Στη δεκαετία του 1960 πάνω από 40.000 νεαρές Ελληνίδες ανακάλυψαν την Αυστραλία και εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αυστραλίας, αναζητώντας τη δική τους τύχη. Σχεδόν όλες τους ήσαν γεννημένες στη δεκαετία του 1940, προέρχονταν από πολυπληθείς οικογένειες, από γονείς και σπιτικά που με δυσκολία μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για τη ζωή τους. Πολλές από αυτές τις ανύπαντρες κοπέλλες, που ασυνόδευτες έφτασαν στην Αυστραλία, προτίμησαν τον εκπατρισμό για να σώσουν την οικογένειά τους από τη φτώχεια και την ανέχεια, άλλες προτίμησαν την έξοδο, ανήμπορες να διασφαλίσουν την ανελέητη προίκα, που η απρόσωπη τότε κοινωνία απαιτούσε, άλλες γιατί τα χωριά τους ορεινά, και ρημαγμένα από τους πολέμους και τις φυσικές καταστροφές δεν προσέφεραν ελπίδα για καλύτερη ζωή. Ορισμένες είχαν την αγαθή τύχη να έχουν στην Αυστραλία δικούς τους ανθρώπους, που τους προσέφεραν στοργή και φιλοξενία, ασφάλεια και αποκούμπι. Στην τελευταία κατηγορία αφίξεων ανήκει και η Ανθούλα Μπουντρούκα- Αδριανάκου, η οποία έφτασε στην Αυστραλία το 1967, προσκαλεσμένη από τον ξάδελφό της, Φώτη Ανδριανόπουλο.

Οι γονείς τους, Γεώργιος και Ευφροσύνη ήσαν αδέλφια και ζούσαν στο Πικέρνι, ένα ορεινό χωριό που ατενίζει τον μαντινειακό κάμπο, το μέρος όπου δόθηκαν οι πλέον φονικές μάχες στην ελληνική αρχαιότητα. Τα παιδιά τού Γιώργου Ανδριανόπουλου, ο Ανδρέας και ο Φώτης, είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Μελβούρνη. Πρώτος ο Ανδρέας που ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και στη συνέχεια προσκάλεσε και τον αδελφό του Φώτη, με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους. Το σπίτι του Φώτη και της γυναίκας τους Αλεξάνδρας στο Νόρθκοτ στα χρόνια που ακολούθησαν αποτέλεσε το άσυλο για δεκάδες Αρκάδες που ήρθαν στη Μελβούρνη, κέντρο προσφοράς αγαθών υπηρεσιών, φιλοξενίας και αγάπης. Η Ανθούλα μπήκε στο σπίτι του Φώτη και της Αλεξάνδρας, ως δεύτερη θυγατέρα τους, και συνέζησε μαζί τους, μέχρι που παντρεύτηκε τον Νίκο Ανδριανάκο, έναν άλλον συντοπίτη της, από το Πικέρνι. Μπήκε ελεύθερη κοπέλλα και βγήκε νύφη, συνοδευόμενη από τα χέρια του ξαδέλφου της Φώτη. Την εποχή εκείνη, οι Έλληνες μετανάστες μοιράζονταν το καρβέλι με το ψωμί, έτρωγαν ελιές, και λιτά φαγητά και ένιωθαν αδελφωμένοι και αυτάρκεις και δόξαζαν τον Θεό για τα λίγα αγαθά που απολάμβαναν με ασφάλεια και συνέπεια. Οι απαιτήσεις τους ήσαν λίγες, δηλαδή να επιβιώσουν, να κάνουν οικογένεια και να μορφώσουν τα παιδιά τους. Μία κουζίνα, ένα μπάνιο την μοιράζονταν πέντε δέκα ζευγάρια μαζί. Σήμερα ένα ζευγάρι, θέλει πέντε δέκα μπάνια για να είναι ικανοποιημένο!

Αργότερα ο Φώτης και η Αλεξάνδρα κάλεσαν και τον αδελφό της Ανθούλας, τον Φρίξο Μπουντρούκα. Μόλις είχε απολυθεί από το στρατό από τη Λήμνο και ερχόταν στην Αυστραλία με τον στενό του φίλο και συντοπίτη, Νίκο Ανδριανάκο, που κι αυτός είχε απολυθεί ως στρατιώτης από την Κύπρο. Ο Φρίξος και ο Νίκος τα είχαν βρει. Θα έπαιρνε ο Νίκος την Ανθούλα και έτσι θα έδενε η συγγένεια τους δύο φίλους. Ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Νόρθκοτ όλοι μαζί, κάτω από την προστασία του Φώτη και της Αλεξάνδρας. Λίγους μήνες ο Νίκος και η Ανθούλα παντρεύτηκαν (4 Μαρτίου 1967) και αφού συνέζησαν μερικούς μήνες ακόμης στο σπιτικό του Φώτη, έστησαν στη συνέχεια τη δική τους οικογένεια. Πήγαν σε δικό τους σπίτι, συμμάχησαν, συνεταιρίστηκαν, εργάστηκαν σκληρά και πορόκοψαν. Αργότερα ήρθαν και οι γονείς της Ανθούλας, ο Θεόδωρος και η Ευφροσύνη, επανενώθηκε η οικογένεια, καθώς άρχισαν να κτίζουν την οικογένειά τους.

Η Ανθούλα και ο Νίκος ευτύχησαν να φέρουν στον κόσμο τέσσερα παιδιά, τον Απόστολο, τη Βασιλική, τον Θεόδωρο και τη Χριστίνα και να καταξιωθούν με έντεκα εγγόνια. Ευτύχησαν να έχουν και καλούς γαμπρούς και εξαιρετικές νύφες για τα παιδιά τους. Η σκληρή εργασία, οι δεξιότητες και η τύχη τούς έδειξαν ένα όμορφο πρόσωπο. Η Ανθούλα, ως θυγατέρα, μητέρα, σύζυγος και γιαγιά ακολούθησε την ελληνική παράδοση, την αρκαδική νοοτροπία που θέλει τη γυναίκα να είναι μητέρα και τροφός, να φροντίζει και να υπηρετεί, να θυσιάζεται και να προσφέρει. Ένας διαρκής αγώνας προσφοράς και αυτοθυσίας. Στα χρόνια της εφηβίας να υπηρετεί τους γονείς της και αργότερα όταν εγκαταστάθηκαν και γέρασαν οι γονείς της στην Αυστραλία, να μοιράζεται με τον καλοκάγαθο σύζυγό της, τον Νικόλα, τον αδελφό της Φρίξο και τη νύφη της Ελένη, τη φροντίδα των γονεών τους και της μητέρας τους Ευφροσύνης, μιας μητριάρχισσας, που μόλις πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή αυτή. Αργότερα η Ανθούλα αφιερώθηκε στον σύζυγό της και μαζί έκτισαν τα υπάρχοντά τους και καταξιώθηκαν με τα αγαθά που τους χάρισε ο μόχθος της ζωής. Όταν έκαναν τα παιδιά τους, η Ανθούλα έκανε την πρόοδο, την μόρφωση και την άνεση των παιδιών της σκοπό ζωής. Κι όταν και τα παιδιά τους έκαναν παιδιά, τότε η Ανθούλα έδωσε το τρυφερότερο μέρος της καρδιάς της στα εγγόνια της.

Δυστυχώς η ζωή της γύρισε το πρόσωπο στα 72 χρόνια της. Έφυγε από τα γήινα προχθές αφήνοντας πόνο αλλά και δικαίωση. Πόνο γιατί η απουσία της θα γίνεται εμφανής στα παιδιά, στις νύφες, γαμπρούς και στα εγγόνια της, καθώς και σε όλους εκείνους που είχαν τη χαρά και την τύχη να τη γνωρίσουν. Αλλά και δικαίωση, γιατί όλοι έχουν να θυμούνται τη σιωπηλή στοργή, τη διακριτική αγάπη, την άπλετη καλοσύνη με την οποία έβλεπε γενικά τον άνθρωπο η Ανθούλα. Ταπεινή, συνετή, λιγομίλητη, μετρημένη  αλλά και γενναιόδωρη Αρκάδισσα και ευγενής Ελληνίδα η Ανθούλα Ανδριανάκου, θα ζει στις σκέψεις, στα λόγια και στη μνήμη των επιγόνων της.

Η Ανθούλα Ανδριανάκου