Η έγκριση του δανείου των 130 δισεκατομμυρίων ευρώ από τους Υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης την Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου, αποτελεί σταθμό στον αγώνα της Ελλάδας για την αποφυγή της χρεοκοπίας.
Βέβαια σε αυτήν τη φάση θα ήταν παρακινδυνευμένο να προβλέψει κανείς πως με την έγκριση του δανείου λύθηκε το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας. Εκείνο όμως που μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα είναι ότι με την έγκρισή του ανοίγουν προοπτικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος, και δίνεται στην Ελλάδα πίστωση χρόνου να προβεί στις δομικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την οικονομία της χώρας πιο ανταγωνίσιμη, και θα αποκαταστήσουν την αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια της χώρας.
Αρκετοί σχολιαστές παρατηρούν πως το δεύτερο δάνειο των 130 δισεκατομμυρίων ευρώ, και το προηγούμενο των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ, δόθηκαν για τον κύριο λόγο να πληρώνονται κανονικά οι δανειστές της Ελλάδας, το χρέος προς τους οποίους υπερβαίνει τα 360 δισεκατομμύρια ευρώ. Με άλλα λόγια, το δάνειο δόθηκε για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα άλλων, όχι της Ελλάδας.
Σωστά. Το ερώτημα όμως είναι: όταν μια χώρα εκδίδει κρατικά ομόλογα, τα οποία είναι μια μορφή δανείου, δεν έχει την ηθική υποχρέωση να τηρήσει τους όρους του ομολόγου, και να πληρώσει στους δανειστές της το οφειλόμενο ποσό όταν λήξει η ημερομηνία του ομολόγου; Εξάλλου, το ίδιο δεν ισχύει και στην περίπτωση ιδιωτών και επιχειρήσεων που δανείζονται από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς;
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως με πρωτοβουλία της Ευρωζώνης το ελληνικό χρέος μειώνεται κατά 107 δισεκατομμύρια ευρώ από το «κούρεμα» στην αξία των κρατικών ομολόγων που είναι στην κατοχή ιδιωτικών φορέων. Επιπλέον, μειώνεται και το επιτόκιο που θα ισχύει στο υπόλοιπο ποσό, και παρατείνεται ο χρόνος για την αποπληρωμή του χρέους.
Με άλλα λόγια, μιλάμε για μείωση χρέους που πλησιάζει το ένα τρίτο του αρχικού ποσού. Σίγουρα αυτή δεν είναι μια αμελητέα μείωση.
Σε άρθρο του με θέμα «Εθνική κυριαρχία σε μια χρεοκοπημένη χώρα» ο Λουκάς Τσούκαλης, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την κατάρρευση χωρίς τη βοήθεια των ξένων, Ευρωπαίων εταίρων και άλλων. Επαναλαμβάνεται δυστυχώς η Ιστορία. Τα ποσά της βοήθειας προς την Ελλάδα είναι πολύ μεγάλα, με όποιο ιστορικό προηγούμενο και αν τα συγκρίνουμε. Το πρώτο και το δεύτερο πακέτο διάσωσης της χώρας, «το κούρεμα» του δημοσίου χρέους που διαπραγματεύτηκαν κυρίως οι ξένοι για μας, συν η ρευστότητα που εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, πλησιάζουν συνολικά τα 450 δισεκατομμύρια ευρώ. Αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ όλων των εποχών…», Η Καθημερινή, 21/11/11.
ΜΟΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Σίγουρα τα μέτρα που συνοδεύουν το δάνειο είναι επώδυνα, ιδιαίτερα για τους πιο ευάλωτους πολίτες, τους συνταξιούχους και τους χαμηλόμισθους. Αυτά όμως κρίθηκαν αναγκαία για να περιορισθούν οι κρατικές δαπάνες, και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, σε βαθμό που τα ελληνικά προϊόντα θα συναγωνίζονται τα εισαγόμενα, έτσι ώστε από τη μια να προτιμούνται από τους Έλληνες καταναλωτές, και από την άλλη να αυξηθεί η εξαγωγή τους σε άλλες χώρες.
Επιπρόσθετα, το δεύτερο δάνειο των 130 δισεκατομμυρίων ευρώ θα καταστήσει δυνατή και την επανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με το ποσό των 35 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο εν όψει της μεγάλης απόσυρσης καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες από ιδιώτες και επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν να μειώνονται τα επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, λόγω του μεγαλύτερου κόστους ως αποτέλεσμα της μειωμένης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.
Για να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αποτελεί μια από τις πρώτες προϋποθέσεις.
Κάποια από τα μέτρα που απαρτίζουν το δεύτερο Μνημόνιο έχουν ως στόχο τη δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος που θα κριθεί ευνοϊκό για τους επενδυτές να διαθέσουν τα κεφάλαιά τους σε νέους τομείς της οικονομίας, και στους υπάρχοντες επιχειρηματίες να διευρύνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει παράλληλα να γίνουν και οι απαραίτητες δημόσιες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα φιλικό για την οικονομική ανάπτυξη περιβάλλον, το οποίο θα προσελκύσει και ξένα, εκτός από τα ελληνικά κεφάλαια που θα επαναπατρισθούν από τις ξένες τράπεζες, στις οποίες οι κάτοχοί τους τα μετέφεραν τα τελευταία δύο χρόνια, όταν γινόταν λόγος για την επιστροφή της δραχμής στην Ελλάδα.
Αυτές, και πολλές άλλες ευεργετικές πτυχές του δανείου, επιλέγουν να παραβλέπουν οι επικριτές της πολιτικής της Ελληνικής Κυβέρνησης, και επαναλαμβάνουν απερίσκεπτα πως η Ελλάδα έχει χάσει την αυτονομία της, και έχει καταστεί υποχείριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δανειστών της.
Για τους παραπάνω λόγους η Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές, θα πρέπει να θέσει τις συνθήκες σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας ως προαπαιτούμενο για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάκαμψη.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΥΠΟΥ ΙΤΑΛΙΑΣ
Εξίσου σημαντική θα είναι και η πολιτική σταθερότητα μετά τις εκλογές. Εδώ φοβάμαι πως τα υπάρχοντα σημεία δεν είναι ευοίωνα. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως κανένα από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν θα εξασφαλίσει αυτοδυναμία, ώστε να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση από μόνο του. Η συνεργασία δύο ή και περισσότερων κομμάτων δεν παρέχει, για τα ελληνικά δεδομένα, διαβεβαιώσεις αποτελεσματικής διακυβέρνησης, ιδιαίτερα κάτω από τις εξόχως ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και εν όψει της απαξίωσης των πολιτικών στις αντιλήψεις των ψηφοφόρων.
Κατά την άποψή μου οι περιστάσεις καλούν για μια Κυβέρνηση τύπου Ιταλίας. Στη χώρα αυτή τα πολιτικά κόμματα ανέθεσαν στον Μάριο Μόντι, ο οποίος είναι τεχνοκράτης. όπως και ο κ. Λουκάς Παπαδήμου, να σχηματίσει Κυβέρνηση από τεχνοκράτες της δικής του επιλογής.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Κυβέρνηση αυτή λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά, με κατά πολύ μικρότερο Υπουργικό Συμβούλιο από το ελληνικό, το οποίο απαρτίζεται από 47, αν δεν κάνω λάθος, Υπουργούς και Υφυπουργούς! Και ας είναι ο πληθυσμός της Ιταλίας εξαπλάσιος της Ελλάδας.
Στο πρόσωπο του κ. Λουκά Παπαδήμου η Ελλάδα έχει έναν δοκιμασμένο Πρωθυπουργό, ο οποίος ως μη πολιτικός δεν δεσμεύεται από τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων, ούτε και συνδέεται με την αποτυχημένη πολιτική τους στο παρελθόν. Το γεγονός ότι ο κ. Παπαδήμος κατόρθωσε να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις για το νέο δάνειο και για την απομείωση (κούρεμα) των ελληνικών ομολόγων, έρχεται ως ένδειξη των γνώσεων και των διαπραγματευτικών του ικανοτήτων, καθώς και της εκτίμησης που χαίρει από τους Ευρωπαίους ομόλογούς του.
Ιδιαίτερα επιτυχημένη βρήκα την προσωπογραφία του κ. Λουκά Παπαδήμου από τον αρθρογράφο της αθηναϊκής εφημερίδας Το Βήμα, κ. Αντώνη Καρακούση, στο άρθρο του με τίτλο «Ο σιωπηλός κ. Παπαδήμος» (22/2/12). Ακολουθούν αποσπάσματα του άρθρου:
«Ο πρωθυπουργός κ. Λ. Παπαδήμος δεν αγαπά την επικοινωνία. Αποφεύγει τις πολλές δημόσιες εμφανίσεις και είναι φειδωλός στις δηλώσεις.
{…} Γενικώς μπορεί να πει κανείς ότι μιλάει μόνο όταν έχει κάτι πολύ σοβαρό να πει και κάτι κρίσιμο να υποστηρίξει.
{…} Επίσης, όλο το προηγούμενο διάστημα, απέφυγε συστηματικά τα πολλά ταξίδια και δεν ταξίδεψε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως συνήθιζε ο προκάτοχός του.
{…} Τα γεγονότα, ωστόσο, απέδειξαν ότι διαρκείς ήταν οι συνομιλίες του με το εξωτερικό. Τώρα μαθαίνουμε – και μάλιστα από τους ξένους – ότι όλο το προηγούμενο διάστημα είχε σχεδόν καθημερινές συνομιλίες και διαβουλεύσεις με τους περισσοτέρους των ευρωπαίων ηγετών, ότι έκανε παράλληλες διαπραγματεύσεις με τους υπευθύνους των διεθνών οικονομικών οργανισμών και ότι ταξίδεψε στις Βρυξέλλες ακολουθώντας συγκεκριμένη, προετοιμασμένη από πριν, στρατηγική συνομιλιών με τους δύσπιστους εταίρους μας.
{…} Δεν αφήνει τίποτε στην τύχη και προσπαθεί να έχει για κάθε υπόθεση εναλλακτικές επιλογές και λύσεις, ώστε να μην βρεθεί ποτέ αιφνιδιασμένος. Και αυτή η μέθοδος τού επιτρέπει να χειρίζεται αποτελεσματικά σύνθετες υποθέσεις όπως η τελευταία.
Είναι αλήθεια ότι ο κ. Παπαδήμος, πέραν των άλλων, εισάγει νέα ήθη στην ελληνική πολιτική. Και κυρίως παραδίδει μαθήματα εργασίας και συνεργασίας.
Όπως συνηθίζει να λέει κι ο ίδιος «με τις δημόσιες εμφανίσεις δεν λύνεις προβλήματα».
Εκλογές κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες δεν πρόκειται να αναδείξουν αυτοδύναμη Κυβέρνηση, και δεν βλέπω πώς Κυβέρνηση συνεργασίας με Πρωθυπουργό πολιτικό θα λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Μακροπρόθεσμα, μια μεταβατική Κυβέρνηση υπό τον κ. Λουκά Παπαδήμο θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα, θα δημιουργήσει τις κατάλληλες για την ανάπτυξη της οικονομίας συνθήκες, και θα εξυγιάνει τον κρατικό μηχανισμό. Κάτι που θα είναι αδύνατο να επιχειρήσει Πρωθυπουργός που θα συμβαίνει να είναι και Πρόεδρος ενός των πολιτικών κομμάτων που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της οικτρή κατάσταση.