Η γραφική Μεσογειακή χώρα της Τυνησίας που μοιάζει με μια μικρή γωνιά στην απέραντη οριζόντια έκταση της Βόρειας Αφρικής, σπάνια εμφανιζόταν στις επικεφαλίδες επικαιρότητας στη σύγχρονη ιστορία της. Χωμένη μεταξύ δύο διαβόητων βορειοαφρικανικών χωρών της Αλγερίας και της Λιβύης, η Τυνησία βρισκόταν στη σκιά τους και θεωρούνταν ένας προμαχώνας σταθερότητας και ηρεμίας. Οι σχέσεις της με τη Δύση, ο κοσμικός προσανατολισμός της και η καταδίωξη του τουριστικού δολλαρίου φαινόταν ότι μούδιαζαν το διεθνές ενδιαφέρον για τα αντιδημοκρατικά διαπιστευτήρια της κυβέρνησής της.
Όλα αυτά άλλαξαν στις 17 Δεκεμβρίου με αφορμή ένα περιστατικό στο Σίντι Μπουζίντ, μια μικρή εγκαταλελημένη πόλη στη στερημένη ενδοχώρα της Τυνησίας που έγινε η γενέτειρα της Τυνησιακής Επανάστασης και της ευρείας Αραβικής Άνοιξης. Η αυτοθυσία του Μοχάμεντ Μπουαζίζι, ένος εικοσιεξάχρονου πλανόδιου πωλητή, που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απαγόρευση να πουλήσει φρούτα και την κατάσχεση του εμπορεύματός του λόγω της παρενόχλησης και του εξευτελισμού που δέχτηκε από τις Αρχές, έγινε ο καταλύτης για την Τυνησιακή Επανάσταση και έπεσε το πρώτο ντόμινο στον Αραβικό Κόσμο. Οι διαμαρτυρίες και αναταραχές που ξέσπασαν σε όλη τη χώρα λόγω των κοινωνικο-οικονομικών παραπόνων έφεραν την πτώση του κυρίαρχου αυταρχικού καθεστώτος του Ζίνε Αλ-Αμπίντινε Μπεν Άλι. Η εικοσιτριάχρονη θητεία του Μπεν Άλι τερματίστηκε απότομα σε ένα μήνα. Η οργή του λαού τον οδήγησε σε μια εξευτελιστική φυγή από τη χώρα. Η αυτοθυσία του μάρτυρα Μοχάμεντ μπορεί να συμβολίζει την απογοήτευση και την απελπισία που αισθάνονται εκατομμύρια Αράβων αλλά ήταν και μια κραυγή για αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και ελπίδα. Ήταν μια κραυγή απλών ανθρώπων με πολύχρονα παράπονα ζητώντας μια καλύτερη αναφορά από τους ηγέτες τους και ένα μεγαλύτερο λόγο στην πολιτική ζωή.
Η μικρή Ελληνική Κοινότητα της Τυνησίας είδε από πρώτο χέρι αυτές τις εξελίξεις. Μπορεί τα πλοκάμια της Ελληνικής Διασποράς να είναι μεγάλα και πλατιά, όμως η λογοτεχνία για τους Έλληνες της Βόρειας Αφρικής κυριεύεται από τους Έλληνες της Αιγύπτου, με ελάχιστη αναφορά των άλλων χωρών. Η ελληνική παρουσία στην Τυνησία ξεκινάει από την αρχαιότητα όταν οι Έλληνες άποικοι της Κυρήνης (στη σημερινή Λιβύη) ίδρυσαν την Νεάπολη (το σημερινό Τυνησιακό λιμάνι του Ναμπουέλ) τον 5° αιώνα π.Χ. Όμως, απ’ όλες τις αποικίες, η πιο ένδοξη και διάσημη παραμένει η Καρχηδόνα, η γενέτειρα του στρατιωτικού αρχηγού Αννίβα, ο στρατός του οποίου τρομοκρατούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για πολλά χρόνια. Η Καρχηδόνα ιδρύθηκε από Φοίνικες ναυτικούς ως αντίδραση στην αυξανόμενη ελληνική παρουσία στην περιοχή αφού και οι δυο ήταν ναυτικοί αντίπαλοι. Κατά τη διάρκεια των αιώνων την Τυνησία κατέκτησαν διάφοροι λαοί έως ότου απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1956. Η μικρή απόσταση που τη χωρίζει από την ιταλική χερσόνησο την έκανε ένα ποθητό έπαθλο στη διάρκεια της ιστορίας. Μετά από σχεδόν τρεις χιλιάδες χρόνια εισβολών, ξεσηκωμών και αποικιοκρατίας, διάφορες πολιτισμικές επιρροές έχουν αφήσει το σημάδι τους στην Τυνησιακή κοινωνία. Ρωμαίοι, Βάνδαλοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Οθωμανοί και Γάλλοι κυβέρνησαν την Τυνησία σε κάποιο στάδιο της ιστορίας της.
Φτάνοντας στην Τυνησία, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η εκτενής διγλωσσία (Αραβικά και Γαλλικά) που είχε το αποτέλεσμα να ξαναφέρει στην επιφάνεια τα σκουριασμένα μου Γαλλικά του Γυμνασίου. Τα μέλη της σημερινής Ελληνικής Κοινότητας κατοικούν κυρίως στην πρωτεύουσα Τούνις. Οι δραστηριότητες της Κοινότητας συγκεντρώνονται γύρω από την εντυπωσιακή εκκλησία της και τα γειτονικά κτίρια της οδού Ρώμης. Στη Λειτουργεία χοροστατεί ο Σεβασμιότατος Αλέξιος Λεονταρίτσης, Αρχιεπίσκοπος Καρχηδόνας και Βόρειας Αφρικής. Η εκκλησία του Άη Γιώργη είναι μία από τις δέκα ορθόδοξες εκκλησίες στην αρχιεπισκοπή που περιέχει και άλλες στην Τυνησία, στην Αλγερία, στην Μαυριτανία και στο Μαρόκο. Δηλαδή, περιλαμβάνει μια περιοχή με σημαντικές ταξιδιωτικές απαιτήσεις.
Η εκκλησία χτίστηκε το 1847 με χρήματα που προσέφερε από τον Άχμετ Χαζναντάρ, ένας εύθυμος χαρακτήρας που λεγόταν και Γιάννης Χαλκιάς Στραβελάκης. Ο Άχμετ και ο αδερφός του Μούσταφα (Γιώργος), που σε κάποια εποχή υπήρξε Βεζίρης της Τυνησίας, είχαν παρθεί σκλάβοι σαν μικρά χριστιανόπουλα όταν οι Οθωμανοί έσφαξαν τον πληθυσμό της Χίου το 1822 όταν οι Έλληνες της Χίου ανακοίνωσαν την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τους μετέφεραν στη Σμύρνη και μετά στην Πόλη όπου πουλήθηκαν σε έναν απεσταλμένο της Χουσαϊνής Δυναστείας που ήταν Μπέηδες της Τούνις.
Δίπλα στην εκκλησία ήταν τα γραφεία και το σχολείο της Κοινότητας, όπου με χαιρέτησε η γραμματέας Ντίνα Ρίζου. Γεννημένη στα Τρίκαλα, η Ντίνα κόντεψε να λυποθυμήσει όταν συνειδητοποιήσαμε ότι γνώριζα αρκετά καλά τους συγγενείς της στην Αυστραλία. Πράγματι είναι μικρός ο κόσμος. «Νίκο, η Κοινότητα είναι μικρή αλλά είμαστε αποφασισμένοι να την κρατήσουμε ζωντανή. Αισθανόμαστε την Ελλάδα μέσα μας και την έχουμε ανάγκη. Πολλοί από εμάς έχουμε Τυνήσιους συζύγους, άλλοι είμαστε πρόγονοι Ελλήνων που ήρθαν πριν από κάμποσες γενιές και άλλοι εγκαταστάθηκαν εδώ λόγω οικονομικών δραστηριοτήτων. Εγώ προσωπικά, γνώρισα τον Τυνήσιο σύζυγό μου στην Αθήνα όταν σπούδαζε στη Σχολή Ικάρων» είπε η Ντίνα. Το απόγευμα πήγα σε μάθημα Νεοελληνικών για ενήλικες Τυνήσιους. Όλοι είχαν διαφορετικά μοτίβα γιατί βρίσκονταν εκεί, μερικοί ήδη σπούδασαν Αρχαία Ελληνικά, άλλοι είχαν μια προσέγγιση προς τον ελληνικό πολιτισμό. Η διδασκαλία του μαθήματος γινόταν από την Κατερίνα Γαϊτανίδη που επίσης δίδασκε Νεοελληνικά σε παιδιά το Σαββατοκύριακο και Αρχαία στο Πανεπιστήμιο της Τυνησίας. Η Κατερίνα είχε αρκετή εκπαιδευτική πείρα και παλαιότερα ήταν αποσπασμένη σε γαλλόφωνες περιοχές όπως το Βέλγιο και το Λουμουμπάσι στο Ζαϊρ-Κονγκό.
Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και άλλα μέλη της Κοινότητας όταν η Ντίνα με κάλεσε στη ‘κοπή της πίτας’ την Κυριακή. Ξαφνιάστηκα όταν γνώρισα την Χριστίνα Μουρατίδη που μεγάλωσε στο Coburg, ένα προάστιο της Μελβούρνης. Πριν χρόνια πήγε στην Τυνησία να διδάξει Αγγλικά ως Δεύτερη Γλώσσα όπου γνώρισε τον σύζυγό της, τον Μοέζ, καθηγητή φιλοσοφίας, και έμεινε εκεί. «Κάθε λίγα χρόνια πάμε για διακοπές στην Αυστραλία, την οποία λατρεύουν τα παιδιά μου. Τώρα έχουν συνηθήσει να κουβεντιάζουν σε τέσσερις γλώσσες ανάλογα με τον συνομιλητή τους.» μου ανέφερε η Χριστίνα.
Όσο ταξίδευα στην Τυνησία ενδιαφερόμουν να μάθω για την κατάσταση μετά την Επανάσταση και την πρόσφατη εκλογή των Ισλαμιστών το Νοέμβρη. Στις συζητήσεις μου με διάφορα άτομα, πολλοί είχαν εκφράσει την άποψη ότι η κοινωνία είχε γίνει πιο ανοιχτή αλλά οι αλλαγές γίνονταν πολύ σιγά. Ειδικότερα οι προσπάθειες να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης άτομα του προηγούμενου καθεστώτος που ήταν υπεύθυνα για κατάχρηση εξουσίας, γίνονταν με μεγαλύτερη καθυστέρηση. Δυστυχώς είχε και κάμψη η οικονομία διότι απέφευγαν οι τουρίστες τη χώρα την οποία θεωρούσαν ανασφαλή. Ένα κλίμα ανησυχίας και αβεβαιότητας κυριαρχούσε στην κοινωνία αλλά υπήρχε μια αίσθηση αισιοδοξίας στο μέλλον ότι θα στρώσουν τα πράγματα.
Όταν ρώτησα κάποιον για την εκλογική επιτυχία των Ισλαμιστών, απάντησε ως εξής: «Η Επανάσταση έγινε για την ελευθερία και τα εργατικά δικαιώματα, αυτά ήταν τα δύο κύρια ζητούμενα. Όμως, πολλοί το είχαν ερμηνεύσει αυτό ως ελευθερία να επιζητήσουμε την ταυτότητά μας». Από τότε που έγινε η Τυνησία ανεξάρτητη, οι κυβερνήσεις ακολουθούσαν μια πολιτική της ‘επιβεβλημένης κοσμικότητας’. Η επιθυμία του κόσμου να εκφράσει ή να επιδιώξει την ισλαμική ταυτότητά του μπορεί να θεωρηθεί ως η αναστήλωση της κοινωνικής ισορροπίας,
Οι φιλοδοξίες της Ελληνικής Κοινότητας δεν διαφέρουν πολύ από την υπόλοιπη Τυνησιακή κοινωνία. Όλοι από κοινού ελπίζουν για τις πιθανές θετικές αλλαγές που έχει τη δυνατότητα να φέρει η Επανάσταση. Η Ελληνική Κοινότητα σήμερα αριθμεί λιγότερο από εκατό άτομα. Είναι στο παρελθόν οι μέρες που βρισκόταν στα ύψη της και είχε εννέα χιλιάδες μέλη στα τέλη του 19ου αιώνα με πολλούς σφουγγαράδες από τα Δωδεκάνησα. Σήμερα αυτή η μικρή κοινότητα παλεύει να διατηρήσει την ταυτότητά της, αλλά έχει και μια άλλη πιο μεγάλη και πιο σημαντική μάχη να δώσει που τη βρίσκει ενωμένη με τον Τυνησιακό λαό, στην αναζήτηση της εξασφάλησης του μη εκτροχιασμού της Επανάστασης. ‘Ετσι ο μαρτυρικός θάνατος του πλανόδιου πωλητή δεν θα είναι άσκοπος.