Πολλοί αναρωτιούνται πού οφείλονται οι σταθερά αυξανόμενες επιδόσεις της αυστραλιανής οικονομίας και η πρωτοφανής ευημερία που απολαμβάνει σήμερα η χώρα μας. Η απάντηση είναι ότι με την εφαρμογή επώδυνων και ριζικών μεταρρυθμίσεων, μπορέσαμε να ανασυντάξουμε την οικονομία μας ώστε να είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε με τον μέγιστο δυνατό τρόπο τον φυσικό μας πλούτο και να επωφεληθούμε από τη ραγδαία ανάπτυξη των οικονομιών της περιοχής μας.

Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η Αυστραλία διένυσε μια εξαιρετικά επίπονη περίοδο αναδιάρθρωσης της οικονομίας της για να προσαρμοστεί σε μια νέα διεθνή οικονομική πραγματικότητα, μειώνοντας δραστικά τον προστατευτισμό και ανοίγοντας τομείς-κλειδιά της οικονομίας στον ανταγωνισμό. Το υψηλό κόστος του προστατευτισμού και της ενίσχυσης μη παραγωγικών και μη ανταγωνιστικών βιομηχανιών επιβάρυνε τον καταναλωτή που πλήρωνε πολύ πιο ακριβά τα αγαθά του, αλλά επίσης και τις πιο παραγωγικές και εξαγωγικές μας βιομηχανίες. Ύστερα από 25 χρόνια εφαρμογής βελτιωτικών μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν σε μία 20ετία συνεχούς ανάπτυξης της οικονομίας μας, η Αυστραλία έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό.

Ενισχύσαμε την ανταγωνιστικότητα επενδύοντας στην καινοτομία και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Μειώσαμε τη γραφειοκρατία και το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας απλοποιώντας τις κρατικές διαδικασίες, ενώ παράλληλα ενισχύσαμε τα κίνητρα για εργασία. Θεσπίσαμε ένα ευέλικτο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων και συνδέσαμε πιο στενά τις μισθολογικές μεταβολές με την αύξηση της παραγωγικότητας, καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση των θέσεων εργασίας και τη μείωση του πληθωρισμού. Ανοίξαμε την εγχώρια αγορά, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών μονοπωλίων και επιχειρήσεων, στις ανταγωνιστικές πιέσεις, γεγονός που λειτούργησε καταλυτικά στην αύξηση της παραγωγικότητας. Βοηθήσαμε το πλεονάζον εργατικό προσωπικό να ενταχθεί σε νέους, πιο παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας μέσω της μετεκπαίδευσης και της απόκτησης νέων δεξιοτήτων.

Οι αλλαγές αυτές είχαν ως άμεση επίπτωση την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και ως έμμεση επίδραση την καθιέρωση ενός πιο ευέλικτου, ενεργητικού, δυναμικού και αποδοτικού οικονομικού συστήματος. Η αύξηση των κρατικών εσόδων έδωσε τη δυνατότητα στο αυστραλιανό κράτος να συνεχίσει να βελτιώνει το πρόγραμμα κοινωνικών παροχών. Ένας αναδιαρθρωμένος, εξορθολογισμένος και αποτελεσματικός δημόσιος τομέας και ανοιχτά, διαφανή και υπόλογα θεσμικά όργανα αποτέλεσαν τον πυλώνα όπου βασίστηκαν η διαρθρωτική εξυγίανση του κράτους και η βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης της Αυστραλίας.

Με στοχευμένες και βελτιωτικές παρεμβάσεις στις διοικητικές δομές των κρατικών φορέων, ενισχύσαμε τη λογοδοσία, τη διαφάνεια, την ανταπόκριση στις ανάγκες των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, εναρμονίζοντας την απόδοση και παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα με του ιδιωτικού. Δώσαμε μεγαλύτερη αυτονομία στους δημόσιους οργανισμούς, ενώ θεσμοθετήσαμε παράλληλα ένα πλαίσιο αυστηρών κριτηρίων αξιολόγησης και λογοδοσίας, με βάση την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων και επιδόσεων. Ο ενδελεχής έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων και αποδόσεων των δημόσιων οργανισμών συνέβαλε ουσιαστικά στην εξυγίανση και αποδοτικότητά τους. Διαδοχικές κυβερνήσεις συνέχισαν να εφαρμόζουν μια μεταρρυθμιστική πολιτική που στόχευε να διατηρήσει και να ενισχύσει την απόδοση της αυστραλιανής οικονομίας στους τομείς της ανταγωνιστικής πολιτικής και της παραγωγικότητας, των εργατικών σχέσεων και της ευέλικτης αγοράς εργασίας, της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της επένδυσης στην καινοτομία και στην «οικονομία γνώσης».

Ο αυστραλιανός λαός κατανοεί τη δύσκολη προσαρμογή που υφίσταται ο ελληνικός λαός για την επαναφορά της χώρας σε μια εύρωστη και υγιή οικονομία που θα εξασφαλίζει τη μακρόχρονη ευημερία όλων των πολιτών. Το σημαντικότερο δίδαγμα της δικής μας εμπειρίας είναι ότι ένα δύσκολο πρόγραμμα προσαρμογής μπορεί να επιτευχθεί, αρκεί να υπάρχει συλλογική στήριξη των αλλαγών και αποφασιστικότητα για την επίτευξη των στόχων.


*Η κ. Jenny Bloomfield είναι πρέσβειρα της Αυστραλίας στην Αθήνα.