Ελάχιστοι υπήρξαν οι Έλληνες σατιρικοί και κυνικοί ποιητές και πεζογράφοι της Ελληνικής Διασποράς, από όσα γνωρίζω. Στην Αυστραλία, έδρασε ταπεινά αλλά δημιουργικά στο Σίδνεϊ και όχι μόνον, ο Ιωάννης Γιαννακόπουλος (1926-20018). Πρόκειται για μια ιδιόμορφη, έντιμη και αυθεντική προσωπικότητα θυμόσοφου λογοτέχνη, ενός ασυμβίβαστου και επαναστάτη μπροστάρη, ο οποίος χρησιμοποιώντας «σκληρό» ύφος και ποιητικές εικόνες με αλληγορία και μεταφορές, διακωμωδεί την ανθρώπινη συμπεριφορά σε θέματα πλουτισμού και πλεονεξίας, γελοιοποιεί τους νεόπλουτους και ολιγάρχες, δίνει τη δική του θεώρηση στο μεταφυσικό, έχοντας πάντα ως κύριο θεματικό του πυλώνα της ζωή του ανθρώπου.

Ο Γιάννης Πούλος γεννήθηκε στην Τρίπολη (24.7.1926) και είχα τη χαρά και την τιμή να συζητώ μαζί του τις ποιητικές του ανησυχίες χρόνια τώρα. Τον γνώρισα, όπως γράφει ο ίδιος στην παρουσίαση του βιβλίου του αείμνηστου Δημήτρη Τσιγκρή που είχα επιμεληθεί πριν από 20 τόσα χρόνια στο Σίδνεϊ . Τελευταία φορά, συνομίλησα μαζί του πριν μερικούς μήνες, τις παραμονές της μεταφοράς του στο γηροκομείο. Παρέμενε ψυχικά δυνατός, δημιουργικός, ανθρώπινος. Οι γονείς του ήσαν ο Δημήτριος και η Πολυξένη (Σταυροπούλου). Η γιαγιά του πατέρα του ήταν από το Καπαρέλι και ο παππούς του από την ιστορική Αλέα (Τεγέα). Ο παππούς του Νίκος Σταυρόπουλος, ήταν κι αυτός Αρκάς μετανάστης στην Αμερική, όπου στα τέλη του 19ου του αιώνα έζησε στο Σικάγο με χιλιάδες άλλους Αρκάδες μετανάστες που ακολούθησαν. Όταν επέστρεψε, αφού είχε εξοικονομήσει κάποιο σημαντικό κεφάλαιο με τις οικονομίες του, κατόρθωσε να αγοράσει κτήματα και να παντρευτεί μια όμορφη συντοπίτισσά του, την Βασιλική Καντάρου και να μεγαλώσουν μαζί έξι παιδιά, το νεώτερο εκ των οποίων ήταν η μητέρα του Γιάννη Πούλου, η Πολυξένη. Της είχε της μητέρας του μεγάλη αδυναμία ο θυμόσοφος αυτός ποιητής μας.

Συχνά μου μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια και για την άτυχη μητέρα του, η οποία εγκατέλειψε τα γήινα στα 35 χρόνια της, αφήνοντας τον «Γιαννούλη» της ορφανό. Ο παππούς του πατέρα τους ήταν μαραγκός στην Τρίπολη και ο Γιάννης από μικρός τέθηκε υπό την προστασία του. Στο ξυλουργικό εργαστήριο του παππού του περνούσε ο Γιάννης τα παιδικά του χρόνια, μετά το σχολείο, παίζοντας με το ροκάνι, την πλάνη, τη ράσπα, το παστάγγουλο. Του ζητούσε ο παππούς του να μαστορέψει κάποιες από τις δουλειές που αναλάμβανε, να χρησιποιεί τη συρματόβουρτσα. Εκεί έμαθε την τέχνη του ξυλουργού και του ξυλογλύπτη. Αργότερα, άνοιξε στην Τρίπολη δικό του ξυλουργικό εργαστήριο μέχρι την εποχή που εντάχθηκε στον Ελληνικό στρατό, στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, υπηρετώντας σχεδόν για έξι χρόνια (1947-1952). Το 1954 νυμφεύθηκε τη Δήμητρα Βράκα από τη Χωτούσα και αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία μαζί, ύστερα από πρόσκληση που τους έκανε ο αδελφός της Δήμητρας, Απόστολος Βράκας, ο οποίος διατηρούσε μια απέραντη μπανανοφυτεία κοντά στην πόλη του Λίσμορ.

Έναν χρόνο αργότερα ο Γιάννης και η Δήμητρα εγκαταστάθηκαν στο Μπρίσμπαν, όπου ο Γιάννης επιδόθηκε στο επάγγελμα του συντηρητή κτιρίων ως επιτήδειος και ικανότατος ξυλουργός. Ταυτόχρονα άνοιξε και δικό του εργαστήριο κατασκευάζοντας δικές του αγροικίες. Ζούσαν στο Μπρίσμπαν, όταν γεννήθηκαν τα δύο του παιδιά τους, ο Δημήτριος και η Πολυξένη. Μερικά χρόνια αργότερα, η οικογένεια του Γιάννη και της Δήμητρας μετανάστευσαν στο Σίδνεϊ, όπου ο Γιάννης συνδέθηκε με πολύχρονη φιλία και συνεργασία με τον Theo Morris και τις επιχειρήσεις του, εργαζόμενος ως επόπτης συντήρησης των κτιρίων της μεγάλης αυτής επιχείρησης.

Το 2014 ο Γιάννης Πούλος εξέδωσε την πολύτιμη Συλλογή του με τίτλο ‘Στης Απεραντοσύνης Τα Μάκρη’, μια συλλογή που περιέχει πενήντα-έξι ποιήματα και εξήντα-επτά σύντομα διηγήματα, με τα οποία αφηγείται με αυθεντικό τρόπο, πρωτοτυπία και σκληρή ειλικρίνεια την κοινωνία, τη ζωή μας στην Αυστραλία, αναφερόμενος στους συγχρόνους του. Απαξιώνοντας το κυνήγι των υλικών αγαθών, με τρόπο αλληγορικό, σατιρικό, γελοιοποιεί την ανθρώπινη συμπεριφορά ως προς τα προσωρινά και μάταια και αναζητεί να βρει το ιδανικό, το ιδεώδες στην ψυχική διάσταση του ανθρώπου. Η απεραντοσύνη και τα μάκρη δείχνουν ακριβώς το μάταιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που θορυβεί κενόδοξα επάνω στη γη, την ανθρώπινη κακία που αυτοκαταστρέφει τον χρήστη της, τον παράλογο και αστείρευτο φθόνο που τραυματίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και σκοτώνει την ποιότητα της ζωής.

Με αλληγορικά αφηγήματα, διαρκή ειρωνικά και σατιρικά σχόλια, με οξύτατες παρατηρήσεις, αλλά και αυτοκριτική, βλέπει τον κόσμο και τις αξίες της αλληλεγγύης και αγάπης να ευτελίζονται από προσωρινές επαγγελματικές δήθεν κατακτήσεις που δεν μας ανήκουν, σε έναν κόσμο που αυτοκαταστρέφεται, που αυτοπυρπολείται. Επιτίθεται στη λαιμαργία, την ανθρώπινη απληστεία του «ακόμα λίγα πλούτη», στις ανθρώπινες τάξεις και παρατάξεις, που διαχωρίζουν, που τραυματίζουν, που ματώνουν και σε έναν ανεξέλεγκτο εγωισμό, μια “εγωλαγνεία” που καταστρέφει την ποιότητα της ζωής μας. Αυτομαστιγώνεται ο Γιάννης Πούλος, υπογράφει ως ανορθόγραφος, ως τιποτένιος, ως μηδαμινός, ως ελάχιστος εν ζωή, και με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύεται ως ο μεστότερος, ο ωριμότερος, ο περισσότερο καταξιωμένος.

Ο Γιάννης Πούλος έσβησε πριν από μερικές ημέρες στο Σίδνεϊ. Έφυγε ήσυχος, πλήρης ημερών, παίρνοντας μαζί του τις ανησυχίες ενός κόσμου που δεν λέει να καταλαγιάσει τα πάθη του, σε έναν κόσμο όπου η συκοφαντία και τα ψέμμα συνεχίσουν να τραυματίζουν, σε έναν κόσμο όπου το κυνήγι του «ακόμα λίγα πλούτη» συνεχίζεται, χωρίς να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι είμαστε «προσωρινοί διαχειριστές ξένων περιουσιών, περιουσιών που δεν μας ανήκουν, διότι, ο ψυχοπομπός Ερμής μας περιμένει στην άλλη όχθη του Αχέροντα γυμνούς χωρίς στολίδια και χρυσάφια…». Τον Γιάννη Πούλο θα τον θυμόμαστε κάθε φορά που ανοίγουμε το βιβλίο του. Καλώς έπραξαν οι άνθρωποι του Παναρκαδικού Συλλόγου του Σίδνεϊ και του αφιέρωσαν μια σελίδα στο εορταστικό λεύκωμα των 60 χρόνων από την ίδρυσή του και τον ονόμασαν «Ποιητή της Αρκαδίας».

Έγραφε ο Γιάννης:

Στο δικό σου το δρόμο

δεν μπορεί να ‘ρθει κανείς,

Είν’ για σένα φτιαγμένος

Μοναχός να διαβείς.

Στου απείρου τα μάκρη

Που διαβαίνεις μ’ ορμή

Θα με βρεις σε μια άκρη

Να κρατώ μες τα χέρια

Τη δική σου πνοή…