάρι και ξεκίνησαν να διασχίσουν το δρόμο. Ένας από αυτούς, γραβατωμένος (και, γενικά, κομψά ντυμένος) γύρω στα 40 με γυαλιά, στο ένα του χέρι κρατούσε μια τσάντα και στο άλλο το κινητό του.
ΣΤΗ μέση του δρόμου υπάρχει μια στενή νησίδα ασφαλείας που χωρίζει το δρόμο και μια σιδερένια κολώνα που στην κορυφή της φιλοξενεί το σηματοδότη.
ΠΡΟΦΑΝΩΣ, η κολώνα (λόγω πολυκοσμίας) δεν αντιλήφθη, για να κάνει στην… άκρη, ότι ο τύπος με το κινητό πήγαινε με βήμα ταχύ καταπάνω της (όπως ο «Τιτανικός» στο παγόβουνο) οπότε η σύγκρουση ήταν βίαια και αιματηρή.
ΑΛΛΟΥ τα γυαλιά, αλλού η τσάντα και αλλού το κινητό και ο ίδιος «αγκαλιά» για λίγο με την κολώνα, η οποία και προσπαθούσε να καταλάβει τι της συνέβη.
ΤΟ τι μονολόγησα (μέσα μου, βέβαια) παρακολουθώντας το περιστατικό, δεν θα το αποκαλύψω για να μην παρεξηγηθώ…
ΣΤΟ γραφείο έφτασα σαν… «παγωτό» και έφτιαξα έναν καφέ για να ζεσταθώ.
ΜΕ το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι κατέβηκα στο δρόμο να πάρω την πρωινή μου δόση σε νικοτίνη και να βάλω σε τάξη τα όσα είχα υπόψη μου να γράψω, που ουδεμία σχέση είχαν με αυτά που γράφω.
ΜΕ τον Αριστοτέλη και τον Μαρξ είχα πρόθεση να ασχοληθώ και τις παρατηρήσεις τους για τους κινδύνους που κρύβονται στην αυτονόμηση της παραγωγής και τη χρήση της ως ανταλλακτικής αξίας.
ΕΛΑ, όμως, που η επικαιρότητα και τα όσα απρόοπτα (και απρόβλεπτα) συμβαίνουν έχει τις δικές της απαιτήσεις που ούτε να μετατεθούν μπορούν, ούτε να περιμένουν.
ΣΤΟ γραφείο, εκτός όλων των άλλων και της συνηθισμένης πιεστικής ρουτίνας (για να γράψω τη στήλη), με περίμενε και ένα βιβλίο που μου έστειλε (κατόπιν παραγγελίας μου) μια φίλη από την Αθήνα.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για το αριστούργημα του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα, Ρομπέρτο Μπολάνιο, «2666 ημέρες στη κόλαση».
Ο Μπολάνιο, που θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, πέθανε πριν 8 χρόνια στη Βαρκελώνη της Ισπανίας, από μια σπάνια ασθένεια του αίματος σε ηλικία μόλις 50 ετών.
ΟΠΩΣ πιστεύουν αρκετοί κριτικοί της λογοτεχνίας ο πρόωρος θάνατός του στέρησε τον κόσμο από ένα άνθρωπο που είχε πάρα πολλά να αφηγηθεί, με έναν σπάνιο (και πρωτότυπο) τρόπο.
ΤΟ βιβλίο, που έφτασε μετά έναν ολόκληρο μήνα με το ταχυδρομείο, συνόδευε και ένα χειρόγραφο σημείωμα της φίλης, η οποία και μου «εξιστορούσε» ότι ξόδεψε σχεδόν μια ολόκληρη μέρα για να το βρει και να μου το στείλει.
ΚΑΤΕΒΗΚΑ στα Εξάρχεια (μου γράφει) σε μια μέρα που στο κέντρο της Αθήνας γίνονταν «το έλα να δεις» από πορείες διαμαρτυρίας και στο συγκεκριμένο δρόμο που βρίσκονται οι εκδόσεις «Άγρα» που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά το βιβλίο, είχε λαϊκή αγορά.
ΑΠΟ εκεί (συνεχίζει) πήγα στο κεντρικό ταχυδρομείο στο Σύνταγμα για να στο στείλω που ο ένας πατούσε τον άλλο λόγω του ότι τα περισσότερα γκισέ παραλαβής ήταν προφανώς λόγω κρίσης κλειστά.
«ΜΟΥ έδωσαν το νούμερο 367 και τώρα που γράφω το σημείωμα εξυπηρετούν το 315! Δεν ξέρω πόση ώρα θα περιμένω. Χρόνια πολλά και καλή ανάγνωση».
ΑΝΟΙΞΑ το βιβλίο των 1.165 σελίδων για να διαβάσω (όπως κάνω συνήθως) τον πρόλογο, παρά το γεγονός ότι δεν είχα χρόνο γιατί έπρεπε να γράψω και τη στήλη.
ΤΟΥ προλόγου προηγείτο η αφιέρωση του συγγραφέα μεε μια συγκλονιστική φράση του Charles Baudelaire, που και μόνο γι’ αυτή άξιζε η ταλαιπωρία της φίλης και σε προδιαθέτει να αρχίσεις το διάβασμα αμέσως. Τη καταγράφω:
«ΜΙΑ όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας».
Η πιο πάνω φράση έχει την εντελώς δική της σημασία, όταν ζει κανείς σε μια προνομιούχα πόλη όπως η Μελβούρνη που είναι όλα τακτοποιημένα και δεν έχει αφεθεί τίποτα στη τύχη του. Ούτε η ευτυχία μας…
ΣΕ τέτοιες περιπτώσεις ακόμα και η φρίκη φαντάζει ως όαση μπρος στην ανία που σου δημιουργεί η προβλεπτικότητα της μαστορεμένης (και ποικιλοτρόπως φροντισμένης) συλλογικής μας ευτυχίας.
ΑΝ δεν είχα διαβάσει τη πιο πάνω φοβερή (κατ’ εμέ) φράση του Baudelaire, άλλα πράγματα θα διαβάζατε εσείς εδώ σήμερα.
ΑΦΗΝΩ, όμως, εδώ το θέμα σήμερα, για να σκεφτείτε και εσείς τα δικά σας, προκειμένου να γράψω, ως επίλογο και πέντε κουβέντες για την πατρίδα, που ζει με τον εφιάλτη της αβεβαιότητας.
ΕΝΑΝ εφιάλτη που είναι απείρως χειρότερος και πιο ψυχοφθόρος και από αυτή την ίδια τη χρεοκοπία και τις ανασφάλειές της.
ΜΟΥ έχει κάνει εντύπωση ότι κανείς δεν βλέπει τη κρίση ως ευκαιρία για να αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η ιστορία μας διδάσκει ότι τίποτα δεν αλλάζει όσο τα πράγματα πηγαίνουν καλά.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, οι μεγάλες αλλαγές συντελούνται όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, εξ ου και ο ορισμός που θέλει πίσω από κάθε καταστροφή να καιροφυλακτεί μια μεγάλη ευκαιρία.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ, όμως, για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να υπάρχουν και άνθρωποι που να κοιτάζουν ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ατενίζουν τα πλήθη με απλωμένο το χέρι.
ΤΟΝ κόσμο (και τις τύχες πολλών λαών) τις άλλαξαν οι άνθρωποι που είχαν την τόλμη να κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα και να αντιτίθενται πεισματικά στην κρατούσα κοινή λογική που επιβάλει η «πραγματικότητα».
ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ σε όλους αυτούς που με συνέπεια (και πολλές φορές με θυσίες) αμφισβήτησαν την κοινή πίστη για παράδειγμα που ήθελε τον πλανήτη μας επίπεδο.
ΟΛΕΣ οι μεγάλες ανακαλύψεις της επιστήμης δεν ήταν, αρχικά, παρά μια αμφισβήτηση των μέχρι τότε κοινά αποδεκτών επιστημονικών δεδομένων, που ουδείς τολμούσε να αμφισβητήσει.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, για την πατρίδα μας δεν έχει βρεθεί ακόμα κανείς που να τολμήσει (όχι με άναρθρες κραυγές και κατάρες) να αμφισβητήσει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος, πέραν αυτού της απλωμένης χειρός.
ΟΛΟΙ, λαός, κόμματα και διανοούμενοι, κοιτάζουν προς την ίδια κατεύθυνση και επιδιώκουν την επιστροφή στις παλιές «καλές» μέρες που οδήγησαν τη χώρα εδώ που βρίσκεται.
ΟΥΔΕΙΣ δεν αντιλαμβάνεται τη σημερινή φρίκη, ως όαση, για να πάρουμε μια ανάσα, προκειμένου να αλλάξουμε πραγματικά δρόμο.
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, να υπάρχουν ορισμένοι γραμματιζούμενοι ουτοπιστές, αλλά σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς που το «έχω» έχει ταυτιστεί (απόλυτα) με το υπάρχω, τρέξε, ψάξε, γύρευε…
ΑΥΤΑ για σήμερα να είστε όλοι καλά και θα τα πούμε από βδομάδα.