“Το μόνο πράγμα που έχω να κάνω είναι να διασφαλίσω ότι αυτή η συμφωνία θα περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο”. Ήταν 14 Μαΐου 2014, όταν η υπουργός Τουρισμού της Ελλάδας, Όλγα Κεφαλογιάννη, έκανε αυτήν τη δήλωση στο μικρόφωνο της SBS και στην Βάσω Μώραλη, στο πλαίσιο της επίσκεψής της στην Αυστραλία. Η υπουργός πανηγύριζε για την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, για την χορήγηση βίζας διακοπών με δικαίωμα εργασίας σε 500 Έλληνες και 500 Αυστραλούς υπηκόους. Την Αυστραλία εκπροσωπούσε ο τότε Υπουργός Μετανάστευσης της κυβέρνησης Abbott και νυν Θησαυροφύλακας, Scott Morrison. H κυβέρνηση Σαμαρά δεν προέβλεπε χαρτοφυλάκιο Μετανάστευσης (ήταν τα χρόνια της αθωότητας), αλλά παραμένει κάπως αδιευκρίνιστο το γιατί η συμφωνία δεν υπογράφηκε από κάποιον αρμοδιότερο υπουργό – π.χ. τον τότε Υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Βενιζέλο. Ίσως να έχει να κάνει με την στενή συνεργασία που είχε αναπτυχθεί τότε μεταξύ του Υπουργείου Τουρισμού και της Αυστραλιανής Πρεσβείας στην Ελλάδα, στο τιμόνι της οποίας βρισκόταν η Jenny Bloomfield.

Όπως και να έχει, η υπογραφή της συμφωνίας είναι μία επιτυχία που πιστώνεται – και δικαίως – στην Όλγα Κεφαλογιάννη, η οποία έκλεισε έτσι περίπου δύο δεκαετίες συζητήσεων. Γιατί, όπως θυμούνται καλά οι παλιότεροι αναγνώστες του ‘Νέου Κόσμου’, το ζήτημα της συγκεκριμένης βίζας ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Ελληνοαυστραλού πολιτικού, Νίκου Μπόλκα, την περίοδο που υπηρετούσε ως υπουργός Μετανάστευσης και Εθνοτήτων στην κυβέρνηση του Paul Keating (1993-1996).

Ο Νίκος Μπόλκας, ο πρώτος, ελληνικής καταγωγής, ομοσπονδιακός υπουργός της Αυστραλίας, παραμένει ένας από τους πιο ‘παραγωγικούς’ και οραματιστές υπουργούς που έχουν περάσει από την καρέκλα του υπουργού Μετανάστευση, καθώς επί των ημερών του ξανασχεδιάστηκε από την αρχή η μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας (αυτή την οποία σιγά-σιγά επιχειρεί να διαλύσει ο νυν υπουργός, Peter Dutton). Σημαντικός άξονας της πολιτικής του Μπόλκα ήταν η αναγνώριση της σημασίας της προσωρινής εισόδου στην χώρα για λόγους εργασίας, κάτι που επεκτεινόταν σε όλο το φάσμα επαγγελματικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η βίζα διακοπών με δικαίωμα εργασίας ήταν ένα μόνο μέρος αυτής της πρωτοβουλίας – και στα χρόνια που έχουν περάσει έχει επιτρέψει σε χιλιάδες νέους από όλον τον κόσμο να επισκεφθούν την Αυστραλία και να βγάλουν χρήματα σε αγροτικές δουλειές, εμπλουτίζοντας -έστω προσωρινά- το εργατικό δυναμικό της χώρας στις αγροτικές περιοχές. Ο ίδιος επιθυμούσε αυτή η πρωτοβουλία να ξεκινήσει από την Ελλάδα.

Όμως η Ελλάδα εκείνης της περιόδου, δεν ήταν καθόλου έτοιμη για κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή, η χώρα ζούσε την “θριαμβευτική” επάνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, μετά το “Βρώμικο ’89”, την πανηγυρική αθώωση από το Ειδικό δικαστήριο και το άδοξο τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Κυρίως, η χώρα αντιμετώπιζε το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης -από την Αλβανία- και ήταν διάχυτος ο φόβος των “ξένων που έρχονται να πάρουν τις δουλειές των Ελλήνων”. Η ιδέα σ’ αυτούς τους ξένους να προστεθούν και μερικές εκατοντάδες Αυστραλοί με υπνόσακους ήταν αδιανόητη.

Οπότε η Όλγα Κεφαλογιάννη είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει που έδωσε τέλος σε ένα τόσο μεγάλο διάστημα παλινωδιών. Ωστόσο, η ίδια απέτυχε να κάνει “το μόνο πράγμα” που είχε στην ατζέντα της – να περάσει την συμφωνία από το ελληνικό κοινοβούλιο. Με δικαιολογία την κρίση που καταβαράθρωσε την ελληνική οικονομία, το ζήτημα, για μία ακόμη φορά, παραπέμφθηκε στις καλένδες – ή μάλλον, ακριβέστερα, καταχωνιάστηκε βαθιά στους φακέλους με εκκρεμότητες της Ελλάδας.

Αυτό μέχρι πέρσι, όταν επισκέφθηκε την Αυστραλία ο Υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για ζητήματα απόδημου Ελληνισμού, Τέρενς Κουίκ. Στο πλαίσιο των επαφών του με την Υπουργό Εξωτερικών, Julie Bishop, ο κ. Κουίκ ανακίνησε το ζήτημα της Working Holiday Visa και σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Νέο Κόσμο, δήλωσε απερίφραστα: “Εχω καταθέσει την σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση στην Βουλή για να περάσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες”. Ήταν μία από τις σπανιότερες στιγμές στην ιστορία της παγκόσμιας πολιτικής: ένας πολιτικός που λέει αλήθεια. Πράγματι, ενάμιση μήνα περίπου μετά την επιστροφή του Υφυπουργού στην Αθήνα, η συμφωνία επικυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο, ενώ στο τέλος του 2017 η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ B’ 4488/2017). Από τότε, έχουν περάσει τέσσερις μήνες στους οποίους δεν έχει συμβεί τίποτε.
Σχεδόν καθημερινά, ο ‘ΝΚ’ γίνεται αποδέκτης μηνυμάτων από Έλληνες και Αυστραλούς πολίτες που επιθυμούν να επωφεληθούν από την συμφωνία. Το Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων της Αυστραλίας, στο οποίο υπάγονται πλέον τα ζητήματα μεταναστευτικής πολιτικής, τηρεί στάση αναμονής. “Η Αυστραλία παραμένει δεσμευμένη στην πρόοδο των συζητήσεων με την Ελλάδα για την αμοιβαία συμφωνία άδειας παραμονής που συνδυάζει Εργασία και Διακοπές, μεταξύ των δύο χωρών,” αναφέρει η επίσημη δήλωση του Υπουργείου στο σχετικό ερώτημα που υποβάλαμε. “Καλωσορίζουμε τα πρόσφατα βήματα της ελληνικής κυβέρνησης για την πρόοδο της νομοθεσίας που θα επιτρέψει την εφαρμογή της αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας. Μόλις συμφωνηθεί αμοιβαία μία ημερομηνία έναρξης της συμφωνίας για τις δύο χώρες, οι λεπτομέρειες του προγράμματος ‘Work and Holiday visa’ θα δημοσιευτούν στον ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων. Με την εφαρμογή της, η συμφωνία θα επιτρέψει σε νέους ανθρώπους από την Ελλάδα, ηλικίας μεταξύ 18 και 30 ετών, να κάνουν αίτηση παραμονής στην Αυστραλία για έναν χρόνο και να εργαστούν και να σπουδάσουν για ορισμένο χρονικό διάστημα. Οι ίδιοι όροι θα επιτρέψουν σε νέους Αυστραλούς να εργαστούν κατά τις διακοπές τους στην Ελλάδα”.

Στιγμιότυπο από την επίσκεψη του Υφυπουργού Εξωτερικών, αρμοδίου για θέματα Απόδημου Ελληνισμού, Τέρενς Κουίκ, στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης (στην φωτογραφία με τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Βασίλη Παπαστεργιάδη και τον Γραμματέα, Κώστα Μάρκο). Η Κοινότητα έπαιξε σημαντικό ρόλο για την υπογραφή της συμφωνίας Working Holiday Visa.

Με άλλα λόγια, η Αυστραλία τηρεί στάση αναμονής. Υπόσχεται να εφαρμόσει ακριβώς το πρόγραμμα που θα ισχύσει στην Ελλάδα και πετάει το μπαλάκι στην ελληνική κυβέρνηση. Το θέμα είναι σε ποιον πέταξε το μπαλάκι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση. Στην προσπάθειά μας να το βρούμε – το μπαλάκι – επικοινωνήσαμε πρώτα με την διπλωματική αποστολή της Ελλάδας στην Αυστραλία. Σε κάθε επικοινωνία μας, επιβεβαιώνεται ότι δεν έχει υπάρξει καμία επίσημη οδηγία ή εγκύκλιος από την μητέρα πατρίδα. Αναζητώντας την άκρη του νήματος, αποπειραθήκαμε να επικοινωνήσουμε με το Υπουργείο Εξωτερικών.

Αλλά το email αποστείλαμε, επεστράφει ανεπίδοτο. “Η αποστολή προς τον παραλήπτη απέτυχε,” έγραφε το μήνυμα του γνωστού Mailer-Daemon. Ο λόγος; Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας είναι εδώ και δέκα μέρες χωρίς email server. Έχει εκδοθεί ανακοίνωση να αναζητούνται άλλοι τρόπο επικοινωνίας. Δεν υπάρχει νεώτερη ανακοίνωση περί αποκατάστασης.
Η ανακοίνωση είναι ένα κομψοτέχνημα: “Σας γνωρίζουμε ότι κεντρική υποδομή υποστήριξης υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρουσίασε σοβαρό τεχνικό πρόβλημα. Επανέλθουμε ευθύς αμέσως αποκατασταθεί εν λόγω βλάβη”. Φαίνεται πως η γνώση ελληνικής γλώσσας και συντακτικού δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση για την εργασία στο Υπουργείο Εξωτερικών – ή ότι η Ελλάδα πλέον είναι μία πολυπολιτισμική χώρα που επιτρέπει σε ανθρώπους που δεν έχουν πρώτη γλώσσα την ελληνική να εργαστούν, οπότε ο συντάκτης είναι άξιος επαίνων για την προσπάθειά του.

Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να περιμένουμε να αποκατασταθεί η βλάβη στις επικοινωνίες του Υπουργείου Εξωτερικών. Κι αυτό γιατί, όπως στο μεταξύ πληροφορηθήκαμε, χωρίς όμως να λάβουμε επίσημη επιβεβαίωση, η εφαρμογή της συμφωνίας υπάγεται στo Υπουργείο Παιδείας και ειδικότερα στην Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς. Θα περίμενε κανείς μία βίζα που αφορά διακοπές, εργασία και παραμονή σε ξένη χώρα να είναι ένα ζήτημα των Υπουργείων Τουρισμού, Εργασίας και Εξωτερικών αντιστοίχως, αλλά μάλλον προκρίθηκε το θέμα των σπουδών – και το πιο νεφελώδες της ηλικίας των δικαιούχων.

Έχοντας ήδη “καεί” από τα email, αποφασίσαμε να επιλέξουμε την παραδοσιακή μέθοδο του τηλεφώνου και καλέσαμε στον αριθμό που αναγράφεται στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας. Η ευγενική, πλην κουρασμένη, φωνή που απάντησε μας ενημέρωσε ότι ο αριθμός είναι λαθος και μας έδωσε τον σωστό αριθμό για να καλέσουμε στην Γενική Γραμματεία. Η υπάλληλος που σήκωσε το τηλέφωνο ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να μας βοηθήσει, αλλά δυστυχώς αδυνατούσε να μας συνδέσει με το γραφείο του Γενικού Γραμματέα, γιατί προφανώς αυτού του είδους οι συνδέσεις απαιτούν γνώσεις μηχανικού τηλεπικοινωνιών – ή απλώς είχε χαλάσει το τηλεφωνικό κέντρο. Εν τέλει, καταφέραμε να φτάσουμε στο γραφείο του Γενικού Γραμματέα και να ζητήσουμε να μιλήσουμε με κάποιον από τους ειδικούς συνεργάτες που έχουν γνώση του ζητήματος. Ήταν 9.30 πμ – ώρα Ελλάδας. Οι συνεργάτες δεν είχαν φτάσει ακόμη στα γραφεία τους. Μας ζητήθηκε να τηλεφωνήσουμε αργότερα. Θα το κάνουμε. Το ρεπορτάζ, όπως λένε, βρίσκεται σε εξέλιξη.