Έτσι είχε βαφτίσει τη ζωή του ο φίλος ο Μιχάλης. «Βιαστική η ζωή μας Κωνσταντή. Μέχρι να της πεις καλημέρα, σηκώνεις τα μάτια σου κι έχει σημάνει το δείλι. Αν σε ρωτήσω τι θυμάσαι από τα παιδικά, τα εφηβικά και τα αντρίκια χρόνια σου, θα σηκώσεις τα μάτια προς τον ουρανό, θα ξύσεις το κεφάλι σου και θα μουρμουρίσεις κάτι. Βιαστική η ζωή μας φίλε μου. Και δεν είναι μόνο βιαστική, αλλά τις περισσότερες φορές, σκληρή. Μοιάζει με σάρκα ζωντανή φτιαγμένη από γρανίτη ακαλλιέργητο. Μια ζωή γεμάτη ησυχία που προκαλεί ανησυχία».

Του άρεσε του Μιχάλη να μιλάει, να σχολιάζει, να φιλοσοφεί. Δύο παιδιά που σήμερα διευθύνουν και χαίρονται αυτά που δημιούργησε ο πατέρας τους. Δύο αγόρια καμάρια. Δύο αδέλφια παράδειγμα. Ένα πλεονέκτημά τους, να αποδίδουν τα του Καίσαρος, μη εξαιρουμένων και των γονέων τους, που χώρισαν, εξαιτίας της μητέρας, όταν αυτά ήταν το ένα δεκαπέντε και το άλλο δεκαεπτά. Μία ιστορία ο χωρισμός του ζευγαριού.

«Ένα οικοδόμημα με πολλαπλούς θορύβους Κωνσταντή. Μαύρες τρύπες που έμοιαζαν με αστέρια στην αρχή και έγιναν αγριεμένες μαύρες τρύπες ακίνητες». Του είπε απλά ότι θέλει να χωρίσουν. Ότι θα πάρει τα παιδιά, μέχρι να ενηλικιωθούν και μετά θα τ’ αφήσουν να διαλέξουν.

Τα πράγματα δεν πήγαν με τη σειρά που τα ήθελαν. Η μητέρα αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί και ο Μιχάλης πήρε τα παιδιά κοντά του. Έφερε τη χωρισμένη αδελφή του από τη Νέα Ζηλανδία και συνέχισε τη φορτωμένη ζωή του, με πρωταρχική φροντίδα την ολοκλήρωση των σπουδών των παιδιών του. Αποτέλειωσαν τις σπουδές, τα παιδιά προχώρησαν και στόχευαν ανοδικά, προς ικανοποίηση του πατέρα τους που δεν προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά και την περηφάνια του.

«Θυμάσαι που σου μίλαγα τις άλλες για τον γρανιτένιο τοίχο; Κάποιες φορές ο τοίχος ανοίγει και αφήνει να δεις στο εσωτερικό του τους ευτυχισμένους από χίλιες δύο αιτίες και πολλούς λόγους. Ευτυχισμένους γονείς, μεθυσμένους από καπνούς λιβανιού και χρυσού πλούσιους και σε μιαν άκρη διακρίνεις, αν προσέξεις, αυτό το τίποτα που ονομάζουμε το παν».

Θυμήθηκα τον Μιχάλη που ζει εδώ και κάμποσα χρόνια στο Σίδνεϊ για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί μου είχε υποσχεθεί ότι τον Φλεβάρη θα ερχόταν στη Μελβούρνη και δεν ήλθε ούτε με ειδοποίησε.

Θα ερχόταν για δουλειά και με ενημέρωσε ότι την τροπή που παίρνουν τα πράγματα στην οικονομία και στην παρουσία πλήθους Κινέζων αγοραστών, τα παιδιά του σκέφτηκαν να φέρουν τα προϊόντα τους και στη Βικτώρια και θα συζητούσαμε το θέμα της εγκατάστασης της αποθήκης και μιας μικρής έκθεσης πολυτελείας στο κέντρο της Μελβούρνης.

Άλλες οι βουλές του Υψίστου. Οι προσπάθειές μου να επικοινωνήσω στάθηκαν άκαρπες. Το κινητό νεκρό και στο τηλέφωνο του σπιτιού βαρέθηκα ν’ αφήνω μηνύματα. Μόλις πριν λίγες ημέρες πληροφορήθηκα ότι μέσα σε λίγες ώρες, μόνο λίγες, τα πράγματα ήλθαν τα πάνω κάτω.

Ο μεγάλος γιος πήγαινε το αγόρι του στο σχολείο, όπως κάθε πρωί και μετά κατεύθυνση προς το εργοστάσιο, δερμάτινα είδη ποιότητος. Αυτό το συγκεκριμένο πρωινό, ένα φορτηγό, σταμάτησε την πορεία και τη ζωή του παλικαριού. Ευτυχώς, αν μπορεί να θεωρηθεί, ο μικρός βγήκε σχεδόν ανέπαφος από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου. Απ’ ό,τι έμαθα, πολύ αργότερα, ο Μιχάλης, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του παιδιού του, έμπηξε τις φωνές, λιποθύμησε κι έμεινε σε μια κάποια μορφή αφασίας, για αρκετό χρόνο.

Όταν συνήλθε εξαφανίστηκε. Τον έψαχναν πέντε ολόκληρες ημέρες. Τον βρήκαν αναίσθητο, κάπου σε μια άκρη μιας παραλίας, σε κακό χάλι. Έμεινε σε κάποιο νοσοκομείο, που από την περιγραφή που έκανε ο γιος του, ήταν και ψυχιατρική κλινική, απομονωμένος. Συνέχισα να τηλεφωνώ και να αφήνω λιγόλογα μηνύματα στο κινητό αδίκως. Από τον μικρό έμαθα ότι δεν μιλάει σε κανέναν και μόνο κάτι ακαταλαβίστικα ελληνικά μουρμουρίζει και γελάει. Τελικά, ο μικρός μου υποσχέθηκε ότι, σαν πάει να τον δει, θα του πει πως τηλεφωνώ και τον ζητάω και θα με πάρει στο τηλέφωνο από την κλινική να του μιλήσω. «Κωνσταντή, το πεπρωμένο είναι η μαύρη κλωστή την οποία ο τάφος την ξετυλίγει τραβώντας την. Το μάρμαρο που σκεπάζει κορμί, έχει το σκήπτρο και το μαχαίρι. Κοιτάζω στο βάθος του τάφου και βλέπω αρρώστιες, πόνους, άγνοια, πείνα, ιστορία, επιστήμες και λέω στο γιό μου… αγόρι μου δεν είσαι μόνος σου, χα, χα, χα…»