Στην βρετανική εφημερίδα The Guardian, 4 Απριλίου 2017, ο ακαδημαϊκός Geoffrey Robertson, μεταξύ άλλων είχε εκφράσει και την άποψη πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα γλυπτά κλάπηκαν. Η άδεια στον Λόρδο Έλγιν να μετακινήσει ‘πέτρες’ του απαγόρευε να αλλοιώσει τη δομή του κτηρίου για να αρπάξει γλυπτά».
Ένα χρόνο αργότερα, συγκεκριμένα στις 12 Απριλίου 2018, ο Φίλιπ Στίβενς, επικεφαλής πολιτικός αναλυτής της βρετανικής εφημερίδας Financial Times, σε άρθρο του με τίτλο: «Τα γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Αθήνα», μεταξύ άλλων εξέφρασε και την ακόλουθη άποψη: «Είναι απολύτως προφανές ότι ο Λόρδος Μπάιρον είχε δίκιο και ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Αθήνα, ανεξάρτητα από τη συμφωνία που έκανε ο Λόρδος Έλγιν με τις τότε οθωμανικές αρχές στην Ελλάδα».
Το δίκαιο που συνεχίζουν να επικαλούνται οι Άγγλοι για την κατοχή των γλυπτών του Παρθενώνα δεν έχει νομική βάση, καθότι είχαν αφαιρεθεί από τον λόρδο Έλγιν κατά το διάστημα 1801 – 1804, με την ψευδή δήλωση στις αρχές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι σκοπός του ήταν η μέτρηση και αποτύπωσή τους σε σχέδια, για την κατασκευή αντιτύπων.
Στην πραγματικότητα ο λόρδος Έλγιν προχώρησε στην αφαίρεση, και στη μεταφορά ενός μεγάλου αριθμού γλυπτών στην Μεγάλη Βρετανία, και στη συνέχεια στην πώλησή τους στο Βρετανικό Μουσείο το 1816. Φυσικά, οι οθωμανικές αρχές την εποχή εκείνη δεν είχαν λόγους να παρακολουθούν τις ενέργειες του λόρδου Έλγιν, γιατί δεν επρόκειτο για δική τους πολιτισμική κληρονομιά.
Οι διευθυντές μεγάλων ευρωπαϊκών Μουσείων, όπως του Παρισιού και του Λονδίνου, τονίζουν ότι στα Μουσεία τους φιλοξενείται η καλλιτεχνική κληρονομιά της ανθρωπότητας, και έτσι μελετάται και θαυμάζεται διαχρονικά, αλλά και σε συσχέτιση με τα έργα τέχνης διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών.
Αυτό, μέχρι έναν βαθμό, έχει κάποια λογική βάση, γιατί οι επισκέπτες των μεγάλων Μουσείων έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα διάφορα έργα τέχνης με βάση τη χρονολογική τους περίοδο και την γεωγραφική τους προέλευση, και έτσι να βγάζουν τα ανάλογα συμπεράσματα.
Αυτό όμως, κατά τη γνώμη μου, ισχύει μόνο κάτω από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Τα γλυπτά ή άλλα έργα τέχνης, έχουν αποκτηθεί από τα Μουσεία με νόμιμους τρόπους από τις χώρες της προέλευσής τους.
- Τα σχετικά γλυπτά, ή άλλα έργα τέχνης, δεν αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου καλλιτεχνικού συγκροτήματος, γιατί τότε το αρχικό μνημείο θα έχανε την αυτοτέλειά του, αφού θα είχαν αφαιρεθεί σημαντικά τμήματά του.
Στην περίπτωση των γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Μουσείο του Λονδίνου καμιά από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν ισχύει, καθότι από τη μια αποκτήθηκαν με απάτη, και από την άλλη αποσπάστηκαν από τον Παρθενώνα, με αποτέλεσμα τη μείωση της αυτοτέλειας ενός από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα του κόσμου.
Τα εν λόγω γλυπτά ήταν κυρίως η ζωφόρος, οι μετόπες και τα αετώματα του Παρθενώνα, που πλαισίωναν το συνολικό αρχιτεκτονικό δημιούργημα του ναού με την απαράμιλλη αισθητική και αλληλουχία τους.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦH ΤΩΝ ΓΛΥΠΤΩΝ
Κατά καιρούς είχαν γίνει εκ μέρους της Ελλάδας επίσημες προσπάθειες για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα, όπως το 1982 από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της, από τη θέση της Υπουργού Πολιτισμού, για την επιστροφή των γλυπτών η Μ. Μερκούρη είχε δηλώσει: «Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία… Η περίπτωση των Μαρμάρων είναι μοναδική στην ιστορία, καθώς αφορά τεμαχισμό μνημείου και όχι ακόμη ένα αυθύπαρκτο «έργο τέχνης». Αφορά κατακερματισμό του Παρθενώνα, διαμελισμό της ιστορίας μας…».
Το 1983 μια ομάδα Άγγλων φίλων της Ελλάδας ίδρυσε τη Βρετανική Επιτροπή για την Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Η θέληση υπήρχε, αλλά οι βλέψεις της Επιτροπής παρέμεναν συγκρατημένες. Όπως είχε παρατηρήσει τότε ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Πρόεδρος της Επιτροπής και επίτιμος διδάκτορας Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, η επιστροφή των γλυπτών θα διευκολυνόταν από τις εκτεταμένες επαφές με πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, συγγραφείς, νομικούς και άλλους, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, και πάνω απ’ όλα τη θέση του Βρετανικού Κοινοβουλίου.
Ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1984, η Ελλάδα υπέβαλε επίσημο αίτημα για την επιστροφή των γλυπτών, αλλά τον Απρίλιο του ιδίου έτους η βρετανική πλευρά το απέρριψε στυγνά. Την ίδια χρονιά η Ελλάδα κατέθεσε επίσημο αίτημα και στην UNESCO, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το 1986, σε ομιλία της στο Λονδίνο, η Μ. Μερκούρη είχε πει τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, απευθυνόμενη στους ιθύνοντες του Βρετανικού Μουσείου του Λονδίνου:
{…} «Κρατήσατε αυτά τα Γλυπτά σχεδόν για δύο αιώνες. Τα φροντίσατε όσο καλύτερα μπορούσατε, γεγονός για το οποίο σας ευχαριστούμε. Όμως τώρα στο όνομα της δικαιοσύνης και της ηθικής παρακαλώ δώστε τα πίσω».
{…} «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας».
Η μόνιμη δικαιολογία των Άγγλων καθ’ όλη εκείνην την περίοδο ήταν ότι η Ελλάδα δεν είχε ένα σύγχρονο και ασφαλές Μουσείο στην Αθήνα για τη διαφύλαξη των γλυπτών. Το επιχείρημα εκείνο κατέρρευσε το 2009 με τη δημιουργία του σύγχρονου Μουσείου της Ακρόπολης, το οποίο πληροί τους όρους ασφαλούς φύλαξης και προστασίας των γλυπτών, καθότι θεωρείται ως ένα από τα πιο σύγχρονα Μουσεία του κόσμου.
Το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του «ιερού βράχου», όπως αποκαλούσαν την Ακρόπολη, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό τον Ιούνιο του 2009. Στους σύγχρονους και καλαίσθητους χώρους του στεγάζονται πάνω από 4.000 εκθέματα που προέρχονται από την Ακρόπολη, και για πρώτη φορά βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη. Και όμως, το Βρετανικό Μουσείο συνεχίζει να κωφεύει στις εκκλήσεις για την επιστροφή των γλυπτών.
Πιο πρόσφατα, ο Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός κινηματογραφικών έργων Τζορτζ Κλούνι, έκανε έκκληση για την επιστροφή των γλυπτών στην Ακρόπολη. Σε συνέντευξη τύπου, όταν ρωτήθηκε από Ελληνίδα δημοσιογράφο αν η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα από τη Βρετανία, ο Τζορτζ Κλούνι απάντησε ως ακολούθως:
«Έχετε πολύ καλά επιχειρήματα για να στηρίξετε το αίτημα της επιστροφής στην Ελλάδα. Ίσως δεν θα ήταν κακό να επιστρέφονταν. Νομίζω ότι είναι μια καλή ιδέα. Πιστεύω ότι θα ήταν ένα πολύ δίκαιο και πολύ ωραίο πράγμα. Ναι, νομίζω ότι είναι αυτό που πρέπει να κάνει η Βρετανία».
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι και στη Μελβούρνη, όταν πρόσφατα έγιναν τα αποκαλυπτήρια της Ζωφόρου του Παρθενώνα στην πρόσοψη του Πολιτιστικού Κέντρου της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας, ο Πρωθυπουργός της Βικτώριας, κ. Ντανιέλ Άντριους, και ο αρχηγός της Αντιπολίτευσης, κ. Μάθιου Γκάι, καθώς και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας, κ. Βασίλης Παπαστεργιάδης, τόνισαν ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν στο χώρο που ανήκουν, στην Ακρόπολη της Αθήνας.
Πιο πρόσφατα, συγκεκριμένα στις αρχές του Μαΐου 2018, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπης Παυλόπουλος, στο Προεδρικό Μέγαρο παράθεσε γεύμα στον Πρίγκιπα της Ουαλίας Κάρολο, και στη Δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα.
Στην προσφώνησή του στους υψηλούς επισκέπτες ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων: «Eυελπιστούμε ότι η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα τελικώς θα ευοδωθεί».
Επικαλούμενος την μακρά παράδοση των Κλασικών Σπουδών και του Ελληνικού Πολιτισμού σε πανεπιστήμια της Βρετανίας, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας έκανε και την ακόλουθη αναφορά:
«Είναι δε ακριβώς αυτή η παράδοση, σε συνδυασμό με τους δεσμούς φιλίας που μας συνδέουν, η οποία μας κάνει να ευελπιστούμε ότι η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, για την αποκατάσταση της ενότητας αυτού του υπέρλαμπρου λίκνου του Πολιτισμού μας, τελικώς θα ευοδωθεί».
Ας ελπίζουμε πως με την έκκληση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας στον διάδοχο του θρόνου της Βρετανίας, η εκστρατεία για τα γλυπτά του Παρθενώνα έχει μπει σε νέα, διακρατική φάση, και ότι θα καταλήξει στο επιδιωκόμενο, και δίκαιο αποτέλεσμα, την επιστροφή τους στην Ακρόπολη μετά από δύο αιώνες εξορίας.
Και μόνο τότε ο ψυχές των τριών μεγάλων αρχαίων Ελλήνων αρχιτεκτόνων και γλυπτών, Ικτίνου, Καλλικράτη, και Φειδία, οι οποίοι συνέλαβαν το όραμα του Παρθενώνα, και του έδωσαν την ανεπανάληπτη μορφή του, θα ξαναβρούν τη γαλήνη τους…