Εκκωφαντική ήταν η σιωπηρή «συγγνώμη» που ζήτησαν από τα θύματα της φωτιάς στο Μάτι οι εκατοντάδες πολίτες που συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα το βράδυ της Δευτέρας ανταποκρινόμενοι στο διαδικτυακό κάλεσμα που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του μπασκετμπολίστα Γιάννη Γκαγκαλούδη.

Ο ίδιος μετά την ολοκλήρωση της σιωπηρής διαδήλωσης δήλωσε περήφανος για όλο τον κόσμο που βρέθηκε στο Σύνταγμα προσθέτοντας πως «ό,τι γίνεται πίσω μου (σ.σ. εννοεί την Βουλή) δεν με αντιπροσωπεύει. Με αντιπροσωπεύει αυτό που έγινε εδώ. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δώσουμε αγάπη. Όσοι ήταν εδώ μπορεί να έφυγαν από τις δουλειές και τις οικογένειές τους, αλλά ήταν εδώ. Τους ευχαριστώ πάρα πολύ».

Κρατώντας στην αγκαλιά την κόρη του αποκάλυψε ότι «όλο αυτό ξεκίνησε από κάτι που με συγκλόνισε λόγω και της κόρης μου. Ήταν το τελευταίο που είδα. Ένιωσα ένα απέραντο μίσος και οργή. Ξεκίνησα να γράφω κάτι και κατέληξε σε όλο αυτό που είδατε. Είμαι περήφανος για όλο τον κόσμο που βρέθηκε εδώ».

«Ένας άνθρωπος νωρίτερα, ο οποίος έχει νεκρό, αγνοούμενο και συγγενή που χαροπαλεύει είπε “σας παρακαλώ μην μας ξεχάσετε”. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε όλοι. Η φύση του Έλληνα είναι να ξεχνάει. Καλύτερα αυτή την φορά να μην ξεχάσουμε για να πάμε και λίγο μπροστά» κατέληξε ο Γιάννης Γκαγκαλούδης.

Συγκινεί η μαρτυρία μέσα από το νοσοκομείο «Έσωσα το παιδί μου, έχασα τον σύζυγο μου”.

«Θρίλερ. Να μην το περάσει ούτε ο εχθρός μου. Έχω καεί τόσο πολύ» είπε στο κεντρικό δελτίο του Alpha, η Φλώρα Παπαϊωάννου η οποία βρίσκεται στο Θριάσιο νοσοκομείο έχοντας υποστεί εγκαύματα.

 

Η γυναίκα περιγράφει τις στιγμές που έζησε στη φονική πυρκαγιά, στην οποία έχασε τον σύζυγό της που είχε κινητικά προβλήματα, ενώ η ανήλικη κόρη της κατάφερε να σωθεί από την πύρινη λαίλαπα.

 

 

Εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη όσων τις βίωσαν… Ένας πύρινος εφιάλτης, τον οποίο τα θύματα θα βλέπουν ξανά και ξανά και ξανά… Ο καυτός αέρας, οι φλόγες, η βροχή από στάχτες, η θάλασσα, η παραλία-διαφυγή, το χάος, η απόγνωση… Υπάρχουν λέξεις για να αποδώσει κάποιος την τραγωδία; Κάθε άνθρωπος μία ιστορία. Κάθε ιστορία, ένα δράμα. Εικόνες από φωτογραφίες που κρύβουν πίσω τους χιλιάδες συναισθήματα, αγωνία, πόνο, απόγνωση, φόβο, πανικό, αλλά και ελπίδα και αγώνα για επιβίωση. Η νονά της 9χρονης που εικονίζεται αγκαλιά με μία γιαγιά στη θάλασσα, σε μία από τις πολλές φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσότητας από την κόλαση στο Μάτι της Αττικής, περιγράφει τη δραματική ιστορία που κρύβει η συγκεκριμένη εικόνα.

 

Η Αλεξία Σβόλου, δημοσιογράφος και νονά του μικρού κοριτσιού, μίλησε στην εκπομπή «Από Νωρίς» του Εpsilon TV, αποκαλύπτοντας τις δραματικές στιγμές και τις λεπτομέρειες που δεν διακρίνονταν σε μία και μόνο εικόνα:

 

 

«Βρίσκονταν στο σπίτι το οποίο είναι ακριβώς πάνω στο παραλιακό μονοπάτι του Ματιού με τα βραχάκια και τα πολύ μικρά λιμανάκια από κάτω που δεν έχουν ουσιαστικά παραλίες. Είναι κάπως πριν από τον Κάβο που έχει τη μεγάλη παραλία της «Αργυρής Ακτής» και έπαιζαν όλοι στα σπίτια φίλων τα οποία είναι δίπλα το ένα στο άλλο. Ο Βασίλης είδε πρώτος με τους φίλους του τη φωτιά γιατί ήταν στο από πάνω σπίτι ενός φίλου του. Ήταν λίγο πιο κοντά και είδε τον καπνό και μάλιστα είπε χαρακτηριστικά στους φίλους του «δεν θα προλάβει να μας φτάσει». Μέσα σε λεπτά, γιατί τράβαγε και βίντεο, κατάλαβε ότι έφτανε η φωτιά και έγινε μπλακ αουτ, κόπηκε ρεύμα, νερό ταυτόχρονα. Έτρεξε στο δικό του το σπίτι το οποίο είναι γειτονικό για να είναι μαζί με τους δικούς του ανθρώπους. Οι γονείς του ήταν ακόμα στις δουλειές τους και είχε την ψυχραιμία να κλείσει παράθυρα και πόρτες. Το παπαγαλάκι τους σώθηκε χάρη σε αυτή την παρέμβαση. Δεν έπαθε τίποτα γιατί ήταν κλειδαμπαρωμένο μέσα στο σπίτι. Η μόνη στιγμή που φοβήθηκε είναι όταν εκεί που τα έκλεινα όλα και κοίταζε από τα παράθυρα άκουσε ένα ουρλιαχτό γείτονα «φωτιά» αναγνώρισε και τη φωνή και κατάλαβε ότι η φωτιά δεν είναι μακριά αλλά είναι στο σπίτι. Αρπάζει την γιαγιά και την Κάτια και τους είπε «είναι ή τώρα ή ποτέ, φεύγουμε.

 

 

 

 

Κουτρουβαλάνε, κατεβαίνουν τα πέτρινα σκαλάκια της παραλίας, είναι μία μικρή παραλία και να πηδήξεις χτυπάς, δεν σκοτώνεσαι, είναι χαμηλά τα βράχια. Σε αυτή την παραλία ζήτημα είναι αν χωράνε 5 με 7 άτομα. Μαζεύτηκαν 60 και δεν έβλεπαν. Τον πήραν οι φίλοι του τηλέφωνο, του είπαν ότι είναι στην παραλία και δεν τους έβλεπε. Σε μία τσάντα έριξε ό,τι είχε για επικοινωνία, κινητά, tablet και είπε: «Αυτά τα χρειάζομαι για να επικοινωνήσω. Έφτασαν στο λιμάνι της Ραφήνας και όπως είναι μέσα στη θάλασσα, βλέπει ένα πεύκο γερμένο να παίρνει φωτιά και λέει στον κόσμο που ήταν εκεί: «Αυτό πρέπει να το σβήσουμε γιατί θα μας κάψει και θα μας πνίξει». Και ορμήξανε όλοι πάνω στην σκάλα με μπλούζες, σακούλες και ό,τι είχαν και έσβησαν το πεύκο. Και κάποια στιγμή έρχεται το λιμενικό με μία ψαρόβαρκα. Και τους φωνάζει να πέσουν στη θάλασσα για να τους σώσει. Και επειδή κάποιοι δεν μπορούσαν γιατί δεν ήξεραν επιστρατεύτηκε ένα κανό. Και ο Βασίλης μαζί με άλλους βοήθησε όλους όσοι δεν μπορούσαν και «οδηγούσε» το κανό. Ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στην ψαρόβαρκα και μου είπε ότι ήμουν ο μόνος που πήγε κολυμπώντας…».

 

Νέα μαρτυρία για τη φονική φωτιά: Ο γιος μου φώναζε «δεν θέλω να καώ»

Τη μαρτυρία ενός επιζήσαντα από τη φονική φωτιά της «μαύρης Δευτέρας» που έμεινε στο σπίτι του με τον έναν γιο του παρέθεσε άλλος ένας χρήστης του Facebook.

 

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας περιγράφει πώς εγκλωβίστηκε με το γιο του, πώς τα καιώμενα σωματίδια που αιωρούνταν παντού του έκαιγαν την πλάτη μέχρι να μπουν στο σπίτι αλλά και τον πανικό που έπιασε το παιδί μπροστά στη μανία της φωτιάς.

 

 

«Ο γιός μου έχει πανικοβληθεί, θέλω να πάθω καρδιακή προσβολή, δεν θέλω να καώ, φωνάζει. Του ουρλιάζω σύνελθε θα πολεμήσουμε» γράφει χαρακτηριστικά.

 

Η μαρτυρία έχει ως εξής:

 

 

«Έχω ένα φίλο που μένει στο Νέο Βουτζά. Την Δευτέρα το απόγευμα δεν μπορούσα να τον βρω στο τηλέφωνο με τίποτα. Μου έστειλε τελικά ένα sms κατά τις 10 το βράδυ ότι είναι καλά αυτός και η οικογένεια του, και θα μου τα πει μετά. Μιλήσαμε λίγο την Τρίτη, και πιο εκτενώς σήμερα, πριν λίγο. Αυτά που άκουσα είναι ό,τι πιο συνταρακτικό έχω ακούσει στη ζωή μου. Τα μεταφέρω αυτολεξεί:

 

“Φίλε, τη Δευτέρα κατά τις 5 που καταλαβαίνω ότι έχει πιάσει φωτιά, και με νοτιοδυτικό άνεμο θα φτάσει σε εμάς, βάζω την γυναίκα και την κόρη μου στο αυτοκίνητο της και τους λέω φεύγετε τώρα, για τη μάνα σου στη Γλυφάδα. Δεν έχουν φύγει 5 λεπτά και ξαναβγαίνω απο το σπίτι, η θερμοκρασία 10 βαθμούς επάνω, και ξαφνικά αρχίζει και βρέχει φωτιά απο τον ουρανό: μπροστά στα μάτια μου ανάβουν 3-4 εστίες σε πλαινά οικόπεδα! Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούμε να μείνουμε λεπτό ακόμα, βουτάω τον μεγάλο μου γιο που έχει μείνει μαζί μου και τον σκύλο, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο μου και ορμάμε να κατέβουμε προς τη Λ.Μαραθώνος.

 

Καθώς κατεβαίνουμε ήταν μπροστά μας κι άλλα αυτοκίνητα, στο ένα απο αυτά 3 πρώην συμμαθητές του γιού μου. Στα 500 μέτρα απο το σπίτι, βλέπω ότι ο δρόμος μπροστά μας κλείνει απο τη φωτιά, νιώθω ότι δεν θα τα καταφέρω, ενστικτωδώς φρενάρω, όπισθεν και επιτόπου στροφή (δεν κοίταξα καν να δω αν υπάρχει αμάξι πίσω μου!). Ξαναγυρνάμε στο σπίτι, σταματάω το αυτοκίνητο μέσα στην αυλή 4-5 μέτρα μακριά απο την πόρτα, ώστε αν καεί να μην μεταδώσει τη φωτιά στο σπίτι.

 

Πόσα δευτερόλεπτα κάνεις για να βγεις απο ένα αυτοκίνητο και να κλείσεις τις πόρτες πίσω σου; στο διάστημα αυτό τα καιώμενα σωματίδια που αιωρούνταν παντού, τρύπησαν τα καθίσματα! Στα 4-5 μέτρα μέχρι να ανοίξουμε την πόρτα και να μπούμε μέσα, μας καιγότανε η πλάτη! Κλείνουμε τον πόρτα πίσω μας και η φωτιά (φωτιά όχι μόνο καπνός) έμπαινε απο τη χαραμάδα (καινούργιο σπίτι, καινούργια παράθυρα-πόρτες, όχι ξύλινα). Τραβάμε έπιπλα μακριά απο τα παράθυρα, σχίζω κουρτίνες με το σουγιά.

 

Το ηλεκτρικό έχει κοπεί, το ρολό της μπροστινής μπαλκονόπορτας έχει μείνει ανοιχτό: αν δεν αντέξει το τζάμι καήκαμε, σκεφτομαι. Το τζάμι τρίπλεξ («αλεξίσφαιρο») κάποια στιγμή ραγίζει!

 

Τέλειωσαν όλα σκέφτομαι. Ο γιός μου έχει πανικοβληθεί, θέλω να πάθω καρδιακή προσβολή, δεν θέλω να καώ, φωνάζει. Του ουρλιάζω σύνελθε θα πολεμήσουμε. Συνέρχεται, και επί μια ώρα, εγκλωβισμένοι βρέχουμε τα πάντα, έπιπλα, χαλιά, παράθυρα τοίχους συνεχώς. Μόλις νιώθω ότι γλυτώσαμε τον άμεσο κίνδυνο, προσπαθώ να επικοινωνήσω με τη γυναίκα μου, δεν υπάρχει δίκτυο, πάει καήκανε σκέφτομαι.

 

Το ίδιο σκεφτότανε και αυτή που επίσης δεν μπορούσε να με βρει – ευτυχώς είχαν απομακρυνθεί με ασφάλεια ΚΑΙ ΔΕΝ ΒΙΩΣΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ, φίλε. Μέχρι τις 4 τα ξημερώματα γυρνούσαμε και σπάγαμε σπίτια, μπαίναμε μέσα και σβήναμε εστίες σε έπιπλα κλπ, για να σώσουμε ότι μπορούμε. Το σκηνικό αποκαλυπτικό, καμένοι γέροι, παιδιά μόνα τους, να ουρλιάζουν στο δρόμο.

 

Απο το δρόμο μας μόνο έχουν καεί 5 άνθρωποι. Σε όλο τον Βουτζά δεν έχουν απομείνει πέντε δέντρα. Να μην το ξαναζήσει άνθρωπος ρε φίλε…”

Τα 3 παιδιά στο αυτοκίνητο μπροστά τους που συνέχισαν την προσπάθεια διαφυγής, χάθηκαν.»