Πήγατε στις εκδηλώσεις του Σαββατοκύριακου; Είχε πολλά να δείτε και να κάνετε στον ελληνικό δρόμο της πόλης μας. Εντάξει δύο ψιχάλες βροχής δεν μας πτοούν κι ούτε λαμβάνονται υπόψη. Ξέρω. Μια ηλιόλουστη μέρα και μια φεγγαρόλουστη βραδιά, δίνουν μια κάποια διαφορετική αίγλη στην οποιαδήποτε διήμερη ή μονοήμερη εκδήλωση. Είχε δίκιο ο “Νέος Κόσμος” στο πρωτοσέλιδο της Δευτέρας με τη φωτογραφία της λαοθάλασσας και τον πηχυαίο τίτλο «Κάθε χρόνο και καλύτερο!» Και εμένα μου άρεσε περισσότερο γιατί… «Το φετινό Ελληνικό Φεστιβάλ της Lonsdale Street, αφιερωμένο στη Μακεδονία μας».

Εγώ ξεκίνησα από το Σαββάτο το μεσημέρι, έκανα τη βόλτα μου, είδα τα περίπτερα, γνωστούς και φίλους. Θαύμασα, σε ορισμένα από τα περίπτερα μια κάποια ξεχωριστή, προσεγμένη διακόσμηση, καταρτισμένα άτομα να συμβουλέψουν, να πωλήσουν και να πληροφορήσουν. Χάρηκα που είδα τον Θέμη Καλό, τον επικεφαλής των ελληνικών ραδιοφωνικών εκπομπών του SBS, νεαρό παλιό φίλο, με τον οποίο, χρόνια πριν, περάσαμε αξέχαστες στιγμές, ώρες, ημέρες και βραδιές, στο Συνέδριο των δημοσιογράφων που είχε οργανώσει η τότε ελληνική κυβέρνηση, με υπεύθυνο οργάνωσης τον γνωστό, αεικίνητο υπουργό, κ. Γρηγόρη Νιώτη. Μαζί μας, στο συνέδριο εννοώ, οι διακεκριμένοι συνάδελφοι Σωτήρης Χατζημανώλης και Ευγενία Μωραΐτη, στους οποίους δεν αναφέρθηκα μιας και ο Βενιαμίν της συντροφιάς, ο Θέμης ο Καλός, είναι «μετανάστης» εγκατεστημένος, τοποθετημένος και καλοβαλμένος στο… Σίδνεϊ. Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που τον είδα. Βγάλαμε και φωτογραφία με τελευταίο μοντέλο φωτογραφική μηχανή που είχε στο πλήρως εξοπλισμένο περίπτερο της SBS. H φωτογραφία που βγάλαμε είχε φόντο την ωραία, ένδοξη, σημαία μας. Η φωτογραφία δείχνει, ακόμη πως και οι…δύο μας διατηρούμε την ομορφιά μας και εγώ διατηρώ και την… μετριοφροσύνη μου. Δείχνει ακόμη πως το μαλλί του γκριζάρισε αλλά… κρατήθηκε. Πήγα να του το τραβήξω για να βεβαιωθώ και δεν πρόλαβα γιατί, τον πλησίασε μία όμορφη κυρία και εκείνος, αγενώς φερόμενος, με εγκατέλειψε και με σορόπι χαμόγελο εστράφη προς αυτήν.

Εκείνο που ξέχασα να πω για το περίπτερο της SBS – ώρες ώρες είμαι αδικαιολόγητος – είναι ότι είχε μία ομάδα, άκρως εξυπηρετικών, ευγενικών και καταρτισμένων, όμορφων γυναικών. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου, κουράστηκα. Έκανα δύο βόλτες πάνω κάτω και ήρθε η ώρα ν’ αράξω. Παρακάλεσα φίλο καταστηματάρχη να με σερβίρει, ξεκινώντας από ούζο με μεζέ και άραξα σε κάποια γωνιά που, σαν από παράθυρο, έβλεπα το πάνω-κάτω των περαστικών.

Να και ο Θανάσης. Χρόνια να τον δω. Χάλια ο Θανάσης και τρόμαξα να τον γνωρίσω. Παρά το ότι διατηρούμαι θαυμάσια…από πλευράς αναστήματος, εμφανίσεως, διατήρησης επιδερμίδας, κόμμωσης και όλων των υπολοίπων, ο Θανάσης… τρόμαξε να με γνωρίσει. «Πως δε σε θυμάμαι Θανάση μου. Επειδή ερχόσουνα σκυφτός, δεν έβλεπα καλά το πρόσωπό σου. Από το πυκνό μαλλί σε γνώρισα.» Ο Θανάσης χαμογέλασε και μου είπε κάτι στενάχωρο: «Τα χάλια μας έχουμε και οι δύο, με το συμπάθιο. Ούτε η μάνα μας δεν θα μας γνώριζε αν μας συναντούσε στο Φεστιβάλ της Lonsdale.» Προσπάθησα να παρηγορηθώ σκεπτόμενος πως η μάνα μου θα με γνώριζε οπωσδήποτε γιατί… τώρα που… μεγάλωσα, είμαι ίδιος ο πατέρας μου.

Ο Θανάσης, σκέτο φαρμάκι, δεν πήρε τίποτα να φάει για λόγους ιατρικών απαγορευτικών εντολών και λόγους… πίκρας. «Τι έδωσα και τι δεν έκανα σαράντα χρόνια κοντά, όσο δούλεψα σαν τμηματάρχης, στην… υαλουργία που ξέρεις. Μέχρι την Ιταλία και τη Γαλλία ταξίδεψα για να βρω τα μοντέλα, τα εργαλεία, που μας χρειάζονταν για να γίνουμε ένα σύγχρονο εργοστάσιο υαλουργίας. Έφυγα, όταν συνταξιοδοτήθηκα και κάνανε πάρτι, μου χάρισαν ακριβό ρολόι και χάλασε ο κόσμος. Αν έγινε σύγχρονο το εργοστάσιο έγινε από μένα. Όλοι το αναγνωρίζανε. Χαρτιά, επαίνους, προαγωγές και πάει λέγοντας. Ένας, Αυστραλός ήταν, ο χημικός μηχανικός, κοίταζε τα καλούπια, μελετούσε τα γυαλιά και τις θερμοκρασίες, ήταν το νούμερο ένα εκεί μέσα. Πέθανε. Πήρανε άλλον κι αυτός ξένος. Σκοτσέζος νομίζω. Όλοι τον τρέμανε. Φωνή δεν είχε κανείς να του πει κουβέντα. Σκέψου τα αφεντικά Έλληνες, το προσωπικό, οι περισσότεροι Έλληνες, λίγοι Ιταλοί και ακόμη πιο λίγοι Λιβανέζοι. Το υαλουργείο δούλευε ρολόι, χρόνια και χρόνια. Έρχεται ο Σκοτσέζος και τους βάζει όλους προσοχή. Το παιδί μου, ένα έχω, σπούδασε χημικός μηχανικός. Με άκουσε και σπούδασε, τελείωσε, έκανε και ειδίκευση στα γυαλιά. Νούμερο ένα Κώστα κι όχι γιατί είναι παιδί μου. Προκηρύξανε διαγωνισμό εκεί που εγώ έδωσα τη ζωή μου και το παιδί έκανε αίτηση και τους πήγε ό,τι ζητούσαν και παραπάνω. Μίλησα με το παλιό αφεντικό και μου υποσχέθηκε. «Το παιδί του Θανάση θ’ αφήσουμε έξω;» μου είπε ο ίδιος, ο μεγάλος. Πήρανε πάλι Σκοτσέζο. Ήρθα μήπως τον συναντήσω, φέρνει τα παιδιά του να χορέψουν. Θα του τα πω ένα χεράκι. Του είπα να πιούμε ένα νηστίσιμο ούζο με μεζέ, που απαλαίνει πόνους, κρίσεις και παρακρούσεις. Τα ήπιαμε τα… νηστίσιμα και πήγαμε ν’ ακούσουμε κάποιον που τραγουδούσε φάλτσα. Ετοιμάστηκε να φύγει πικραμένος και του θύμισα πως αυτός, που ξεχνάει το χθες, θαμπώνει το αύριο.