Η είδηση του θανάτου του πασίγνωστου φωτογράφου Γιώργου Μπεμπόνη, τη Δευτέρα, 5 Μαρτίου, πάγωσε στην κυριολεξία τ’ αδέλφια και τους φίλους του, και τόσους άλλους συμπάροικους που σε κάποια στιγμή της ζωής του είχαν φωτογραφηθεί από τον ίδιο.
Ο αιφνίδιος θάνατός του με συγκλόνισε προσωπικά, καθώς και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, διότι με τον Γιώργο, πέρα από τη μακρόχρονη φιλία και συνεργασία μας, στις ελληνικές εφημερίδες, από το 1967, μας συνέδεε και η κουμπαριά, αφού με στεφάνωσε και βάφτισε τον πρωτότοκο γιο μου Χρήστο. Και όχι μόνο, ο Γιώργος ποτέ, μα ποτέ δεν ξεχνούσε να περάσει από το σπίτι μας, την ημέρα των Χριστουγέννων που είναι και η ονομαστική γιορτή του βαφτισιμιού του.
Το έμαθα από την κ. Έφη Τσουκάλη, οικογενειακή φίλη και για πολλά χρόνια συνάδελφο στον «Νέο Κόσμο». Ειλικρινά, μου κόπηκε η αναπνοή, δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη, ακούγοντας τα δυσάρεστα νέα. «Τον είδα το Σάββατο το βράδυ», μου είπε η κ. Έφη, «στο κέντρο ‘Κίνηση’, όπου είχα πάει με το σύζυγό μου τον Γιάννη. Ήρθε στο τραπέζι μας και κάθισε αρκετή ώρα. Ήταν τόσο χαρούμενος που μας είδε, χαμογελαστός και καλοντυμένος, όπως πάντα και δεν είχε κανένα σημάδι ας πούμε, από κάποιο πρόβλημα υγείας, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ο Μπεμπόνης δεν υπάρχει πια. Ήρθε αυτό που λέει ο ποιητής … ο μόνος αθάνατος, ο θάνατος».
Tα ίδια περίπου μου είπε ο αδελφός του Θεόδωρος. «Την Παρασκευή το βράδυ, 2 Μαρτίου, ο Γιώργος ήρθε στο σπίτι μου και φάγαμε μαζί με την οικογένειά μου και τη Δευτέρα έφυγε για πάντα από αυτόν εδώ τον κόσμο. Είμαστε σοκαρισμένοι. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Γιώργος μέχρι το πρωί της Δευτέρας ήταν στη ζωή, διότι αυτό επιβεβαιώνεται από την κάμερα του σπιτιού. «Λίγο μετά το μεσημέρι, όταν πήρα ένα τηλεφώνημα κι έτρεξα στο σπίτι του, εκεί βρήκα τρία αστυνομικά αυτοκίνητα, τον ιατροδικαστή και μια ανιψιά μας, με τον σύντροφό της. Έφυγε από ανακοπή της καρδιάς του, έτσι μου είπε ο ιατροδικαστής».

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΠΕΜΠΟΝΗΣ
Γεννημένος το Μάη του 1949, στο χωριό Βρύσες κοντά στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας, ήρθε στην Αυστραλία 15χρονο παιδί, μαζί με τους γονείς του και τ’ αδέλφια του, Θεόδωρο, Πέγκυ (σύζυγο αργότερα του φαρμακοποιού Γιάννη Κατσίκα) και Πωλ.
Από μικρός είχε μεράκι με τη φωτογραφία και όχι με τα γράμματα. Το όνειρό του ήταν να γίνει φωτογράφος και να αποκτήσει μια μέρα το δικό του στούντιο. Και τα κατάφερε.
Γνώρισα τον Γιώργο για πρώτη φορά μια Κυριακή απόγευμα του Μάη του 1967 στο γήπεδο της Ελλάς, το ιστορικό Μιντλ Πάρκ που τώρα δεν υπάρχει. Μου τον σύστησε κάποιος φίλος μου, ο οποίος γνώριζε ότι γράφω αθλητικά σε δυο εφημερίδες, την «Αθλητική Ηχώ» και τον «Πυρσό».
Ποιος να το φανταζόταν τότε ότι αυτή η συμπτωματική γνωριμία θα άνοιγε νέους ορίζοντες για τον Μπεμπόνη, ο οποίος στα χρόνια που ακολούθησαν έφθασε να γίνει ο κορυφαίος φωτογράφος της παροικίας.
Δύο εβδομάδες μετά τη γνωριμία μας η «Αθλητική Ηχώ» του αείμνηστου Πέτρου Πετράνη και ο «Πυρσός» του, επίσης, αείμνηστου Μιχάλη Μιχαηλίδη, άρχισαν να δημοσιεύουν τις φωτογραφίες του. Από τους ελάχιστους τότε δημοσιογράφους και φωτογράφους στον παροικιακό Τύπο, είχαμε συνεργαστεί «πακέτο» και σε άλλες εφημερίδες, όπως τα «Νέα» του Στάθη Βλασσόπουλου, τον «Πανελλήνιο Κήρυκα» που διεύθυνε τότε ο Δημήτρης Καλομοίρης και από το 1971 στον «Νέο Κόσμο».
Το 1969 ο Γιώργος μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο, έκαναν το πρώτο μεγάλο άλμα, ανοίγοντας το φωτογραφείο Bebonis Photo Studio στο High St., Northcote. Τα δύο αδέλφια εργάστηκαν σκληρά στα επόμενα χρόνια και κατόρθωσαν με τις οικονομίες τους, να ανοίξουν και δεύτερο φωτογραφείο στην περιοχή του Περάν, με την ίδια ονομασία, ενώ ο Γιώργος, έγινε πασίγνωστος σαν φωτογράφος κυρίως από το Νέο Κόσμο που δημοσίευε φωτογραφίες του, από τα γήπεδα, από κοινωνικές εκδηλώσεις και από τα μαγαζιά της νύχτας.
Ενωμένα πάντα τα δύο αδέλφια, ο Γιώργος στο Περάν και ο Θεόδωρος στο Νόρθκοτ, ανέβασαν το Bebonis Photo Studio πολύ ψηλά και το κατέταξαν ως ένα από τα μεγαλύτερα του είδους, όχι μόνο στην ελληνική παροικία, αλλά και στο πλατύ κοινό, με πελατεία από διάφορες εθνικότητες για γάμους, αρραβώνες, βαπτίσεις και άλλες εκδηλώσεις, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν μαζί τους και ο μικρότερος αδελφός ο Πωλ.

Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, συνεργαστήκαμε σταδιακά και σε άλλες εφημερίδες μέχρι το 1999, οπότε έβαλα στο συρτάρι το στυλό και τα χειρόγραφα για λόγους υγείας. Σε μια συνομιλία μας πριν από δυο χρόνια κι ενώ μου έδειχνε τα σχέδια του σπιτιού που ήθελε να χτίσει στην Ελλάδα, τον ρώτησα γιατί συνεχίζει τις φωτογραφίσεις και τρέχει ακόμη στα μαγαζιά της νύχτας, μου απάντησε: «Ο φακός για μένα είναι ολόκληρη η ζωή μου. Μέσα από τις φωτογραφίσεις επικοινωνώ με τον κόσμο και εκφράζομαι ως άνθρωπος. Ό,τι έχω να πω το λέω μέσα από τις φωτογραφίες. Όσο κρατάνε τα κότσια μου και μπορώ να περπατάω θα βγάζω φωτογραφίες».
Έτσι ήθελε … κι έτσι έφυγε … ο Γιώργος Μπεμπόνης, φωτογράφος μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του.
Στην κηδεία του, την Πέμπτη, 15 Μαρτίου, περισσότερα από 200 άτομα, συγγενείς και φίλοι και άλλοι συμπάροικοι, παρευρέθηκαν στον ιερό ναό της Υπαπαντής του Κυρίου Coburg, για να αποχαιρετήσουν, έναν από τους κορυφαίους φωτογράφους που πέρασαν ποτέ από την παροικία μας.
Καλό ταξίδι φίλε και κουμπάρε Γιώργο!
Αιωνία σου η μνήμη!