Οι 21 βουλευτές του Εργατικού Κόμματος που κατονομάστηκαν στην πρόσφατη αναφορά της Συνηγόρου του Πολίτη (Ombudsman) Βικτώριας, Deborah Glass, δεν είναι απατεώνες.
Παραπλανημένοι; Ίσως. Υπερβολικά πρόθυμοι να βοηθήσουν να εκλεγεί το κόμμα τους; Σχεδόν σίγουρα. Ή, όπως είπε η Ombudsman, πίστευαν ότι αυτό που κάνουν ήταν “νόμιμο και ότι συνέβαλλαν σε μία εγκεκριμένη συμφωνία συγκέντρωσης χρημάτων”.
Δεν πιστεύω ότι είναι απατεώνες, όπως δεν πιστεύω ότι ο Matthew Guy είναι φίλος της Μαφίας, επειδή βρέθηκε να τρώει αστακό με μία υποτιθέμενη προσωπικότητα του οργανωμένου εγκλήματος.
Θα ήταν πολύ κρίμα αν πηγαίναμε σε μία προεκλογική περίοδο που δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από έναν συναγωνισμό βρισιάς, με το ένα κόμμα να αποκαλεί τα μέλη του άλλου απατεώνες και το δεύτερο να αναφέρεται στην αντιπολίτευση ως φιλική προς τη μαφία.
Όχι. Υπάρχουν πολλά σοβαρά ζητήματα γύρω από την υγεία, την παιδεία, την οικονομία, τις μεταφορές, την δημόσια ασφάλεια, την ενέργεια και τα κόστη λειτουργίας των επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Αυτά είναι τα πραγματικά θέματα που απασχολούν τους πολίτες της Βικτώριας.
Τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθεί το προεκλογικό προσωπικό έχουν αποπληρωθεί και το εκλογικό σώμα θα αποφασίσει τι βάρος θα πρέπει να έχει αυτό το ζήτημα στις επόμενες εκλογές.
Η έκθεση της Συνηγόρου του Πολίτη δικαίωσε τον τρόπο που κυνηγούσε την ιστορία η εφημερίδα Herald Sun και φαίνεται ότι τώρα το Φιλελεύθερο Κόμμα και οι Πράσινοι θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από τις έρευνες της Herald Sun και της Deborah Glass ξοδεύοντας περισσότερους εθνικούς πόρους σε νέες έρευνες για πολιτικό όφελος. Αυτό είναι τρέλα.
Στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης Bracks, συμμετείχα σε πολλές έρευνες της Άνω Βουλής που έφτιαξαν οι Φιλελεύθεροι, λόγω της αριθμητικής τους δύναμης, για να επιτεθούν στην κυβέρνηση.
Το κοινό κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για ανεξάρτητες έρευνες, αλλά για κυνήγι μαγισσών και επανέφερε το Εργατικό Κόμμα στην κυβέρνηση με αυξημένη πλειοψηφία.
Δυστυχώς, αυτό που λείπει είναι τα κρίσιμα ζητήματα του νόμου και της δημόσιας ευθύνης που έχει φέρει στην επιφάνεια αυτή η υπόθεση. Ο νόμος περί Συνηγόρου του Πολίτη (Ombudsman) ς προβλέπει ότι κάθε σώμα του Κοινοβουλίου, ή ακόμα και μία κοινοβουλευτική επιτροπή, μπορούν να παραπέμπουν “κάθε ζήτημα” στην Ombudsman η οποία πρέπει να το ερευνά και να παρουσιάζει μία αναφορά.
Ο όρος “κάθε ζήτημα” είναι πολύ ευρύς και επιτρέπει καταχρήσεις από πολιτικά κόμματα που θέλουν να επιτεθούν στους αντιπάλους τους. Η Ombudsman ήθελε να ελέγξει κατά πόσο η Άνω Βουλή έχει το δικαίωμα να παραπέμπει σε αυτήν “κάθε ζήτημα”. Κυρίως ήθελε να ξέρει αν οφείλει βάσει του νόμου να ερευνήσει, ακόμη και αν το ζήτημα απέχει από τα κανονικά της καθήκοντα. Παρέπεμψε το ζήτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αυτό που κρινόταν ήταν το κατά πόσον το Κοινοβούλιο, ή ακόμη και μία πενταμελής κοινοβουλευτική επιτροπή, μπορεί με κίνηση της πλειοψηφίας να την αναγκάσει να ερευνήσει όποιο ζήτημα το ίδιο επιθυμεί. Αν η απάντηση ήταν ‘ναι’, τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις που είχε διαθέσιμες, ώστε να κάνει την έρευνα, ανεξαρτήτως του πόσο πολιτικά αμερόληπτο μπορεί να είναι αυτό το αίτημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι Πράσινοι και το Φιλελεύθερο Κόμμα χρησιμοποίησαν την αριθμητική τους υπεροχή στην Άνω Βουλή, ώστε να δώσουν εντολή στην Ombudsman να ερευνήσει την χρήση έκτακτου προεκλογικού προσωπικού από το Εργατικό Κόμμα. Καταψήφισαν την πρόταση του Gavin Jennings να ερευνήσει η Συνήγορος του Πολίτη το Φιλελεύθερο Κόμμα και τους Πράσινους, για την χρήση του δικού τους προεκλογικού προσωπικού.
Στην συνέχεια έδωσαν εντολή στον Πρόεδρο της Άνω Βουλής να ξοδέψει δημόσιο χρήμα για τον διορισμό νομικού Συμβουλίου που συμμετείχε στην υπόθεση, στηρίζοντας το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να παραπέμπει “κάθε ζήτημα” στην Συνήγορο του Πολίτη αναγκάζοντάς την να το ερευνήσει.
Σίγουρα, η Κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τα χρήματα (περίπου $460,000) που εγκρίθηκαν ως δαπάνη από τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, στην αναζήτηση ενός πολιτικού αποτελέσματος που τους ευνοούσε. Μόνο αυτοί είναι υπεύθυνοι για αυτό το κόστος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο και στην συνέχεια το Εφετείο και τα ανώτερα δικαστήρια, υποστήριξαν ότι, εφόσον ο νόμος ορίζει “κάθε ζήτημα”, τότε αυτό σημαίνει “κάθε ζήτημα”.
Επομένως κάθε Κοινοβούλιο μπορεί να παραπέμψει οτιδήποτε στην Συνήγορο του Πολίτη και εκείνη, βάσει του νόμου, οφείλει να το ερευνήσει.
Αυτό το επίπεδο υποχρεωτικής παραπομπής από το Κοινοβούλιο δεν ισχύει ούτε για την Ευρεία Ανεξάρτητη Επιτροπή Αντιδιαφθοράς IBAC, η οποία έχει την διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τι θα ερευνήσει και περιορίζεται από την δική της νομοθεσία. Όταν ο Matthew Guy παρέπεμψε τον εαυτό τους στην IBAC για το ζήτημα του δείπνου, θα πρέπει να είχε υπ’ όψιν του ότι η IBAC μπορεί να αρνηθεί, όπως και έκανε.
Τώρα έχουμε μία κατάσταση όπου οι παραπομπές μπορούν να συμβούν για ζητήματα όπως οι σχέσεις του Φιλελεύθερου Κόμματος με την μαφία για λόγους συγκέντρωσης πόρων, οι διαδικασίες εγγραφής μελών του Φιλελεύθερου και του Εργατικού Κόμματος, ή οι ισχυρισμοί ότι το Εργατικό Κόμμα κατέφυγε σε τακτικές εκφοβισμού στο Batman. Αν παραπεμφθούν στην
Συνήγορο του Πολίτη, θα πρέπει να ερευνηθούν.
Οι κίνδυνοι αυτού είναι προφανείς και γι’ αυτό ασκήθηκε έφεση στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και δόθηκε εντολή στον υπουργό Δικαιοσύνης Martin Pakula, να ενεργήσει για λογαριασμό της Κυβέρνησης.
Δεν ήταν μόνο οι ανησυχίες για την πολιτικοποίηση του γραφείου της Συνηγόρου του Πολίτη που οδήγησαν στις εφέσεις. Η απόφαση του δικαστηρίου είχε επιπτώσεις και σε μία άλλη σύμβαση με ιστορία αιώνων που εμποδίζει ένα κοινοβουλευτικό σώμα από την διεξαγωγή έρευνας για τις δραστηριότητες των μελών του άλλου σώματος.
Πρόκειται για ένα σημαντικό μέρος της διάκρισης εξουσιών στην δημοκρατία μας. Είναι σχεδιασμένο να εξασφαλίζει ότι μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι σε θέση να στοχοποιεί τους αντιπάλους που μιλούν εναντίον της σε άλλο κοινοβουλευτικό σώμα. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου σ’ αυτήν την περίπτωση σημαίνουν ότι η Άνω και Κάτω Βουλή μπορούν στην ουσία να ξεκινήσουν έρευνες στης δραστηριότητες των μελών της μίας και της άλλης, με μία απλή παραπομπή στην Συνήγορο του Πολίτη.
H κυβέρνηση έχει υποστεί άδικη επίθεση για το γεγονός ότι αναζήτησε νομική διευκρίνηση αυτών των αρχών. Το σχετικά μικρό ποσό των $139.000 (και όχι ενός εκατομμυρίου δολαρίων) που δαπανήθηκε για το εξωτερικό νομικό κόστος διακανονισμού των ζητημάτων ήταν πολύ μικρότερο από το ποσό που ενέκριναν οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι για να παρακάμψουν μακροχρόνιες συμβάσεις για ίδιον πολιτικό όφελος.
Το νομικό κομμάτι τώρα έχει διευκρινιστεί, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό έγινε για καλό. Έχει ανοίξει μία σφηκοφωλιά όπου κάθε κόμμα που έχει τον έλεγχο ενός κοινοβουλευτικού σώματος ή ακόμα και μίας κοινοβουλευτικής επιτροπής, μπορεί να χρησιμοποιήσει την Συνήγορο του Πολίτη ως πολιτικό όπλο.
Παρά την πολιτικοποίηση του Συνήγορου του Πολίτη δεν πιστεύω ότι κανένα πολιτικό κόμμα θα θέλει να νομοθετήσει τον περιορισμό της δυνατότητας του κοινοβουλίου να παραπέμπει στον διαμεσολαβητή “κάθε ζήτημα”.
Αλλά αν θέλουμε να αποφύγουμε την χρήση του Ombudsman για ξεκάθαρους πολιτικούς σκοπούς, θα πρέπει να του χορηγήσουμε μία ακόμη εξουσία. Την εξουσία να χρησιμοποιεί την διακριτική ευχέρεια να λέει όχι.
*Ο Φάνος Θεοφάνους είναι σχολιαστής και πρώην υπουργός της πολιτειακής κυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος της Βικτώριας.